Η γνωριμία
Κυριακή απόγευμα, καιρός γλυκός. Ο φίλος μου ο Νίκος επέμενε:
- Πάμε ρε συ στο Μπουρνάζι για καφέ!
Εγώ βαριόμουν αλλά δεν μπορούσα να του χαλάσω χατίρι...
Να το μετάνιωσα άραγε;
Στο διπλανό τραπέζι κάθονταν μια νεαροπαρέα. Δυνατές φωνές, χάχανα, αστεία, στριγκλιές. Ανάμεσά τους ξεχωρίζω μια κοπελίτσα. Γύρω στα 20. Κοντό μαλλί, λίγο αγοροκόριτσο, νευρικές κινήσεις, εκφραστικότητα....
- Πολύ την πάω την πιτσιρίκα! είπα στον φίλο μου.
- Ποια ρε, την κόρη σου;
- Άντε χάσου ρε...
Πέρασε κάμποση ώρα. Ένα περίεργο συναίσθημα με κυρίευε. Γύρισα στη διπλανή παρέα και μίλησα στη μικρούλα.
- Ρε συ, δεν έρχεσαι κι από μας να μας ανεβάσεις λίγο;
Όλη η παρέα της έσκασε στα γέλια.
- Παιδιά, πάω δίπλα στα πουρά κι επιστρέφω αμέσως. Όμως δεν επέστρεψε αμέσως...
Μιλάγαμε κάμποση ώρα. Όχι τίποτα σπουδαίο. Ήμασταν συνεχώς στην κόντρα! Αλλά μια κόντρα που έδειχνε ολοφάνερα την αμοιβαία μας έλξη! Στο τέλος γύρισε και μου είπε:
- Ρε συ, αν σε είχα άντρα, θα σού ριχνα δηλητήριο στον καφέ ευχαρίστως!
- Κι εγώ, αν σε είχα γυναίκα, θα τον έπινα ευχαρίστως!
Τα ρευματικά
Το βράδυ στο δωμάτιό της η Νάντια ήταν κάπως ανήσυχη. Τα ινδάλματά της στον τοίχο έμοιαζαν να κρέμονται άψυχα. Δεν την κόλλαγε ύπνος. Σκέφτονταν συνέχεια εκείνον που με τόση μαεστρία ταίριαζε τη μία λέξη δίπλα στην άλλη. Πολλές φορές δεν τον καταλάβαινε. Κι απαντούσε αμήχανα μ’ ένα «εγώ φταίω που κάθομαι και σου μιλάω»!
Και τι ήταν πάλι εκείνο που της πέταξε κάποια στιγμή;
- Ανάμεσα στα πόδια σου έχεις ένα θησαυροφυλάκιο κι εσύ το μόνο που ξέρεις να κάνεις είναι να το ξύνεις...
Καθώς άλλαζε πλευρό ένα περίεργο ρίγος διαπέρασε το σώμα της. Αλλά ξύπνησε πάλι μέσα της το ανυπότακτο:
«Α ρε πούστη ... εκεί μέσα θα σε φυτέψω να σε τρελάνουν τα ρευματικά σου»....
Ο γάμος
Νοίκιασαν ένα μικρό δυαράκι στην Κυψέλη. Η Νάντια δεν ήθελε να δουλέψει! Πέρυσι έπιασε δουλειά σ’ ένα μαγαζί αλλά ξόδευε όλο το μισθό της σε ρούχα, χτενίσματα και καλλυντικά. Το αφεντικό τις ήθελες όλες στην τρίχα. «Σιγά μη δουλεύω για πάρτη τους... και να μου πιάνουν και τον κω..»! Αλλά όμως η Νάντια ήταν ξηγημένη: «Κύριε δεν δουλεύω αλλά ούτε έχω κι απαιτήσεις». Και η Νάντια ό,τι έλεγε το εννοούσε. Μόνο έναν (τριπλό) όρο του έβαλε: «στο σπίτι δεν θέλω να μπουν βιβλία, παπάδες και άλλη γκόμενα»...
Εκείνος δούλευε απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ. Αλλά για ψίχουλα! Να βγαίνει το ενοίκιο, οι λογαριασμοί και τα βασικά. Η Νάντια ήταν πάντα αισιόδοξη και καλόβολη: «Εμάς μας χορταίνει η αγάπη μας»! Το χε ακούσει σε κάποια παλιά ελληνική ταινία και της άρεσε πολύ. Αλλά ό,τι έλεγε το εννοούσε!...
Το βράδυ εκείνος γύρισε κουρασμένος. Πήγε κατευθείαν για μπάνιο. Σε λίγο η Νάντια γλίστρησε στην μπανιέρα.
- Εμένα οι άντρες μου αρέσουν γυμνοί και υγροί!
- Βρε Ναντούσκα είμαι πτώμα... και μην ξεχνάς .... σαρανταρίζω....
- Τι σε νοιάζει ρε συ... εγώ κανονίζω.... για να το δω..... πούντο; .... άχου τό μου το αυτό.....
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου