Τρίτη, Μαΐου 31

Με έλουσε κρύος ιδρώτας!

Εδώ και 20 χρόνια κυκλοφοράω καθημερινά στο κέντρο της Αθήνας. Ιδίως γύρω απ’ τα «κακόφημα»... Ομόνοια, πλατεία Θεάτρου, Βάθης, Μεταξουργείο.
Κάθε φορά που διέσχιζα σοκάκια γεμάτα πόρνες, απ’ όλες τις φυλές της γης, ΠΟΤΕ και ΚΑΜΙΑ ούτε με «προσκάλεσε» ούτε με «προκάλεσε»!
Την έπεφταν «χοντρά» στους διπλανούς μου, αλλά εγώ ήμουν γι’ αυτές αόρατος, σα να μην υπήρχα!
Προφανώς έδειχνα σεξουαλικά ανταγωνιστικός και χορτασμένος, και οι κοπελίτσες δεν είχαν χρόνο να χάνουν...
Τους τελευταίους μήνες τα πράγματα άλλαξαν «άρδην», που λένε κι οι κουλτούρες.
Στην αρχή ήταν κάτι «ψιτ, αγόρι» ή «έι κούκλε», αλλά δεν έδωσα σημασία.
Τελευταία, όμως, το πράγμα χόντρυνε!
Άρχισαν να μου ρίχνονται κανονικά, ακριβώς όπως κάνουν σε κάτι παλιόγερους επαρχιώτες που τους τρέχουν τα σάλια και τους πέφτουν τα πατζάκια!
Προφανώς, στα έμπειρα μάτια τους άρχισα να φαίνομαι σεξουαλικά ξοφλημένος και πεινασμένος...
Μου ’χουν πέσει τα φτερά, μιλάμε!

Σάββατο, Μαΐου 28

Ταξίδι στο χρόνο (Γιώργος κι Αντώνης στα 480 π.Χ.)

Εμείς οι Αθηναίοι τους Πέρσες τους «είχαμε»!
Αλλά για χάρη της εθνικής ενότητας είπαμε να βάλουμε στο παιχνίδι και τους Λακεδαιμόνιους (μαύρη η ώρα που το σκεφτήκαμε)...
Το σχέδιο που καταστρώσαμε ήταν (θεωρητικά) άψογο! Τον περσικό στρατό θα τον τσακίζαμε στις Θερμοπύλες και τον στόλο στο Αρτεμίσιο, ανοιχτά στις βόρειες ακτές της Εύβοιας.
Κάναμε, όμως, τη χοντρομαλακία κι αναθέσαμε την άμυνα των Θερμοπυλών στις κουνίστρες τις Σπαρτιάτισσες και στις συκιές απ’ την Πύλο.
Εκατό δικές μας δευτεράτζες να στέλναμε, ο Ξέρξης ακόμα θα πάλευε να περάσει τα στενά!
Εδώ, στο «ταψί του Μαραθώνα», στην καρακαμπίλα, κατεβήκαμε τρέχοντα απ’ τις πλαγιές της Πεντέλης και τους πήραμε τα σώβρακα!
Παίδες, μην ακούτε τι λένε τα σχολικά βιβλία και τα χαζοχαρούμενα κινηματογραφικά έργα των Αμερικάνων.
Οι Θερμοπύλες τότε δεν ήταν όπως τις βλέπετε σήμερα. Ήταν ένα στενό, ίσα που χώραγαν δυο κορμιά να περάσουν ταυτόχρονα! Δεν υπήρχε περίπτωση να περνούσαν υπό φυσιολογικές συνθήκες οι Πέρσες.
Αλλά μπορείς να εμπιστευτείς τις «ελιές Καλαμών»; Εμείς τις εμπιστευτήκαμε και να το αποτέλεσμα: πέρασαν οι εχθροί κι έφτασαν μπάι στην Αθήνα μας και την κατέκαψαν...
Τέσπα... μεγάλη πίκρα, αλλά τι να κάνουμε, έτσι είν’ η ζωή.
Κουβαλήσαμε τα γυναικόπαιδα με τα πλεούμενα στην Τροιζήνα, κι οι άντρες, από 14 και πάνω, καβαλήσαμε τις τριήρεις.
Κι εκεί που ήμασταν μπαρουτιασμένοι και βγάζαμε ατμούς απ’ τ’ αυτιά και τις μύτες, έτοιμοι να πιούμε το αίμα των Περσών με τις υψικαμίνους της Χαλυβουργικής, πετάγεται η αδέλφω η Μεσσήνια και λέει:
«Όπως είπαμε και στο Ζάππειο, πρέπει να μεταφέρουμε τις γραμμές άμυνας στον Ισθμό!»
Ο ψευτόμαγκας νοιαζόταν μόνο να σώσει το σπίτι της γυναίκας του στο Ναύπλιο, το πατρικό του στη Μονεμβάσια και τους οννεδίτες απ’ την Καλαμάτα που διόρισε τσουβαλιδόν στο Μουσείο της Ακρόπολης!
Ο Γιώργος, όμως, πάτησε πόδι: «Εμείς δεν φεύγουμε από δω! Θα υπερασπιστούμε την πόλη μας!»
«Ποια πόλη σας, καλέ; Δεν έχετε πλέον πόλη, την έκαψαν οι Πέρσες!», απάντησε ο Αντωνάκης.
Αλλά ο Γιώργος ανένδοτος: «Η δικιά μας πόλη είναι οι διακόσιες τριήρεις, και είναι η μεγαλύτερη πόλη της Ελλάδας! Εσείς αν θέλετε φύγετε. Εμείς θα μείνουμε να πολεμήσουμε, έστω και μόνοι μας»...
Κι έτσι το 2011 έμεινε στην ιστορία!
Παίδες, κουράγιο! Το «καταραμένο» 2011 όπου να ’ναι βγαίνει!
Σε λίγο αρχίζει η φουλ τουριστική σεζόν. Κι απ’ ό,τι φαίνεται θα έρθουν πολλά μπικικίνια στη χώρα μας φέτος. Πολύ περισσότερα από πέρυσι.
Κι οι εξαγωγούλες μας, τσούκου-τσούκου, όλο και αυγαταίνουν!
Κουράγιο και το φάγαμε το βόδι!
Το 2012 τα πράγματα θα ισορροπήσουν και το 2013 θ’ αρχίσει η βελτίωση.
Μην περιμένετε και σπουδαία πράγματα. Απλά να ζούμε με στοιχειώδη αξιοπρέπεια γμτ μου...

Πέμπτη, Μαΐου 26

Ταξιδι στο χρόνο ― Γ’ (Ισπανικός Εμφύλιος 1936-1939) περέα με τον Τάκη και την Αθανασία (έρωτας στα χαρακώματα)

Στον πόλεμο των χαρακωμάτων τρία πράγματα θέλουν όλα τα φαντάρια: μια μάχη, περισσότερα τσιγάρα και μια βδομάδα άδεια!
Τα πράγματα, από σταρτιωτικής άποψης, είχαν βαλτώσει εδώ στην Καταλωνία. Κανείς δεν τολμούσε να κάνει επίθεση. Μόνο οβίδες ρίχναμε ο ένας στον άλλο...
Είχαμε και οι δυο πλευρές τα ίδια πάνω-κάτω όπλα. Οι Φασίστες μάς πέταγαν οβίδες των 190 χιλιοστών. Οι περισσότερες δεν έσκαγαν, τις παίρναμε, τις αναγομώναμε και τους τις «επιστρέφαμε»!
Μια απ’ τις οβίδες είχε χρονολογία 1917, κι όπως υπολογίζαμε ταξίδευε καθημερινά πέρα-δώθε χωρίς να σκάσει ποτέ!
Ο Τάκης συνέχιζε να μου κάνει τη ζωή μαρτύριο. Μια μέρα τον φωτογράφισα κάτω από μια αφίσα μας με σύνθημα «Τι έχεις κάνει ΕΣΥ για τη Δημοκρατία;». Κι έγραψα για λεζάντα «έχω πάρει το συσσίτιό μου!»!
Το χειρότερο με τούτο το παιδί είναι πως αποδείχθηκε μεγάλος μουνάκιας! Άφηνε τη σκοπιά και τα όπλα του κι έτρεχε στα μαγειρεία να βρει την Αθανασία!
Ένα βράδυ τον ακολούθησα κρυφά και τα ’δα όλα...
Τα πιτσουνάκια μου αντάμωσαν στην αποθήκη με τα όσπρια.
Γδύθηκαν σε χρόνο «κόκκινου συναγερμού»!
Ο ιδρώτας της Αθανασίας πρόδιδε τι είχε φάει το μεσημέρι: ψωμοτύρι και μια μπύρα!
Το σώμα της είχε ακόμα τα σημάδια απ’ την Ανάφη και τη Γαύδο...
Μύριζε τριζάτη ηλιόλουστη αμμουδιά, ανέπνεε αέρα με ιώδιο, μοσχοβολούσε καμμένη κερήθρα και φτερό μέλισσας...
Έκαναν έρωτα μέχρι που ξημέρωσε.
Είμαι σίγουρος πως η Άθη κατάλαβε τα αδύνατα σημεία του Τάκη.
Πόσο δυνατός μοιάζει σ’ ένα κλειστό και σκοτεινό δωμάτιο και πόσο άχρηστος δείχνει με το πρώτο φως του ήλιου...
Μέχρι κι εγώ λυπήθηκα που τόσος έρωτας ήταν γραφτό να ευτελιστεί με την πρώτη επαφή του φωτός!

Δευτέρα, Μαΐου 23

Όταν χώρισα με την Αλήτισσα...

Μόλις βρόντηξε την πόρτα πίσω της, η ζωή μου άλλαξε!
Προς το καλύτερο, εννοείται...
Το κρεβάτι μου φάνηκε ξαφνικά πιο άνετο!
Κι ο ύπνος μου διπλασιάστηκε! Αυτό δεν μου φάνηκε απλώς...
Αυτή η γυναίκα είχε το κακό χούι να με ξυπνάει στις έξι το πρωί και να μου διαβάζει Σέξπιρ απ’ το πρωτότυπο!
Και μετά γούσταρε να πιάνει ψιλοκουβέντα, που, ενίοτε, τη χόντραινε. «Πότε θα με στεφανωθείς» και τα τοιαύτα...
Τώρα, μάγκες μου, είμαι «καβάλα στ’ άλογο»!
Βλέπω όλο το 24ωρο αθλητικά, τρώω στον καναπέ κι αφήνω τα πιάτα άπλυτα για μέρες, καλάω τα ρεμάλια και ντουμανιάζουμε το σύμπαν.
Στ΄αμάξι ακούω ό,τι μουσική κεφάρω, κι απολαμβάνω τις βόλτες με τα πόδια αφού δεν είμαι αναγκασμένος να κάνω σπαστικές στάσεις μπροστά σε κάθε βιτρίνα με πατούμενα...
Και το σπουδαιότερο: μπορώ πλέον να διαβάζω εφημερίδα με την ησυχία μου!
Στο θέμα αυτό είχαμε προβληματάκι με την Αλήτισσα. Όταν μ’ έβλεπε να διαβάζω τον «Γαύρο» κάτι πάθαινε η τύπισσα!
Θεωρούσε πως «χανόμουν» στη φυλλάδα και την έπιανε παράκρουση, αφιονιζόταν!
Τότε θυμόταν να με ρωτήσει ό,τι μαλακία της κατέβαινε στο μυαλό, μόνο και μόνο για να με διακόψει.
«Ασκαρούληηηηη, το ερίφιο και η γίδα είναι το ίδιο ζώο;»
«Ναι μωρή κατσίκα, και θα το κάνω στη σούβλα μαζί με σένα»...

Κυριακή, Μαΐου 22

Το μακρύ ζεϊμπέκικο του Ασκαρδαμυκτί (Ποίημα για τα 43α γενέθλιά μου ― 23-3-2011)


Τις νύχτες γονατίζω
μπροστά σε τίγρεις
που δεν μ’ αφήνουν να ησυχάσω.

Τα χρόνια κι οι έρωτες είναι φτιαγμένα
για να πηγαίνουν χαμένα.
Να ξερνάμε σε βουλωμένες τουαλέτες
σε νοικιασμένα δωμάτια
γεμάτα κατσαρίδες και ποντίκια...

(Δεν υπάρχει τίποτα τόσο βαρετό
όσο η αθανασία)

Χαίρομαι το κακό φαγητό
το φτηνό ποτό,
ταιριάζω με γυναίκες
απ’ την κόλαση,
σκορπάω τις μέρες μου
σαν χαρτοπετσέτες...

Ξαφνικά χτυπά το τηλέφωνο
και μια γυναίκα λέει
«απόψε είμαι ελεύθερη»!
Καλά... δεν είσαι και τόσο,
μα ούτε κι εγώ είμαι.

Έχεις τεράστια μπούτια
και πάντα βλαστημάς όταν μεθύσεις.
Όταν βγήκες απ’ το μπάνιο
έσκυψες
κι είδα ολάκερο τον κώλο σου
σαν έβαζες να παίξει Μότσαρτ...

Το δέρμα σου είναι λευκό και πλαδαρό
φοράς μοβ κιλότα.
Κάτι τέτοιες σκηνές δημιουργούν
σπουδαίους πίνακες
άριες
αυτοκτονίες και
ερημίτες...

Όλ’ αυτά τα χρόνια
κοιτάζω μέσα απ’ τους πάτους των μπουκαλιών
καθώς η πόλη αδειάζει τη θλίψη της
σε κρασομπούκαλα και μπαγιάτικα φιλιά
κι οι χειροπέδες και τα δεκανίκια και οι ταφόπλακες
συνουσιάζονται με τρέλα...

Αχ! Υπάρχουν κάποια
θεσπέσια πράγματα στη ζωή μας!
Όπως, ας πούμε, τα πόδια των γυναικών
σαν βγαίνουν απ’ το αυτοκίνητο.

Κι εγώ τώρα, ψεκάζω με κατσαριδοκτόνο
ένα καινούργιο ζευγάρι κάλτσες,
πατώντας σε χαλιά με τρύπες
από αναμμένα τσιγάρα...

Γυρίζω και βλέπω στον σκοτεινό καθρέφτη,
τον εαυτό μου σε 20 χρόνια
το πούρο
η πεσμένη κοιλιά μου
εγώ
γέρος
βάζω τα γέλια...

Πάντα έψαχνα τον καλύτερο τρόπο
για να ξεμπερδεύεις απ’ τους μπελάδες.
Κάποιες φορές είναι το γαμήσι
κάποιες άλλες η τρέλα
και κάποιες η αυτοκτονία!
Ό,τι σου βρίσκεται πρόχειρο...

Πηγαίνω στην κουζίνα
να πιω ένα ποτήρι νερό.
Ανάβω το φως
σκοτώνω το όνειρο της κατσαρίδας
στη συνέχεια σκοτώνω
και την ίδια την κατσαρίδα!

(Η βροχή σαν ένα νεαρό κορίτσι
έρχεται προς το μέρος μου)

Οι ωραίες λέξεις,
όπως κι οι όμορφες γυναίκες,
κάποτε
ζαρώνουν και ξεψυχάνε...


Σάββατο, Μαΐου 21

Καταλωνία 1937: ταξίδι στο χρόνο (στον ισπανικό εμφύλιο) παρέα με τον Τάκη (Β’)

Στα γραφεία του Κομιτάτου, στην Αλκουμπιέρ, παραλάβαμε τον οπλισμό μας.
Οι εξωτερικοί τοίχοι, που είχαν εκτελεστεί κάμποσοι φασίστες, ήταν σκαμμένοι με σειρές από σφαίρες!
Η αλήθεια είναι πως έγιναν πολλά φονικά κείνον το καιρό. Αλλά ήταν μεγάλο ψέμα αυτό που γράφαν οι δεξιές εφημερίδες της Αγγλίας, πως, δήθεν, σταυρώναμε καλόγριες...
Εγώ παρέλαβα ένα γερμανικό Μάουζερ του 1896. Ήταν σκουριασμένο, το κλείστρο δεν άνοιγε κι ο ξύλινος υποφυλακτήρας σπασμένος.
Κοίταξα μια γύρα δίπλα μου κι απελπίστηκα.
Μου φάνηκε τραγικό που οι υπερασπιστές της Δημοκρατίας ήταν ένας άθλια εξοπλισμένος όχλος από κουρελιάρικα παιδάκια!
Ο Τάκης, αντίθετα, φαινόταν ενθουσιασμένος.
Άρχισε να φωνάζει «Βίβα γκρέτσια ντεμοκράτσια», «Φασίστες μαρικόνες» κι άλλα ... ηρωικά.
Υποτίθεται πως ήταν ιαχές πολεμικές κι απειλητικές. Αλλά απ’ το στόμα του Τάκη ακούστηκαν σα νανούρισμα μικρών γατιών!
Μετά από δέκα μέρες συνειδητοποιήσαμε πως στα χαρακώματα είναι απαραίτητα πέντε πραγματάκια: ξύλα για φωτιά, φαγητό, καπνός για τσιγάρα, κεριά κι ένας εχθρός! Μ’ αυτή ακριβώς τη σειρά...
Εκτός απ’ την παγωνιά και τις σφαίρες των Φασιστών που σφύριζαν πάνω απ’ τα κεφάλια μας, είχα και τον μπελά του Τάκη.
Έβλεπε τον πόλεμο σαν παιχνιδάκι! Ήταν η «ακρόπολη της ανευθυνότητας».
Τη δεύτερη κι όλας μέρα, έτσι για πλάκα, πέταξε μια χειροβομβίδα στη φωτιά που μαγειρεύαμε!
Προχθές είπα να τον φωτογραφήσω πίσω από ένα πολυβόλο.
«Μην πυροβολήσεις», του είπα χαμογελώντας.
«Ω, όχι, δεν θα πυροβολήσω», μου απάντησε.
Την επόμενη στιγμή ακούστηκε ένας φοβερός θόρυβος και μια ροπή πέρασε ξυστά στο μάγουλό μου, που καψαλίστηκε απ’ τους κόκκους της μπαρούτης!
Ένας Θεός μόνο ξέρει πόσες φορές η ασχετοσύνη του στη σκοποβολή μού έσωσε τη ζωή...
(συνεχίζεται)

Πέμπτη, Μαΐου 19

Βαρκελώνα 1936: ταξίδι στο χρόνο αγκαλιά με την Αθανασία και κολλητό τον Τάκη! ― Α’ (γκάστρωμα στα οδοφράγματα)

Ταξιδέψαμε μαζί ως την Βαρκελώνα.
Ο Τάκης ήταν ακόμα ένα άγουρο δεκαεξάχρονο, με πυρόξανθα μαλλιά και δυνατούς ώμους.
Το πρόσωπό του ήταν αυτό που θα περίμενες να βρεις σ’ έναν αναρχικό, αλλά θα μπορούσε να ήταν και κομμουνιστής.
Είχε ειλικρίνεια κι αγριάδα, κι εκείνο το συγκινητικό δέος που ένιωθε απέναντί μου...
Πριν πάμε στη «Στρατώνα του Λένιν» για κατάταξη στην Πολιτοφυλακή κάναμε μια μεγάλη βόλτα στην πόλη.
Όλα τα κτίρια τα είχαν επιτάξει οι επαναστάτες. Σε καθένα κυμάτιζε η κόκκινη σημαία των κομμουνιστών ή η μαυροκόκκινη των αναρχικών. Σε κάθε τοίχο ήταν ζωγραφισμένο το σφυροδρέπανο και τα αρχικά των επαναστατικών κομμάτων.
Τα μεγάφωνα στους δρόμους μετέδιδαν όλη μέρα αγωνιστικά τραγούδια. Παντού γύρω μας βλέπουμε ανθρώπους μ’ εργατικά ρούχα, μπλε φόρμες δουλειάς, στολές της Πολιτοφυλακής...
Εύκολα αναγνώριζες μια κατάσταση πραγμάτων που σίγουρα άξιζε να πολεμήσεις γι’ αυτήν.
Σχεδόν όλες οι εκκλησίες είχαν καταστραφεί και οι εικόνες είχαν καεί! Περνώντας έξω από μία, ο Τάκης μπήκε για λίγο μέσα, απογκρέμισε ένα χώρισμα και σούφρωσε κι ένα ασημένιο δισκοπότηρο ο μιαρός...
Στη Στρατώνα ανταμώσαμε κάμποσους ακόμα νεοσύλλεκτους. Ήταν σχεδόν όλοι κάτω των 18, γεμάτοι επαναστατική φλόγα αλλά τελείως ανίδεοι από πόλεμο. Πειθαρχία ούτε για δείγμα...
Σε λίγες μέρες διαπιστώσαμε πως δεν υπήρχαν ούτε καν όπλα! Τη στρατιωτική βοήθεια των Σοβιετικών διαχειριζόταν οι κομμουνιστές, γι’ αυτό και έστελναν λίγα εφόδια στη Βαρκελώνα και στην Καταλάνια των Αναρχικών...
Ήμουν πολύ έμπειρος στα πολεμικά. Άλλωστε είχα πολεμήσει στη Μάχη της Κρήτης, στο Εσκί Σεχίρ, στην Οδησσό, στο Χάνι της Γραβιάς και στη ναυμαχία της Μυκάλης!
Κι ήξερα πως κάθε στρατιώτης πρέπει να ξέρει τα βασικά: απόκρυψη, παραλλαγή, κίνηση σε ακάλυπτο χώρο, πώς να στήνει σκοπιές, πώς να σκάβει ορύγματα και να χειρίζεται τα όπλα.
Εδώ, όσες μέρες μας εκπαίδευσαν, το μόνο που μάθαμε ήταν να πετάμε χειροβομβίδες FAI (απ’ τ’ αρχικά του κόμματος των Αναρχικών που πρώτοι τις κατασκεύασαν στην αρχή του πολέμου).
Αντί για ασφάλεια είχαν ένα κομμάτι λευκοπλάστ. Έκοβες την ταινία και την πετούσες όσο πιο γρήγορα μπορούσες...
Τις χειροβομβίδες αυτές τις λέγαμε και «αμερόληπτες»! Γιατί σκότωναν και τους εχθρούς κι αυτόν που τις πετούσε.
Στα τέλη Δεκέμβρη ήρθε το τραίνο που θα μας κουβάλαγε στο μέτωπο.
Η αποβάθρα γέμισε γυναίκες που αποχαιρετούσαν άντρες, αδέλφια, παιδιά...
Απ’ το πουθενά εμφανίστηκε η Αθανασία! Κρατούσε μια καινούργια φυσιγγιοθήκη που την έσφιξε (με ερωτική έξαψη) στο σώμα του Τάκη.
Ήταν σε κατάσταση προχωρημένης εγκυμοσύνης.
Είχε πολεμήσει ηρωικά στις μάχες του Ιούλη.
Και φαίνεται πως γκαστρώθηκε σε κάποιο οδόφραγμα από έναν παρτιζάνο που ούτε γνώρισε ούτε αγάπησε ούτε τον γούσταρε...
(συνεχίζεται;)
Ακολουθεί ο ύμνος της ... άτακτης Αθανασίας.

Δευτέρα, Μαΐου 16

Τα γκομενικά ζόρια μιας ώριμης γυναίκας! Γ' (Απ' το κρυφό ημερολόγιο της Αλήτισσας)

Είμαι 40 χρονών καραγαϊδάρα και γουστάρω τους άντρες λοβοτομικά, πέρα απ’ το ότι είναι καραμαλάκες!
Με ξετρελαίνουν οι «καμένοι» και «κακοί» τύποι, κι ας μην είναι για πολλά...
Δεν πάω καθόλου τις ψωνάρες και τους άντρες που ξυρίζουν το κορμί τους! Τζίζες... Μπρρρρ... ειδικά αυτή η ξυρισμένη γαμπούλα... μπλιάχ. Έρχεται καλοκαίρι και πάλι τα ματάκια μου θ’ αντικρίσουν την απόλυτη φρίκη...
Καλό μου ημερολογιάκι, σου εμπιστεύομαι πως είμαι καψούρα με ένα τυπάκι όλα τα λεφτά λουλούδια!
Ψαγμένος μουσικά, σαν κι εμένα, στο κρεβάτι χαμός, το «καμένο» άκυρο, χιούμορ γαμάτο, ματάρες και χειλάρες! Φιλιόμαστε και γίνεται της χημείας το κάγκελο!
Αλλά είναι πολύ γκομενιάρης, γαμώ το φελέκι μου, και μ’ έχει κλάσει κανονικά!
Εξαφανιζόλ, ο τύπος.
Στάνταρ έχει βρει γκόμενα!
Αλλά, λέω, δε γαμιέσαι ρε τέντι-μπόυ που θα σκάσω. Χέστηκα. Ποιος είσαι στην τελική; Ο Ασκαρούλης;
Το ερχόμενο σ/κ θ’ απλώσω την κορμάρα μου στην Αμμουδάρα, θ’ αγναντεύω τη θάλασσα, θα καπνίζω μπάφους και θα παρακολουθώ τα γερμανάκια να τρέχουν στις ντουζιέρες να τον παίξουν για πάρτι μου...

Κυριακή, Μαΐου 15

Κορίτσια, να θυμάστε πως οι άντρες μένουμε πάντα μωρά!

... Οπότε, θα σας φανεί χρήσιμο να ξέρετε σε ποιες κατηγορίες διακρίνονται οι άντρες... σόρυ, τα μωρά ήθελα να πω!
- Μωρά «μπαρακούντα»: αυτά περνάνε κατευθείαν στο ψητό χωρίς προλόγους και εισαγωγές! Βουτάν το βυζί και θηλάζουν λαίμαργα για κάνα δεκαπεντάλεπτο. Συνήθως ο ενθουσιασμός τους υποχωρεί όσο περνάει η ώρα...
- «Ενθουσιώδη-αναποτελεσματικά» μωρά: ξετρελαίνονται στη θέα του βυζιού! Το αρπάζουν μ’ ενθουσιασμό, αλλά μόλις τους ξεφύγει από τα χέρια απογοητεύονται κι αρχίζουν να ουρλιάζουν! Θα πρέπει να τα καθησυχάζετε πριν από κάθε γεύμα...
- «Αναβλητικά» μωρά: δεν μπαίνουν στον κόπο να θηλάσουν πριν κατέβει το γάλα! Παρακινήστε τα ξαπλώνοντάς τα γυμνά στην κοιλιά ή στο στήθος σας...
- «Γκουρμέ» ή «καλοφαγάδηκα» μωρά: πριν αρχίσουν να τρώνε, επιμένουν να παίζουν με τις θηλές σας, να δοκιμάζουν το γάλα και να πλαταγίζουν τη γλωσσίτσα τους! Μην τα πιέζετε να φάνε, γιατί γίνονται έξαλλα κι αρχίζουν τις φωνές. Η καλύτερη λύση είναι η υπομονή...
- Τα «νωθρά» μωρά προτιμούν να θηλάζουν για μερικά λεπτά, ξεκουράζονται για λίγο και αμέσως ξαναρχίζουν. Μερικά αποκοιμιούνται πάνω στο βυζί σας και μόλις ξυπνούν ξαναπιάνουν δουλειά. Αφιερώστε τους περισσότερο χρόνο και φροντίστε να έχετε πιο ευέλικτο πρόγραμμα μαζί τους...

Παρασκευή, Μαΐου 13

Γιούρα 1949: ταξίδι στο χρόνο στην αγκαλιά της Αθανασίας!

Όταν ο Κυβερνητικός Στρατός μπήκε στο Καρπενήσι, ξημερώματα 9 Φλεβάρη του ’49, μας έκανε τσακωτούς να βατευόμαστε σε μια αχυρώνα στα Ρόβλια!
Παρά το ψοφόκρυο, εμείς είμασταν τσίτσιδοι! Μόνο εγώ φορούσα ένα δίκοχο του Δημοκρατικού Στρατού, ενώ η Αθανασία τραγουδούσε το «ο μπέλα τσάου» αλά ρούσκα...
Να μην σας τα πολυλογώ, μας έστειλαν σούμπιτους στη Γιούρα!
Παρένθεση: ο Ρωμαίος ιστορικός Τάκιτος γράφει πως όταν ο αιματοβαμμένος αυτοκράτορας Τιβέριος πήρε την εξουσία, κάποιους απ’ τους αντιπάλους του εκτέλεσε και κάποιους άλλους τους έστειλε εξορία. Οι παρατρεχάμενοι συμβούλοι του πρότειναν να τους στείλει στη Γιούρα.
Αλλά ο Τιβέριος αρνήθηκε με το επιχείρημα πως «έτσι, είναι σα να τους εκτελώ!»...
Μέσα στο καΐκι είχα λυσσάξει.
Ούρλιαζα πως είμαι απλά ένας «συνοδοιπόρος» που βρέθηκε τυχαία στο Δημοκρατικό Στρατό, κυνηγώντας, σα βρομόσκυλο, την περίοδο της Αθανασίας!
«Εγώ τον Παπαντρέα υποστηρίζω», φώναζα, «φέρτε μου αμέσως μια δήλωση να υπογράψω και στείλτε με πίσω στην Αθήνα, την Κυριακή έχει τελικό στο μπασκετάκι»...
Τελικά, εμένα με τοποθέτησαν στον τρίτο ορμό, μαζί με τα στελέχια και τους διανοουμένους. Κι επειδή είμαι θεολόγος με έβαλαν στη σκηνή των παπάδων, παρέα με το συχωρεμένο Λευκαδίτη αγωνιστή παπα-Στάθη Κτενά.
Την Αθανασία, σαν λυσσασμένη κομμουνίστρια, την έστειλαν στον τέταρτο ορμό, «τη Γιούρα της Γιούρας», όπως τον έλεγαν...
Την υποδέχτηκε ο ίδιος ο Ρότζερ Μπρίτζμαν, ο Άγγλος ταγματάρχης που ’χε συλλάβει την ιδέα του στρατοπέδου της Γιούρα. Του ’χε μείνει μια αναπηρία απ’ τον Πρώτο Παγκόσμιο, γι’ αυτό και το παρατσούκλι του ήταν «κουλοχέρης»...
«Θα κουβαλάς πέτρες», της είπε, «μέχρι να ενώσεις τη Γιούρα με τη Σύρο! Είσαι ήδη πεθαμένη και απλά σε ’στειλαν εδώ για να σε θάψουμε!»...
«Α που να φας τη γλώσσα σου, κατσικοπόδαρε... φτου, φτου», έκανε η Αθανασία.
Ο ταγματάρχης την κοίταξε χαιρέκακα... «Ο καλύτερος κομμουνιστής είναι αυτός που βρίσκεται δυο μέτρα κάτω απ’ τη γη», ξανάπε.
Πέρασαν κάμποσοι μήνες, ώσπου ένα πρωί τα μεγάφωνα του στρατοπέδου άρχισαν να μεταδίδουν θριαμβευτικά τη νίκη του Εθνικού Στρατού στο Βίτσι.
Η Αθανασία βρήκε τυχαία στις τουαλέτες ένα απόκομμα εφημερίδας που ’χε πετάξει κάποιος φύλακας. Έγραφε πως ο στρατός του Μάο είχε ελευθερώσει μια περιοχή 50 εκατομμυρίων κατοίκων.
Δεν περίμενε καν να σηκώσει τη φούστα της. Πετάχτηκε έξω κι άρχιζε να φωνάζει: «Τι πανηγυρίζετε ρε; Τούτες τις μέρες ο Κόκκινος Στρατός της Κίνας λευτέρωσε πάνω από πέντε Ελλάδες!».
Ε ρε ξύλο που ’χει να φάει η Άθη μέχρι να ’ρθει ο Πλαστήρας, να κλείσει τη Γιούρα και να τη στείλει μεταγωγή στην Κέρκυρα...
(τέλος)

Τρίτη, Μαΐου 10

Γαύδος 1935: ταξίδι στο χρόνο, στη αγκαλιά της Αθανασίας!

Στα Χανιά αγοράσαμε λίγες προμήθειες κι έναν «Ριζοσπάστη», έδωσα ένα βιαστικό φιλάκι στη Ρένα τη γραφίστρια και πήραμε το λεωφορείο για την Ίμβρο, κάπου στη μέση του νησιού.
Στη συνέχεια περπατήσαμε περίπου τέσσερις ωρίτσες στα Λευκά Όρη μέχρι τα Σφακιά, απ’ όπου με το καϊκάκι, καιρού θέλοντος και αστυνόμου επιτρέποντος, θα περνούσαμε στη Γαύδο...
Σε τούτο το θανατονήσι το κλίμα είναι ανυπόφορο.
Η υγρασία τρομερή κι ο καυτός αέρας απ’ την αφρικανική έρημο είναι γεμάτος άμμο. Γεμίζει τα μάτια, το στόμα, τη μύτη, τα μαλλιά, τα πάντα...
Εδώ μόνο κοριοί, ψύλλοι και κουνούπια αφθονούν! Φαρμακοποιός και γιατρός δεν υπάρχει. Η φυματίωση, ο τύφος και η ελονοσία θερίζουν...
Οι εξόριστοι μας είπαν να μην πλησιάζουμε τις ντόπιες. Η σύφιλη κι η βλεννόρροια είναι πολύ διαδεδομένες σε τούτο το μέρος.
Η ενδογαμία είναι συνηθισμένη και πολλά παιδιά γεννιούνται διανοητικά καθυστερημένα.
Οι μόνιμοι κάτοικοι ζούσαν πρωτόγονα. Σε σπηλιές, κάπως βελτιωμένες με πέτρες και χώματα!
Το μόνο κτίριο στη Γαύδο το έχουν χτίσει οι εξόριστοι με τα χέρια τους...
Εδώ επικρατεί ένα είδος γυναικοκρατίας! Στις γυναίκες ανήκει η γη, αυτές κάνουν κουμάντο και ορισμένες ζουν πολυγαμικά.
Οι άντρες περνούν στην Κρήτη μόνο για να κάνουν κανένα μεροκάματο στο μάζεμα των ελιών...
Η Γαύδος είναι το νησί της Καλυψώς!
Δεν είναι καθόλου τυχαίο πως ο Οδυσσέας έκανε «αμάν και πώς» για να φύγει από δω πέρα! Κι ας είχε στο κρεβάτι του μια Θεά!
Ο Οδυσσέας με τη Θεά του άντεξε επτά χρόνια. Εγώ με την ημίθεη την Αθανασία δεν αντέχω ούτε επτά ώρες!
Δεν βλέπω την ώρα να γυρίσω στην Αθήνα.
Να μπω στο φοιτητικό στέκι αγκαλιά με την Άθη. Όλοι γύρω να με ζηλεύουν και να λένε «κοίτα γκόμενα που έβγαλε ο μαλάκας»!
Η Αθανασία θα με ταΐζει στο στόμα κρεατοσφαιρίδια κι εγώ θα κάνω τον βαρύ.
Επιπλέον θα την πέφτω στην απέναντι σβαρνιάρα!
Η Αθανασία θα ζηλεύει αλλά θα το κρύβει.
Με αφήνει να γοητεύσω τη σβαρνιάρα και να της παίξω τα βυζιά στις τουαλέτες.
Δεν φωνάζει ούτε μου ρίχνει το κρασί στα μούτρα.
Μόνο σπάζει το ποτήρι στα χέρια της και ματώνεται...
Την αφήνω και φεύγω! Πέφτω για ύπνο...
Η Αθανασία έρχεται ξημερώματα μεθυσμένη.
Πριν κάνει εμετό και ξεραθεί δίπλα μου, προφταίνει να πει πως κι αυτή τη φορά θα μείνει μαζί μου επειδή δεν θα βρει τέτοιον άντρακλα, τέτοιο μυαλό και τέτοια ζωή!
Κοιμόμαστε...

Κυριακή, Μαΐου 8

Ανάφη 1935, ταξίδι στο χρόνο αγκαλιά με την Αθανασία ― Δ’ (συζητώντας για έρωτα και σεξ με τους εξόριστους κομμουνιστές)

Την τελευταία μέρα πριν φύγουμε απ’ την Ανάφη ήμουν αποφασισμένος να κάμω σαματά! Ακόμα δεν είχα χωνέψει που με χώρισαν απ’ την Αθανασία. Γι’ αυτό, στην πρωινή Γενική Συνέλευση της κολεκτίβας έθεσα ευθέως το θέμα των σχέσεων των δυο φύλων.
Η Αθανασία, που μέχρι τότε δεν συμμετείχε σε ιδεολογικές και πολιτικές συζητήσεις, ζήτησε και πήρα πρώτη το λόγο.
«Εμείς οι γυναίκες», είπε, «δεν τρελαινόμαστε για σεξ!»
Όπατης Αθανασία! Δεν μας τα ματάπες αυτά! Για συνέχα...
«Στο καπιταλιστικό σύστημα που ζούμε, και με δεδομένη την ανισότητα εις βάρος των γυναικών, αναγκαζόμαστε ν’ ανοίγουμε τα πόδια μας για να εξασφαλίσουμε, ως αντάλλαγμα, την οικονομική και κοινωνική ασφάλεια και άνεση που μας προσφέρει μια σχέση ή ένας καλός γάμος. Εδώ, όμως, στην κολεκτίβα, που είμαστε όλοι ίσοι μεταξύ μας και όλα τα βασικά αγαθά είναι κοινά και εξασφαλισμένα, από δω παν κι οι άλλοι! Κατεβάζουμε ρολά, κι έχουμε την ησυχία μας...»
Παιδιά, πάει αυτή, λάλησε!
Ρε μπας κι είχε δίκιο ο Τάκης (φίλε, σόρυ που σε «δίνω»), που έλεγε πως πίσω απ’ την ομορφιά αυτής της κοπέλας κρύβεται μια ανίκητη κουταμάρα;
Τώρα εξηγούνται όλα! Είναι μια κουτή! Γι’ αυτό και με διάλεξε για γκόμενο. Επειδή δεν είχε την ικανότητα της διακρίσεως και την αδάμαστη γυναικεία διαίσθηση...
Ευτυχώς, οι άλλοι σύντροφοι δεν έδωσαν και πολύ σημασία στις απόψεις της. Αυτοί ζούσαν στην καρακοσμάρα τους.
Ο καθοδηγητής σηκώθηκε όρθιος και με ύφος σοβαρό άρχισε να αγορεύει:
«Εγώ, σύντροφοι, θεωρώ τον ελεύθερο έρωτα αντικομμουνιστική εκδήλωση! Ο ελεύθερος έρωτας είναι το βασίλειο της πορνείας των μπουρζουάδων. Τι αξία έχει η σεξουαλική απελευθέρωση χωρίς την οικονομική απελευθέρωση; Γι’ αυτό και λέω πως ο ελεύθερος έρωτας είναι η προέκταση των μπουρζουάδικων μπορδέλων. Κι αυτά δεν είναι δικά μου λόγια σύντροφοι. Είναι λόγια του μεγάλου μας Λένιν! Η αυθεντική αγάπη είναι δυνατή μόνο μέσα στο γάμο! Αλλά αυτή μπορούν να τη ζήσουν σήμερα μόνο οι προλετάριοι της Ρωσίας! Σε μας, που ’χουμε να αντιπαλέψουμε τον φασιστικό καπιταλισμό, και ο γάμος είναι μια αντικομματική ενέργεια! Γιατί, αργά ή γρήγορα, ο αγωνιστής θα βρεθεί μπροστά στο μεγάλο δίλημμα. Θα κληθεί να επιλέξει ανάμεσα στη γυναίκα και στο κόμμα. Κατά συνέπεια, κανείς κομμουνιστής δεν πρέπει να παντρεύεται!»
Η συζήτηση άρχισε ν’ ανάβει.
Δαγκώθηκα για να μην θίξω το θέμα-ταμπού των κομμουνιστικών συνάξεων: την ομοφυλοφιλία στο αντάρτικο, στις φυλακές, στους τόπους εξορίας...
Η βιβλική μορφή της ... «οπισθογεμούς ανταρτόπουστας» σκίαζε τις παράνομες οργανώσεις του Κόμματος!
Όμως, το ατμόπλοιο που θα μας πήγαινε στην Κρήτη πλησίαζε στο νησί. Έπρεπε να βιαστούμε...
Αντιπροσωπεία των συντρόφων μάς συνόδεψε μέχρι το λιμανάκι.
Η Αθανασία, συγκινημένη, τους αποχαιρετούσε αγωνιστικά. Ύψωσε την αριστερή γροθιά της και φώναξε «Εμπρός αντιφασίστες!»
«Εμπρός!», απάντησαν κι εκείνοι, με όση δύναμη είχε απομείνει στα ταλαιπωρημένα τους πνευμόνια...
Ανεβασμένοι, τώρα, στο κατάστρωμα, αρχίσαμε να τραγουδάμε αγκαλιά τον «ύμνο του Δημητρώφ».
Απ’ την παραλία, οι σύντροφοι μας απάντησαν με «το τραγούδι των δραπετών της Αίγινας»...
(η συνέχεια στη «Γαύδο, το νησί του θανάτου»)

Πέμπτη, Μαΐου 5

Ανάφη 1935: ταξίδι στο χρόνο αγκαλιά με την Αθανασία ― Γ’ (Πώς θα ’ταν η ζωή μας χωρίς το Μνημόνιο)

Αν εξαιρέσεις τους ψύλλους που μας ρούφηξαν το αίμα, το πρώτο 24ωρο στην κολεκτίβα της Ανάφης ήταν υπέροχο!
Είχαμε ένα ποτήρι για τρία άτομα, μια πετσέτα ο κάθε θάλαμος, οι πόρτες δεν έκλειναν γιατί το ξύλο είχε σκεβρώσει και τα μεντεσέδια σκούριασαν.
Αντιστοιχούσε στον καθένα μας μισή κουταλιά ζάχαρη το διήμερο, ενώ αβγό ή γάλα έπρεπε να ’σαι άρρωστος του θανατά για να τα δοκιμάσεις...
Αλλά, κατά τα άλλα, ήμασταν αυτάρκεις και περήφανοι! Στο διάλολο να πάνε και τα Μνημόνια και τα ΔουΝουΤιά!
Μόνο το ψωμί ήταν μπόλικο εδώ. Αγοράζαμε το στάρι χονδρικής, τ’ αλέθαμε μόνοι μας στους ανεμόμυλους και το ψήναμε. Όταν μπαγιάτευε, το τεμαχίζαμε, το ξαναψήναμε και το κάναμε παξιμάδι για το τσάι μας.
Το ψωμί το συνοδεύαμε μ’ εκλεκτά εδέσματα: φασόλια, φασολάκια, φασολάδα, μπιζέλια, φακές και λίγες ελιές!
Για να δούμε κρέας πρέπει κάποιο δόλιο αμνοερίφιο να γκρεμοτσακιστεί σε καμιά σάρα.
Κρασί και καφές δεν υπήρχαν, το λάδι με το σταγονόμετρο, ενώ τα τσιγάρα μοιράζονταν με αυστηρότητα: δύο τη μέρα και μόνο στους καπνιστές...
Όλοι ήμασταν ίσοι! Αργίες και σχόλες δεν υπήρχαν. Ο καθένας αναλάμβανε συγκεκριμένο έργο.
Η Αθανασία τοποθετήθηκε στο μαγέρικο.
Ξύπναγε πρώτη κάθε μέρα κι ετοίμαζε το πρωινό: ψωμί με τσάι και λίγους κόκκους ζάχαρης...
Στο μεσημεριανό χώριζε τις μερίδες με ακρίβεια εισαγγελέα του Αρείου Πάγου! Η σούπα σε όλα τα πιάτα βρίσκονταν ακριβώς στο ίδιο επίπεδο!
Εμένα με είδαν λίγο ... αχαμνό, και μου ανέθεσαν τη μεταφορά του νερού απ’ το πηγάδι και του σταριού απ’ τον ανεμόμυλο. Είχα στη διάθεσή μου και τρία γαϊδουράκια: τον Χίτλερ, τον Μουσολίνι και τον Γκέρινγκ!
Απ’ την πρώτη μέρα ο Γκέρινγκ με πήρε με κακό μάτι. Κάποια στιγμή το παλιογόμαρο μουλάρωσε και του ’ριξα μια δυνατή καμουτσκιά στα καπούλια.
Με είδε, όμως, ο καθοδηγητής και μου έκανε παρατήρηση: «Τα ζώα δεν πρέπει να τα χτυπάμε σύντροφε, κι ας τα λένε και Γκέρινγκ!».
Σκέφτηκα να του αλλάξω όνομα. Να το λέω «Τρότσκι», μπας κι ο καθοδηγητής κάνει τα στραβά μάτια και βρω την ευκαιρία να το ρημάξω στο ξύλο το κτήνος!
Άλλωστε απ’ τη γαϊδουρόφατσά του έδειχνε διπρόσωπο, ύπουλο, έκφυλο και ηθικά πωρωμένο στοιχείο! Επεδείκνυε στάση ύποπτη και προδοτική...
(συνεχίζεται)

Τρίτη, Μαΐου 3

Ανάφη 1935: ταξίδι στο χρόνο αγκαλιά με την Αθανασία ― B’ (Πώς θα ’ταν η ζωή μας χωρίς το Μνημόνιο)

Το πρώτο που φτιάχνουν οι Έλληνες κομμουνιστές μόλις βρεθούν στη φυλακή ή στην εξορία είναι «Ομάδα Συμβίωσης»!
Χάρι στην εμπειρία τους ξέρουν καλά πόσο σημαντική είναι η οργάνωση.
Μόλις φτάσαμε στην κολεκτίβα της Ανάφης, μας υποδέχτηκε μια τεράστια επιγραφή: «Ενωμένοι αντέχουμε, διχασμένοι καταρρέουμε»!
Το κράτος έδινε στον καθένα τους 10 δραχμές τη μέρα. Άλλες 5 τους έστελνε η «Εργατική Αλληλεγγύη» του ΚΚΕ.
Με τα λεφτά αυτά έπρεπε να βρουν κατάλυμα, τροφή, ρούχα! Ήταν πρακτικά αδύνατο να ζήσουν χωρίς κοινό ταμείο.
Οι «ποινικοί», που δεν ήταν μαθημένοι στην πειθαρχία και στην κοινοκτημοσύνη, πέθαιναν σαν το σκυλί στ’ αμπέλι.
Τις προάλλες, κάποιος από δαύτους, είχε ξεθάψει ένα ψοφίμι για να φάει λίγο κρέας...
Η Κολεκτίβα της Ανάφης αποτελούνταν από πέντε οικήματα που τα ’χαν νοικιάσει οι εξόριστοι. Κτίρια γυμνά και παγωμένα. Το μοναδικό τζάκι ήταν στο «σαλόνι υποδοχής», στο «σπίτι του Ένγκελς», όπως το έλεγαν.
Κάθε δωμάτιο στην κολεκτίβα είχε, εκτός απ’ το σφυροδρέπανο, και τ’ όνομα κάποιου διάσημου κομμουνιστή επαναστάτη!
Οι άντρες κοιμόμασταν χώρια απ’ τις γυναίκες. Αναγκαστικά θα στερηθώ τη ζεστασιά του κορμιού της Αθανασίας...
Εγώ τοποθετήθηκα στο «Θάλαμο Δημητρώφ» κι εκείνη στο «σπίτι της Κλάρα Τσέτκιν».
Δεν μου άρεσε καθόλου που μας χώρισαν. Η Αθανασία, όμως, δεν έδειχνε να πολυσκάει! «Με τόσο κρύο που έχει εδώ Ασκαρούλη, δεν πρόκειται να σου κάνει κου-κου! Το ίδιο δεν λέγαμε και το 1949 στο Βίτσι;».
Είχα τόση τσαντίλα που ούτε καν σκέφτηκα να τη ρωτήσω πώς ξέρει τι έγινε το ’49 αφού είμαστε ακόμα στο ’35!
Έπρεπε να το πάρω απόφαση. Μέχρι να φύγω απ’ αυτόν τον διαολότοπο δεν πρόκειται να ξαναχουφτώσω τα βυζάκια της Αθανασίας! Αλήθεια, έτσι θα ήταν η ζωή μας χωρίς το Μνημόνιο;
Θεώρησα υπεύθυνα τα κομμούνια της κολεκτίβας. Γι’ αυτό, όταν μας πρόσφεραν καυτό τσάι, και μόλις τα γυαλιά μου ξεθόλωσαν απ’ τον ατμό, θέλησα να τους τη σπάσω.
Τους είπα πως είμαι οπαδός του Βενιζέλου, θαυμάζω το δυναμισμό του Πάγκαλου, εκτιμώ την εντιμότητα του Πλαστήρα και πως ο Σοφούλης ήταν ο πιο κατάλληλος να ηγηθεί του Αντιφασιστικού Μετώπου.
Δεν έδειξαν να τσαντίζονται.
Απ’ ότι κατάλαβα, άλλο ήταν το δικό τους κόλλημα: οι Τροτσκιστές!
Μόλις πέταξα τη λέξη «αρχειομαρξιστές», εκεί πράγματι φούντωσαν.
«Αυτοί δεν είναι ιδεολόγοι», μου είπαν. «Είναι λούπεν τραμπούκοι, γκάγκστερ προβοκάτορες και το μόνο που θέλουν είναι να διαλύουν, με τη βοήθεια της Ασφάλειας, τις συγκεντρώσεις του Κομμουνιστικού Κόμματος»...

(συνεχίζεται)