Στην Γκρεμπαβίτσα τα πράγματα πήγαιναν απ' το κακό στο χειρότερο. Η Διοίκηση αποφάσισε να μετατεθούν οι γυναίκες της φρουράς σε ασφαλέστερο τομέα ... στην Μπάνια Λούκα.
Η Τάμαρα σε λίγες μέρες θα έφευγε. Την επισκέφθηκε στο μικρό της γραφείο και τον κέρασε ζεστό καφέ. Τον κοίταζε μ' εκείνα τα υπέροχα μάτια αλλά εκείνος σκέφτονταν πως σε λίγες μέρες θα την έχανε για πάντα...
Λίγο πριν φύγει έσκυψε και τη φίλησε. Τα χείλη της ήταν απαλά σαν μετάξι. Η κοπέλα δεν έδειξε ν' ανταποκρίνεται αλλά ούτε και ν' αποφεύγει το φιλί του...
Το βράδυ εκείνο δεν τον κολλούσε ύπνος. Κοίταζε με απλανές βλέμα τη σκοτεινή πλαγιά του βουνού. Η πόρτα ξαφνικά χτύπησε. Μπροστά του στάθηκε η Τάμαρα χαμογελώντας. Μια πανέμορφη Τάμαρα σαν οπτασία στο σκοτάδι.
"Νόμιζα πως δεν θα σε ξανάβλεπα" της είπε...
"Σου έφερα κάτι ... ένα δώρο για να με θυμάσαι ... είναι μια μπλούζα πλεγμένη από μένα!"
"Είναι πολύ όμορφη ... μα δεν μπορώ να στο ανταποδώσω!"
"Δεν χρειάζεται ..."
"Τάμα ... δεν θέλω να χαθούμε .... να σου αφήσω τη διεύθυνσή μου στην Ελλάδα ... ίσως έρθεις κάποια στιγμή ..."
"Όχι ... δεν θέλω να πιστεύω σε κάτι τόσο όμορφο που είναι τόσο δύσκολο να γίνει!"
Την έπιασε από τους ώμους ακουμπώντας το μέτωπό του στο δικό της. Κανείς τους δεν μιλούσε. Μόνο οι ανάσες τους ακούγονταν πλέον.
Τα κορμιά τους τρεμούλιασαν και τα χείλη μισάνοιξαν. Το αγκάλιασμα έγινε παράφορο ... απελπισμένο. Τα ρούχα τους πετάχτηκαν βιαστικά στο σκοτάδι. Ένιωσαν να χάνονται ... να σβήνουν σε μια δίνη πέρα απ' τον κόσμο των αισθήσεων ... δεν τους ένοιαζε τίποτε πλέον!
Ο ήχος των πολυβόλων και των μακρινών εκρήξεων έδεναν με τις ερωτικές φωνές τους για να τονώσουν τη μοναδικότητα των στιγμών, το ανεπανάληπτο της νύχτας εκείνης...
Ήταν μια νύχτα θανάτου ... μια νύχτα έρωτα ... γιατί έρωτας και θάνατος συνυπάρχουν!
Έμειναν αρκετή ώρα αγκαλιασμένοι ώσπου ηρέμησαν τελείως ... Η Τάμαρα σηκώθηκε και ντύθηκε βιαστικά. Το λυγερό γυμνό κορμί της ξεχώριζε στο μισοσκόταδο...
Αντίο Τάμαρα ... ό,τι και να γίνει από δω και πέρα να ξέρεις πως ο κόσμος θα είναι πιο όμορφος για μένα!