Μικρός είχε ερωτευτεί το κοριτσάκι με τα σπίρτα από τα παραμύθια του Άντερσεν! Κάθε βράδυ τραβιόταν σε μια γωνιά του κρεβατιού του κι άφηνε χώρο για το κοριτσάκι, να έλθει να ζεσταθεί και να μην πεθάνει …
… Εκείνο το μεσημέρι έγινε κάτι το παράξενο. Την ώρα που πήγαινε για φαγητό διέκρινε από μακριά μία γυναικεία φιγούρα βγαλμένη κατευθείαν από τα παιδικά όνειρά του!
Έλαμπε ολόκληρη. Είχε κάτι σαν φως … σαν μια ενσαρκωμένη πνοή! Όταν πέρασε κοντά της μύριζε σαν πηγή στο δάσος…
Όταν του μιλούσε είχε την εντύπωση πως περπατούσε μόνη στις παγωμένες λίμνες της χώρας της. Και ήθελε να προλάβει το κακό. Να την πάρει στην αγκαλιά του, να τη ζεστάνει, να γίνει καλοκαίρι…
Με τις άλλες γυναίκες ήθελε τον έρωτά τους! Μ’ αυτήν ήθελε τον κόσμο της! Να χωθεί μέσα του και να χαθεί … δεν τον ένοιαζαν οι συνέπειες …
… Την είχε εντυπωσιάσει η καταγωγή του! Στο μπερδεμένο μυαλό της φάνταζε σαν ένας αρχαιοελληνικός Θεός που το σκασε από κάποιο μουσείο κι ήρθε μέσα στην παγωνιά της ζωής της να τη ζεστάνει με τον αιγαιοπελαγίτικο ήλιο του …
Εκείνη τη νύχτα χάθηκε σ’ άλλους κόσμους και σ’ άλλες εποχές που δεν ήξερε ότι υπήρχαν! Ήταν σαν όλο το φως του φεγγαριού να είχε μπει μέσα στην κάμαρά της και να φώτιζε κάθε γωνιά της!
Όταν βρέθηκαν εκεί αγκαλιασμένοι, το χάδι της ήταν ένα επίμονο σιγανό αεράκι που έπαιρνε τη ζωή του και την στριφογύριζε! Στον οργασμό έζησαν την έκρηξη του σύμπαντος και ταξίδεψαν μαζί σε καινούργιους πλανήτες…
Τα χαράματα του είπε: «Αν ποτέ μ’ αφήσεις θα πεθάνω! Έχεις το κορμί ενός Θεού … το δικό σου είναι καλύτερο, γιατί μπορεί κανείς να τ’ αγγίξει και να πάρει τη ζέστη του κι από κει να ξαναγεννηθεί. Ο έρωτάς σου μ’ έκανε να πιστέψω στην ανάσταση των κορμιών μετά το θάνατο. Είσαι αυτό που περίμενα και νόμιζα πως δεν θά ρθει ποτέ! Αν πεθάνω τώρα θα ξέρω γιατί άξιζε να ζήσω. Μόνο για να σε γνωρίσω … Αν φύγεις θα πάρεις μαζί σου και τη ζωή μου!».
Την τελευταία φράση την άκουσε κατεβαίνοντας τρέχοντας τα σκαλιά της ισιάζοντας στην πλάτη του το σακίδιο. Έπρεπε να βιαστεί … σε μια ώρα το καράβι του έφευγε για Οπόρτο…
Την ξαναθυμήθηκε το επόμενο βράδυ! Τότε που έγινε … πίτα στο χασίσι!
… Εκείνο το μεσημέρι έγινε κάτι το παράξενο. Την ώρα που πήγαινε για φαγητό διέκρινε από μακριά μία γυναικεία φιγούρα βγαλμένη κατευθείαν από τα παιδικά όνειρά του!
Έλαμπε ολόκληρη. Είχε κάτι σαν φως … σαν μια ενσαρκωμένη πνοή! Όταν πέρασε κοντά της μύριζε σαν πηγή στο δάσος…
Όταν του μιλούσε είχε την εντύπωση πως περπατούσε μόνη στις παγωμένες λίμνες της χώρας της. Και ήθελε να προλάβει το κακό. Να την πάρει στην αγκαλιά του, να τη ζεστάνει, να γίνει καλοκαίρι…
Με τις άλλες γυναίκες ήθελε τον έρωτά τους! Μ’ αυτήν ήθελε τον κόσμο της! Να χωθεί μέσα του και να χαθεί … δεν τον ένοιαζαν οι συνέπειες …
… Την είχε εντυπωσιάσει η καταγωγή του! Στο μπερδεμένο μυαλό της φάνταζε σαν ένας αρχαιοελληνικός Θεός που το σκασε από κάποιο μουσείο κι ήρθε μέσα στην παγωνιά της ζωής της να τη ζεστάνει με τον αιγαιοπελαγίτικο ήλιο του …
Εκείνη τη νύχτα χάθηκε σ’ άλλους κόσμους και σ’ άλλες εποχές που δεν ήξερε ότι υπήρχαν! Ήταν σαν όλο το φως του φεγγαριού να είχε μπει μέσα στην κάμαρά της και να φώτιζε κάθε γωνιά της!
Όταν βρέθηκαν εκεί αγκαλιασμένοι, το χάδι της ήταν ένα επίμονο σιγανό αεράκι που έπαιρνε τη ζωή του και την στριφογύριζε! Στον οργασμό έζησαν την έκρηξη του σύμπαντος και ταξίδεψαν μαζί σε καινούργιους πλανήτες…
Τα χαράματα του είπε: «Αν ποτέ μ’ αφήσεις θα πεθάνω! Έχεις το κορμί ενός Θεού … το δικό σου είναι καλύτερο, γιατί μπορεί κανείς να τ’ αγγίξει και να πάρει τη ζέστη του κι από κει να ξαναγεννηθεί. Ο έρωτάς σου μ’ έκανε να πιστέψω στην ανάσταση των κορμιών μετά το θάνατο. Είσαι αυτό που περίμενα και νόμιζα πως δεν θά ρθει ποτέ! Αν πεθάνω τώρα θα ξέρω γιατί άξιζε να ζήσω. Μόνο για να σε γνωρίσω … Αν φύγεις θα πάρεις μαζί σου και τη ζωή μου!».
Την τελευταία φράση την άκουσε κατεβαίνοντας τρέχοντας τα σκαλιά της ισιάζοντας στην πλάτη του το σακίδιο. Έπρεπε να βιαστεί … σε μια ώρα το καράβι του έφευγε για Οπόρτο…
Την ξαναθυμήθηκε το επόμενο βράδυ! Τότε που έγινε … πίτα στο χασίσι!