Τετάρτη, Δεκεμβρίου 28

Το «πρόσωπο» της χρονιάς!

Ασυζητητί το ευρώ!
Αυτό το νόμισμα που μπήκε εντελώς ξαφνικά και απρογραμμάτιστα στη ζωή μας, χωρίς να υπάρχουν οι προϋποθέσεις και η ανάλογη πολιτική ηγεσία.
Που καταρρέει απ’ τα χρέη, τα ελλείμματα και τις ανισορροπίες των ευρωπαϊκών οικονομιών.
Κι αποτελεί πλέον την πιο επικίνδυνη ωρολογιακή βόμβα στον κόσμο...
Υ.Γ.: το τραγουδάκι το αφιερώνω σε σένα κοριτσάκι, που χθες βράδυ δεν έμπαινες στην πλατεία Αβησσυνίας γιατί σκιαζόσουνα, έλεγες, κι ας ήμουν δίπλα σου κι ας σου έσφιγγα δυνατά το σβέρκο...

Τρίτη, Δεκεμβρίου 27

Λάου-λάου το παγαίνεις να ξαναγενώ εργένης!

Λένε πως τα Χριστούγεννα και η Πρωτοχρονιά είναι γιορτές για τα παιδιά.
Εγώ παιδιά-σκυλιά δεν έχω, ακόμα τουλάχιστον, αλλά καμιά φορά φαντάζομαι τον εαυτό μου μπαμπά...
Βλέπω γύρω τους φίλους μου που ’χουν γιους να τους τρώει η αγωνία μην τυχόν και γίνουν ομοφυλόφιλοι, κομμουνιστές, ρατσιστές, μασόνοι, διάφορα...
Εμένα, αντιθέτως, όσο το βιολογικό μου ρολόι πλησιάζει τα μεσάνυχτα, άλλο σαράκι με τρώει.
Τρέμω την πιο σκληρή κι οδυνηρή απόρριψη που μπορεί ένας πατέρας να βιώσει: τι θα κάνω αν ο γιος μου, κει γύρω στα επτά, σκεφτεί πως ο μπαμπάκας του είναι τρελός και πως ο Θρύλος είναι ομάδα μπανάλ, λαϊκατζούρα ή κατεστημένο;
Και μου ξεφουρνίσει μια ωραία πρωία πως υποστηρίζει το ΑΕΚάκι, το ΠΑΟΚάκι ή το Πανιωνάκι;
(Το άλλο ενδεχόμενο ούτε να το συζητάμε, ντάξ;)
Άραγε θα έχω τη δύναμη να κάνω αυτό που θα έκανε κάθε λογικός πατέρας;
Να αποδεχτώ, δηλαδή, ότι οι μέρες μου στο Καραϊσκάκη έφτασαν στο τέλος τους και πως θα πρέπει να επισκέπτομαι τις διάφορες ξενέρωτες συνοικίες της Αθήνας;
Ήδη νιώθω πολύ παιδί για να υποκύψω στις ιδιοτροπίες ενός παιδιού!
Νομίζω πως βρήκα την πιο πολιτισμένη και φιλελεύθερη λύση!
Θα του εξηγήσω πως σέβομαι απόλυτα τις όποιες επιλογές του, αλλά αν θέλει να δει την ομάδα του θα πρέπει να πάει μόνος του, με δικά του λεφτά και χωρίς τη δική μου βοήθεια!
Αυτό νομίζω πως θα είναι αρκετό για να βάλει τα πράγματα στη θέση τους...

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 26

Επίλογος Χριστουγέννων («Βηθλεεμίτες»!)

Ο Οκταβιανός Αύγουστος έδωσε εντολή να απογραφούν όλοι οι κάτοικοι της αχανούς ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, ο καθένας στον τόπο της γέννησής του.
Κίνησε κι ο Ιωσήφ (που σήμερα τον εορτάζει η Εκκλησία μας) με τη Μαρία να πάνε στη Βηθλεέμ.
Το κοριτσάκι ήταν σε προχωρημένη κατάσταση, με την κοιλιά στο στόμα που λένε, αλλά κανείς δεν τους άνοιγε το σπίτι του να τους φιλοξενήσει για μια βραδιά.
Αν οι τσέπες του Ιωσήφ ήταν γεμάτες χρυσάφι όλοι θα σκοτώνονταν να τον εξυπηρετήσουν...
Δυστυχώς, όμως, οι μάγοι με τα δώρα τους ήρθαν αργότερα κι ο καημένος ο μαραγκός δεν είχε μία.
Ευτυχώς, την παρτίδα την έσωσαν τα γαϊδούρια και τα γελάδια της σπηλιάς!
Το φαντάζεστε να γεννιόταν σήμερα ο Χριστός στην Αθήνα που δεν έχουμε όνους και βοοειδή;
Γιατί τα δίποδα, είμαστε σαν τους Βηθλεεμίτες κι ακόμα χειρότεροι...
Κάπου η Παλαιά Διαθήκη γράφει πως ο Θεός έδωσε εντολή στον Μωυσή να του χτίσει ένα θυσιαστήριο, αλλά με πέτρες όχι πελεκημένες!
Το εδάφιο αυτό προβλημάτισε πολλούς ερμηνευτές.
Κατά την άποψή μας η εξήγηση είναι πολλή απλή: ο Θεός θέλει τους τόπους λατρείας του απλούς, απέριτους και φυσικούς.
Όχι εξεζητημένα αρχιτεκτονήματα, φαραωνικά κτίρια, τίγκα στο χρυσάφι και στη χλιδή...

Κυριακή, Δεκεμβρίου 25

Με κόλασε (πάλι) Χριστουγεννιάτικα ο «τριπλόκαμος όφις»!

Εντάξει, το καταλαβαίνω, οι γυναίκες στις εκκλησίες είναι περισσότερες απ’ τους άντρες, αλλ’ αυτό δεν σημαίνει πως πρέπει και να καταλαμβάνουν το πέταλο των αντρών! Σόρυ, μπερδεύτηκα απ’ το ποδόσφαιρο, το κλίτος των αντρών ήθελα να πω!
Πας το πρωί στην εκκλησία γεμάτος κατάνυξη και ιερό ζήλο, πιάνεις το στασιδάκι σου, πας να κάνεις μια μετάνοια και πέφτεις στις αγαλμάτινες γάμπες της κυρίας με το διχτυωτό!
Θα μου πεις και τι να κάνουν οι καημένες οι κυρίες.
Όσες έρχονται καθυστερημένα, να κάτσουν όρθιες στο αριστερό μέρος που τους ανήκει. Όπως στη Ρωσία.
Πέρυσι τα Χριστούγεννα κάποιος φίλος μου είχε πάει στη Μόσχα. Εκεί οι εκκλησίες δεν έχουν καθόλου καθίσματα και η χριστουγεννιάτικη ακολουθία ξεκινάει στις 12 τα μεσάνυχτα και τελειώνει στις 9 το πρωί! Ο καημενούλης έλιωσε σαν το κεράκι απ’ την ορθοστασία!
Δεν ξέρω, αλλ’ αυτό το κακό με τους «τριπλόκαμους όφεις» που έρχονται στην εκκλησία ντυμένες λες και μόλις βγήκαν από σεξ-σοπ, πρέπει να αντιμετωπιστεί ριζικά.
Πριν 1600 χρόνια, ο Άγιος Χρυσόστομος, αρχιεπίσκοπος Κων/πολης, είχε βάλει πλέγμα στο γυναικωνίτη της Αγια-Σοφιάς γιατί ένας νεαρός διάκονος είχε κοιτάξει από μεγάλη απόσταση (τότε οι άνθρωποι είχαν καλύτερη όραση) μια ωραιότατη κυρία και σκανδαλίστηκε...
Υ.Γ. 1: Σαν σήμερα, Χριστούγεννα, πριν πολλά χρόνια, είχα εκκλησιαστεί στο ναό που λειτουργούσε ένας κολλητός μου ιερέας, βράχος ηθικής και ογκόλιθος πίστεως. Τον περιμένα στο τέλος να ξεντυθεί κλπ και φύγαμε μαζί. Δεν είχαμε κάνει ούτε 100 μέτρα και μας προφταίνει μια μεσόκοπη κυρία φωνάζοντας «πάτερ, ελάτε γρήγορα πίσω στο ναό, έγινε μεγάλο θαύμα, ο ... και...»!
Ο δικός μου την κοίταξε με συμπάθεια και της είπε: «κυρία μου, σήμερα έγινε το πιο μεγάλο θαύμα της ιστορίας, ο Θεός γεννήθηκε ως άνθρωπος, κι εσύ μου μιλάς για τόσο ασήμαντα πράγματα;»!
Και συνεχίσαμε το δρόμο μας ατάραχοι...
Υ.Γ.2: Αν ήμουν ιερέας μετά τον ύμνο των Χριστουγέννων θα έβαζα σήμερα το τραγούδι του Τερζή «στα υπόγεια είν’ η θέα»!
Πράγματι, ο Θεός αναπαύεται στα απλά και ταπεινά πράγματα!
Για να γεννηθεί ο Υιός του η ανθρωπότητα του πρόσφερε τη γαστέρα μιας φτωχής, άσημης, αμόρφωτης και ορφανής κοπελίτσας, ενώ η φύση του πρόσφερε μια σκοτεινή και παγωμένη σπηλιά...

Παρασκευή, Δεκεμβρίου 23

Όσιος Νικόλαος «ο από στρατιωτών» (Πώς να σωθούμε απ’ τους «τρίπλοκους όφεις»!

Παραμονή Χριστουγέννων αύριο Σάββατο, και δεν είναι τυχαίο που η Εκκλησία μας γιορτάζει τον συγκεκριμένο Άγιο με το παράξενο βιογραφικό!
Αλλά ας δούμε την ιστορία του συνοπτικά:
Ο Νικόλαος ήταν απλός στρατιώτης του βυζαντινού στρατού και συμμετείχε στην εκστρατεία κατά των Βουλγάρων το 802, στην οποία ηγήθηκε προσωπικά ο τότε αυτοκράτορας Νικηφόρος.
Κατά τη διάρκεια της οδοιπορίας διανυκτέρευσε σε ένα πανδοχείο.
Το βράδυ, αφού δείπνισε και έκανε την προσευχή του έπεσε να κοιμηθεί.
Λίγο μετά τα μεσάνυχτα, η ωραιότατη κόρη του πανδοχέα, τρωθείσα από σατανικό έρωτα, μπούκαρε στο δωμάτιο που κοιμόταν και τον κεντούσε παρακινώντας τον στην αισχρή πράξη!
Ο Άγιος την επιτίμησε με σκληρά λόγια: «Παύσαι, ω γύναι, τον σατανικόν και αθέμιτον έρωτα, μη θελήσεις κι εσύ να μολύνεις την παρθενίαν σου, κι εμέ τον ταλαίπωρον να καταβιβάσεις εις Άδην»!
Τώρα, εύλογα θα αναρωτηθείτε πόσο αφελής ήταν ο άνθρωπος να πιστεύει πως αυτή η μαινάδα ήταν όντως παρθένα. Αλλά έτσι είναι όλοι οι άγιοι, αγαθοί μέχρι αφελείας...
Τρεις φορές την έδιωξε ο Άγιος και τρεις φορές αυτή επέστρεψε δριμύτερη, χωρίς τελικά να δυνηθεί να τον διαφθείρει.
Λίγο πριν το ξημέρωμα ο Νικόλαος είδε σε όραμα όλα όσα θα επακολουθούσαν: τη συντριβή του βυζαντινού στρατού στη μάχη της Κλεισούρας, το θάνατο του Βασιλιά και τη δική του σωτηρία.
Συγκεκριμένα είδε ένα κρεβάτι σε τόπο πράσινο κι ωραίο. Και κάποια φωνή του είπε: «σε αυτή την κλίνη ήταν προορισμένο να πεθάνεις στη μάχη, αλλά σώζεζαι γιατί τη νύχτα τούτη ενίκησες τον τρίπλοκο όφι, δηλαδή τη γυναίκα που τρεις φορές σε πολέμησε παρακινώντας σε στην αισχρή πράξη»...
Κι ερχόμαστε τώρα σε δύο προσωπικά συμπεράσματα:
Πρώτον: πολύ φοβάμαι πως δεν πρόκειται ποτέ ν’ αγιάσω! Για τον απλούστατο λόγο πως δεν μου την πέφτει όχι μόνο κόρη ξενοδόχου αλλά ούτε καν θηλυκό κουνούπι!
Δεύτερον: ας γίνω πιο αισιόδοξος κι ας δω το ποτήρι μισογεμάτο. Κάνω τούτη τη σκέψη: μήπως με αγαπάει πολύ ο Θεός και εισακούει την προσευχή μου «μη εισενέγκης ημάς εις πειρασμόν», γι’ αυτό και δεν επιτρέπει σε κανέναν τρίπλοκο όφι να με κεντρίσει;


Πέμπτη, Δεκεμβρίου 22

Το Άστρο της Βηθλεέμ...

Τα δικά μου, λίγο-πολύ, τα ξέρετε: βρίσκομαι σε μια φάση (και ηλικία) που οι γυναίκες είναι ένα φορτίο που, απ’ τη μια μεριά, δεν μπορώ να κουβαλήσω, κι απ’ την άλλη δεν θα μπορέσω ποτέ να ξεφορτωθώ!
Το ξέρω πως στον κόσμο γύρω μου συμβαίνουν (ή μπορεί να συμβούν) πολύ χειρότερα πράγματα: πλοία βουλιάζουν με εκατοντάδες πνιγμένους, παιδάκια στην Αφρική πεθαίνουν της πείνας, σε λίγους μήνες μπορεί να συμβεί ένα πυρηνικό ολοκαύτωμα, ακόμα κι ο Θρύλος ενδέχεται να χάσει το πρωτάθλημα...
Το ξέρω, όλ’ αυτά είναι πολύ τραγικά, αλλά, ντρέπομαι που το λέω, καθόλου δεν με παρηγορούν ούτε ανακουφίζουν το προβληματάκι που έχω με τις γυναίκες...
Αλλά, μέρες που ’ναι, ας γυρίσω σελίδα, κι ας πάψω να σκέφτομαι μόνο ως άντρας: τι θα φάμε, τι θα πιούμε, τι θα χουφτώσουμε και τι θα κλωτσήσουμε! Κι ας μπω λίγο στο πνεύμα των Χριστουγέννων.
Λοιπόν, ακόμα δεν μπόρεσα να εξηγήσω για ποιο λόγο μπήκε στα Ευαγγέλια ο μύθος του Άστρου της Βηθλεέμ. Το πράγμα «μπάζει» από παντού:
- Η σύνδεση της γέννησης του Χριστού με κάποιο αστρικό φαινόμενο, ουσιαστικά δικαιώνει την αστρολογία και, κατ’ επέκταση, τη μαντεία και τη μαγεία.
- Είναι αδιανόητο η γέννηση του Χριστού να συνδέεται με τη σφαγή χιλιάδων αθώων νηπίων απ’ τον Ηρώδη.
- Παραμένει ανερμήνευτο πώς η υποτιθέμενη αυτή γενοκτονία (γιατί μόνο έτσι μπορεί να χαρακτηριστεί η γενική σφαγή χιλιάδων νηπίων) δεν διασώθηκε από κανέναν ιστορικό, ούτε καν απ’ την εβραϊκή παράδοση.
Παρ’ όλα αυτά, στο άστρο της Βηθλεέμ διακρίνω έναν πολύ ισχυρό συμβολισμό:
Σύμφωνα μα τα Ευαγγέλια, οι τρεις μάγοι ακολουθούν τον δρόμο που τους δείχνει το αστέρι. Αλλά καθώς μπαίνουν στην Ιουδαία το αστέρι εξαφανίζεται. Κι οι μάγοι χάνονται, μένουν μετέωροι, απελπίζονται.
Έτσι συμβαίνει και με μας.
Στην αρχή της πνευματικής μας προσπάθειες τα σημάδια της παρουσίας του Θεού είναι έντονα. Μας δείχνουν σταθερά το δρόμο.
Έρχεται όμως κι η ώρα που πρέπει ν’ απογαλακτισθούμε. Να αποδείξουμε την πνευματική
μας ωριμότητα. Και τότε το «αστέρι» χάνεται απ’ τον ορίζοντά μας. Ο Θεός μοιάζει να κρύβεται. Κι εμείς, χωρίς πυξίδα, βολοδέρνουμε στα άγρια κύματα της αμφιβολίας και της δυσπιστίας...

Τρίτη, Δεκεμβρίου 20

Καλά Χριστούγεννα μ’ ένα καλό βιβλίο!

Τα βιβλία που αγάπησα με βρήκαν τυχαία.
Συνήθως σ’ έναν περίπατο, σε κάποιον πάγκο με προσφορές, φτηνιάρικα, τ’ αγοράζω με τα ρέστα του καφέ...
Τα βιβλία π’ αγαπώ είναι μικρών αξιώσεων, μεθενθύνουν τη στιγμή, μιλάνε για γειτονιές που δεν γνώρισα, για πουτάνες που δεν πήδηξα, για ταξίδια που δεν έκανα.
Για ένα περιθώριο που δεν μπορώ και δεν μου επιτρέπεται να ζήσω...
Υπάρχει και μια ακόμα κατηγορία βιβλίων που αγάπησα: Τα ’γραψαν συγγραφείς που γούσταραν οι γκόμενές μου: Νίτσε, Γιάλομ, Μπρυκνέρ, Χίσλοπ...

Κυριακή, Δεκεμβρίου 18

Μου φαίνεται πως στις μέρες μας κανείς δεν πηδεί!

Τούτο το μπλογκί δεν ανεβάζει ανέκδοτα!
Αλλά μετά το εφιαλτικό 2011 και το κολασμένο 2012 που αναμένεται, θεωρούμε καλό να πούμε κανένα καλαμπουράκι μπας και γελάσει λίγο το χειλάκι μας.
Λοιπόν... ένα αεροπλάνο πέφτει (ως γνωστόν) στην Αφρική και γλιτώνουν (πάλι ως γνωστόν) ένας Γερμανός ένας Ιταλός κι ένας Έλληνας.
Τους πιάνουν οι Μάο-Μάο και τους παγαίνουν στο Βασιλιά τους.
Τους βλέπει εκείνος έτσι ασπρουλιάρηδες, τους συμπάθησε κι όχι μόνο τους χάρισε τη ζωή αλλά αποφασίζει να τους παντρέψει με τρία τρυφερούδια του χαρεμιού του.
Κι όχι μόνο αυτό, αλλά στο καπάκι τους λέει: «όποιος κάνει τη γυναίκα του να φωνάξει περισσότερο την πρώτη νύχτα του γάμου θα του δώσω το μισό μου βασίλειο!»
Γίνονται οι γάμοι και την άλλη μέρα οι τρεις Ευρωπαίοι παρουσιάζονται στο Βασιλιά.
«Χθες έδωσα στη γυναίκα μου ένα μπακιρένιο δαχτυλιδάκι», λέει ο Γερμανός, κι εκείνη έμπηξε τις τσιρίδες και την άκουσε όλη η καλύβα».
«Εγώ της υποσχέθηκα ένα ταξιδάκι στη Νάπολη», λέει ο Ιταλός, «και οι φωνές της ακούστηκαν σε όλο το τετράγωνο».
«Ρε α πω δω», λέει ο Έλλην. «Εγώ έβγαλα τη μηχανή του αεροπλάνου, της άλλαξα λάδια και μετά σκούπισα τα χέρια μου στο σεντόνι της! Ε, ακόμα ουρλιάζει»!
Ηθικό δίδαγμα: πηδάει σήμερα κανείς;


Σάββατο, Δεκεμβρίου 17

Ο Άσκαρ ιεροκήρυκας ΙΕ‘ (Ο Θεός ξέρει τι τα κάνω τα λεφτά μου!)

Το ξέρω, είναι χιλιοειπωμένο αλλά εγώ θα το επαναλαμβάνω μέχρι να το εμπεδώσουμε:
Πού γεννήθηκε ο Χριστός;
Μήπως στο πολυτελές ΙΑΣΩ;
Μήπως στις ειδικά διαμορφωμένες αίθουσες των ανακτόρων, που γεννιόντουσαν οι άλλοτε πορφυρογέννητοι βασιλείς μας;
Όχι βέβαια!
Γεννήθηκε σ’ ένα στάβλο, χωρίς θέρμανση, νερό, μαίες και γιατρούς.
Και ποιος τον φρόντιζε σαν πατέρας του;
Μήπως κανένας Βασιλιάς, μεγιστάνας, στρατηγός, υπουργός, μεγαλέμπορος;
Όχι βέβαια!
Ένας κακομοίρης μαραγκός.
Και η μάνα του ποια ήταν;
Μήπως κανένα υψηλόβαθμο στέλεχος επιχειρήσεων ή καμιά σουφρατζέτα φεμινίστρια;
Όχι βέβαια!
Μια ορφανή, πάμφτωχη και άσημη κοπελίτσα ήταν. Σεμνή κι υπάκουη («γένοιτο κατά το ρήμα σου!).
Πάμε παρακάτω...
Πολλοί από μας ζητάμε απ’ το Θεό διάφορα κουφά: να μας δώσει πλούτο, αξιώματα, καλές δουλειές, γαμπρούς και νύφες με κομπόδεμα...
Κι αγανακτούμε που δεν βρίσκουμε ανταπόκριση.
Κατ’ αρχήν, ας δούμε τη ζωή του ίδιου του Χριστού και της οικογενείας του: του Ιωσήφ, της Μαρίας, του ετεροθαλή αδελφού του Ιακώβου. Και καπάκι ας μελετήσουμε τη ζωή των περισσότερων αγίων της Εκκλησίας μας.
Τι βλέπουμε; Ότι οι άνθρωποι αυτοί έζησαν μέσα στη φτώχεια, στην ορφάνια, στον κατατρεγμό, στην εξορία. Και οι περισσότεροι είχαν πολύ σκληρό τέλος.
Μ’ άλλα λόγια, δεν είδαν άσπρη μέρα στη ζωή τους!
Πώς, λοιπόν, εμείς έχουμε το θράσος να ζητάμε πλούτια και δόξες και πολυτέλειες και γκομενάρες;
Κι εδώ μπαίνει ο μεγάλος πειρασμός:
Όσοι πιστεύουν στο Θεό είναι καταδικασμένοι να χάσουν την παρούσα ζωή;
Θα περάσουν απ’ τον κόσμο τούτο χωρίς να γευτούν τις χαρές του;
Κατ’ αρχήν, θέλω να σας καθησυχάσω: κανείς από μας δεν πρόκειται να ζήσει τόσα βάσανα όσα οι άγιοι εκείνοι άνθρωποι. Για τον απλούστατο λόγο ότι δεν έχουμε τις πνευματικές προϋποθέσεις για να τα αντέξουμε.
Απλά, θα τους έχουμε ως πρότυπα υπομονής και εγκαρτέρησης.
Απ’ την άλλη, πρέπει να συνειδητοποιήσουμε κάνα-δυό πραγματάκια: εκτός από ανάξιοι των ευεργεσιών του Θεού, είμαστε και ανίκανοι διαχειριστές τους!
Υπάρχει περίπτωση κάποιος από μας να αποκτήσει πλούτη και αξιώματα, και να τα χρησιμοποιήσει για το κοινό καλό;
Ο Θεός ξέρει και τι είμαστε και μέχρι πού μπορούμε να φτάσουμε!
Ας αρκεστούμε, λοιπόν, στη σοφία του και σ’ όσα εκείνος μας επιτρέψει να απολαύσουμε.
Προσωπικά, το ’χω πάρει απόφαση πως δεν πρόκειται να δω γεμάτο πορτοφόλι στην τσέπη μου!
Γιατί ξέρω πολύ καλά πως θα τα ξοδέψω μέχρι τελευταίου σεντ στις πουτάνες!
Και, δυστυχώς για μένα, το ξέρει κι ο Θεός...

Παρασκευή, Δεκεμβρίου 16

Αυτοψυχανάλυση Ζ’ (Είμαι σαρανταφεύγα και ξέρω πολύ καλά τι επιδιώκουν οι γυναίκες!)

Την παρακάτω ιστορία δεν ξέρω αν την έζησα ή απλά τη φαντάστηκα ή την ονειρεύτηκα.
Δεν ξέρω καν αν την άκουσα κάπου ή τη διάβασα.
Το μόνο που ξέρω είναι πως την ώρα που τη γράφω έχω μπροστά μου ολοζώντανες τις εικόνες...
Είμαστε, λέει, σε μια μικρή αγγλική πόλη, όχι μακριά απ’ το Λονδίνο.
Η τοπική ποδοσφαιρική ομάδα, Δ’ Κατηγορίας, δίνει τον πιο κρίσιμο αγώνα της χρονιάς. Με νίκη ανεβαίνει κατηγορία.
Πάω γήπεδο με τη γκομενίτσα μου και την κολλητή της.
Δέκα λεπτά πριν λήξει ο αγώνας οι αντίπαλοι βάζουν γκολάκι.
Η δικιά μου κάνει ακριβώς αυτό που θα περίμενες από μια γυναίκα να κάνει την κρίσιμη στιγμή: λιποθυμάει ή προσποιείται πως λιποθυμάει!
Εγώ δεν κάνω τίποτα απολύτως. Μόνο προσεύχομαι να ισοφαρίσουμε!
Η κολλητή της την τραβάει στα σκαλάκια της κερκίδας για να τη δουν οι τραυματιοφορείς του γηπέδου.
Δεκατρία χρόνια μετά νιώθω ακόμα ντροπή για την απροθυμία μου, για την ανικανότητά μου να βοηθήσω τον άνθρωπο που υποτίθεται πως αγαπούσα.
Και νιώθω ακόμα μεγαλύτερη ντροπή όσο συνειδητοποιώ πως δεν έχει αλλάξει κάτι πάνω μου...
Με φαντάζομαι στο Καραϊσκάκη, να παίζουμε έναν κρίσιμο νοκ-άουτ αγώνα. Το αντίπαλο εξτρεμάκι βγαίνει μόνο του από θέση έξω δεξιά κι η κοπέλα μου δίπλα αποφασίζει ξαφνικά να τα παίζει!
Τι κάνω;
Στους αγώνες δεν θέλω να έχω το νου μου σε κανέναν!
Οπότε; Θα έχω τη στοιχειώδη ευπρέπεια, ωριμότητα και κοινή λογική να σιγουρευτώ ότι κάποιοι θα τη φροντίσουν;
Ή θα σπρώξω πιο πέρα το πεσμένο της σώμα, ελπίζοντας πως θα συνεχίσει να αναπνέει μετά από ενενήντα λεπτά, και πάντα με την επιφύλαξη πως δεν θα υπάρξει παράταση και πέναλτι;
Πολύ με προβληματίζει αυτή η σκοτεινή πτυχή του χαρακτήρα μου.
Κατ’ αρχήν την απέδωσα στο μικρό αγόρι που κρύβεται μέσα μου! Στο παιδί που αποχαλινώνεται μόλις βρεθεί στο γήπεδο, που αισθάνεται πως οι γυναίκες είναι αδύναμες και πάντα θα λιποθυμάνε στο γήπεδο...
Τώρα, όμως, που έγινα σαρανταφεύγα, και τις έφαγα τις γυναίκες με το κουταλάκι, ξέρω πολύ καλά γιατί το ένστικτό μου φωνάζει «χέστες!»!
Γιατί το μόνο που επιδιώκουν οι γυναίκες είναι να τραβήξουν την προσοχή μου, να μου τη σπάσουν στο καλύτερο, να μου καταστρέψουν τη βραδιά, να μου γαμήσουν την ψυχολογία, να φέρουν την καταστροφή...

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 14

Αυτοψυχανάλυση ΣΤ’ («Σούπερ-μάρκετ αντρισμού»)

Υπήρχαν ανησυχητικά μεγάλα διαστήματα της ζωής μου που ένιωθα άνθρωπος μειωμένης νοημοσύνης.
Στην πραγματικότητα, ποτέ δεν βίωσα τις συγκλονιστικές εκείνες εμπειρίες που υποτίθεται πως αλλάζουν τη ζωή σου: το πρώτο φιλί, την απώλεια της παρθενιάς, τον πρώτο καυγά, το πρώτο μεθύσι, τα πρώτα ναρκωτικά, την πρώτη νύχτα στο κρατητήριο...
Όλ’ αυτά σε μένα απλώς έμοιαζαν να έχουν συμβεί.
Δεν υπήρξε καμιά ουσιαστική εκ μέρους μου συμμετοχή. Καμιά διαδικασία επώδυνης απόφασης.
Όλες τις σχετικές αποφάσεις τις πήραν για λογαριασμό μου η πίεση των συνομηλίκων, ο κακός μου χαρακτήρας, η σεξουαλικά ωριμότερη συμμαθήτριά μου...
Το ποδόσφαιρο ήταν η παρηγοριά των παιδικών μου χρόνων. Η κουβέρτα που με προστάτευε τις νύχτες. Ένας τρόπος ν’ αντιμετωπίζω τα προβλήματα της ζωής μου...
Το Καραΐσκάκη ήταν το σούπερ-μάρκετ του αντρισμού μου, που πήγαινα κάθε δεύτερη Κυριακή να γεμίσω το άδειο μου καροτσάκι...
Μου άρεσε που μπορούσα να τρομάζω τους επιβάτες του ηλεκτρικού. Που στις επαρχιακές πόλεις, μόλις μας έβλεπαν οι καταστηματάρχες κατέβαζαν τα ρολά.
Η τελετουργία της βίας τηρούνταν με ιερή ευλάβεια: την πέφτουμε στον εχθρό, αυτός το βάζει στα πόδια, η αστυνομία επεμβαίνει...
Το «μ’ αρέσει το ποδόσφαιρο» για μένα ήταν ταυτόσημο με το «γουστάρω να πίνω μπύρες, να ρίχνω μπουνιές, να χουφτώνω βυζιά»
Βέβαια, δεν αγνοούσα και την πραγματικότητα: δεν υπήρχε περίπτωση να πεις σε καλλιεργημένη γυναίκα πως σου αρέσει το γήπεδο, και να μην εισπράξεις το πιο απαξιωτικό βλέμμα της ζωής σου!
Όμως το γήπεδο ήταν η καλύτερη λύση όταν τα σχολικά βιβλία άρχιζαν να ζορίζουν, και τα κορίτσια δεν αποτελούσαν ακόμα το σημείο αναφοράς της χαμοζωής μας...
Η ζωή μου άλλαξε όταν γνώρισα την Δ. Οι διαφορές μας ήταν τεράστιες, και τότε τις απέδιδα κυρίως στο φύλο μας.
Δέχθηκε να πάμε μια Κυριακή στο γήπεδο.
Όταν βάλαμε γκολ όλη η εξέδρα πετάχτηκε στον αέρα. Κοίταξα δίπλα μου και την είδα να κάθεται πίσω από ένα τείχος αντρικών οπισθίων σκασμένη στα γέλια!
Ποτέ ως τότε δεν μου είχε περάσει απ’ το μυαλό πως το ποδόσφαιρο μπορεί να είναι μια αστεία υπόθεση...
Παρατηρώντας τη Δ. διαπίστωσα πως οι γυναίκες είχαν προσωπικότητα!
Ήταν μια πληροφορία που με συγκλόνισε!
Εγώ ήμουν τόσο άχρωμος, σα γάργαρο νεράκι.
Τ΄αγόρια δεν είχαμε προσωπικότητα. Μόνο πάθη. Πάθη προβλέψιμα κι αδιάφορα...
Εκείνη τη στιγμή ένιωσα πως η παιδική μου ηλικία τελείωσε!
Και μαζί της ό,τι είχε να κάνει με το σκηνικό στο Καραΐσκάκη.
Ίσως κάποια μέρα να ξαναγύριζα, αλλά μόνο κρατώντας απ’ το χέρι το γιο μου...
Βέβαια, οι φανατικοί γαύροι κάπου κάποτε θα ξανανταμώσουν.
Τράκαρα τον «Λεχρίτη» σε μια τουαλέτα στην Εθνική Οδό.
Με είδε στα κυριλίκια μου, μάλλον ένιωσε αηδία, μου γύρισε την πλάτη κι άρχισε να κατουράει στον τοίχο δίπλα στην τουαλέτα...


Τρίτη, Δεκεμβρίου 13

Απ’ το κρυφό τετραδιάκι της Καντούλας (δυο χουνέρια σε μια μέρα είναι πολλά!)

Είχα πολύ καιρό να βρεθώ με τον Ασκάρ, στο μεταξύ στεφανώθηκα, κι είπαμε να τα πούμε από κοντά στον καφενέ του Χασάν στα Εξάρχεια.
Ο Άσκαρ δεν ήταν και στα πολύ καλά του, κι εκεί που άρχισα να ψιλοβαριέμαι, να ΄το απέναντι το ξανθό γκομενάκι, πράσινο μάτι, κορμί γαμάτο...
Το γκομενάκι με διπλοτσεκάρει από απόσταση, το βλέπω, τρελαίνομαι, «ωραία», λέω, «να που αποκτά ενδιαφέρον η έξοδος».
Κι έρχεται στο τραπέζι μας κι αρχίζει κάτι «εγώ δεν κάνω τέτοια», «δεν κάνω καμάκι στα καφέ», «πρώτη φορά μου συμβαίνει να μιλάω με άγνωστη και να νιώθω ζεστά».
Κι εκεί που έχει αρχίσει να μ’ απογειώνει τελείως, γιατί σημειωτέον μου τα ψιθυρίζει στ’ αυτί την ώρα που μου τρίβεται, δήθεν τυχαία, και μ’ έχει κάνει πύραυλο, μου σκάει την κεραμίδα στο δόξα πατρί!
Ότι είναι μπάι κι ότι ο λόγος που ήρθε στο τραπέζι μας ήταν πως γούσταρε τον Ασκάρ!
«Τι λες ρε μαλάκα, που με παίζεις τόση ώρα για να μου πετάξεις αυτή την παπαριά;».
Γυρνάω σπίτι ζοχαδιασμένη και παθαίνω το δεύτερο μπλακ άουτ!
Βρίσκω τον αγαπημένο αντρούλη μου να πηδάει την γκόμενα που μένει στο κάτω διαμέρισμα!
Κι όχι μόνο πηδιόντουσαν, αλλά κάνανε και σαν ζώα, λες και δεν είχαν ξαναπηδηχτεί ποτέ στη ζωή τους!
«Ρε μαλάκα, δυο χρόνια είμαστε μαζί, προχθές παντρευτήκαμε, σε μένα δεν έκανες ποτέ έτσι σεξ, ούτε καν τις πρώτες φορές, τότε που έλεγες πως με άγγιζες κι έτρεμες»...

Κυριακή, Δεκεμβρίου 11

Να γιατί μισώ τις γυναίκες!

Πήρα ένα κινητούλι να κάνω τη δουλίτσα μου και να μιλάω με τους κολλητούς, κι αυτή μ’ έπρηξε:
«Θέλω να μου γνωρίσεις αυτό το Θανάση που ’χεις στις επαφές σου»
«Γιατί άργησες να απαντήσεις;»
«Πού ήσουν και το ’χες απενεργοποιημένο;»
Έτσι μου ’ρχετε να το πετάξω απ’ το παράθυρο...
Ώρες-ώρες με πιάνουν οι ιπποσύνες μου και της παίρνω λουλούδια ή γλυκά.
Ε... μού τα βγάζει απ’ τη μύτη:
«Εσύ σίγουρα κάποια βρομοδουλειά έκανες χθες βράδυ!»
Αποφάσισα να ανθρωπιστώ λίγο και να πλένομαι κάθε μέρα. Και να ρίχνω και μια ξούρα μόλις βγαίνω απ’ το μπάνιο.
Με βλέπει σαν εγκληματία: «Πολύ ύποπτα μου φαίνοντα όλ’ αυτά», μου λέει. «Και το ξέρεις πως εγώ σε γουστάρω αξύριστο!»
Σκέφτηκα πρόσφατα να εκσυγχρονιστώ. Πήγα κι αγόρασα κάτι μοντέρνα ρουχάκια, βρήκα και κάτι καινούργια μυθιστορήματα -όχι όλο Ντοστογιέφσκι και Τολστόυ-, έπιασα και στο ράδιο κάτι τέκνο σταθμούς, κι αυτή έγινε μπαρούτι: «Κάποια πιτσιρίκα γνώρισες και θες να το παίξεις τζόβενο»!
Λες και δεν είμαι μεγάλος ... πιπινομαγνήτης! Πάντα ήμουν...
Χθες βράδυ ήταν τ’ αποκορύφωμα:
Είπα να δοκιμάσουμε καμιά νέα στάση, μπας και σπάσει η ρουτίνα.
Τι το ’θελα ο καψερός;
«Πού τα ’μαθες αυτά τα κόλπα εσύ; Πλέον είμαι σίγουρη πως με κερατώνεις!»

Σάββατο, Δεκεμβρίου 10

Ο Άσκαρ ιεροκήρυκας! ΙΔ’ (Ο Θεός μας ετοιμάζει τραπέζι κι εμείς «στρώνουμε» γκόμενες!)

Μεγάλο τραπέζι ετοίμασε για χάρη μας ο Θεός!
Και μας καλεί να δειπνήσουμε μαζί του.
Η πρόσκληση δεν είν’ ομαδική. Όχι «καλούνται οι κλάσεις...», ή «να προσέλθουν όλοι οι υποψήφιοι...».
Τον καθένα μας τον καλεί προσωπικά!
Στην Εκκλησία δεν υπάρχουν ούτε μαζικά προσκλητήρια ούτε συλλογικές ευθύνες.
Δεν είμαστε πρόβατα αλλά πρόσωπα.
Ατομική η πρόσκληση, ατομική η απόφαση κι ατομική η ευθύνη...
Πάμε τώρα παρακάτω...
Πιάνουμε στα χέρια μας τις ατομικές και τιμητικές προσκλήσεις, κι αντί να ενθουσιαστούμε αρχίζουμε τα σούξου-μούξου!
Εγώ, λέει ο ένας, αγόρασα καινούργιο σπίτι και θέλω να το χαρώ!
Εγώ, λέει ο άλλος, πήρα καινούργιο αμάξι και θα πάω μια βόλτα μέχρι τη Χαλκίδα να το στρώσω!
Κι εγώ, λέει ο τρίτος, έπιασα καινούργια γκόμενα κι είμαστε πάνω στα μέλια! Απ’ το κρεβάτι σηκωνόμαστε μόνο για τουαλέτα...
Ε, πώς να μην τα πάρει στο κρανίο κι ο Θεός;
Και καλεί στη θέση μας όλους τους αμαρτωλούς!
Που τρέχουν μ’ ευγνωμοσύνη στο παλάτι του.
Κι επειδή έμεινε ακόμη χώρος στην τραπεζαρία, καλεί και τους εγκληματίες!
Αυτοί, στην αρχή διστάζουν από συστολή, αλλά Εκείνος με τη βία τους καθίζει στο τραπέζι του!
Κι εμείς οι Χριστιανοί μένουμε στην απέξω. Να «στρώνουμε» τ’ αμάξια μας και τις γκόμενες...
Υ.Γ.: Είναι παρατηρημένο πως εκεί που προσεύχεσαι, νιώθεις καμιά φορά μια ανεξήγητη κατάνυξη. Μια ευφορία κι εσωτερική γαλήνη.
Το συζήτησα μ’ ένα κολλητό μου καλογέρι.
Εκείνος γέλασε και μου ’δωσε την κατάλληλη απάντηση:
«Αυτό που νιώθουμε είναι ένα σοκολατάκι που μας το δίνει ο Θεός για να καταλάβουμε τι μεγάλο ζαχαροπλαστείο μας περιμένει κει πάνω»...

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 7

Οι χωρισμένοι δεν γιορτάζουνε ποτέ!

Η Χριστίνα χώρισε πρόσφατα.
Πέρασε μια βδομάδα κλεισμένη στη γκαρσονιερούλα της, με τις πιτζάμες, ξαπλωμένη στα πατώματα.
Απόψε αποφάσισε να ξεμυτίσει, και μας κάλεσε «να πιούμε κάνα ποτάκι».
Εντάξει, τις δυο κολλητές της το καταλαβαίνω, αλλά εμένα τι με ήθελε;
Τέσπα, πήγαμε σ’ ένα μπαράκι της Ασκληπιού κι αναλάβαμε να τη συνεφέρουμε...
Οι δυο κολλητές ξεσάλωσαν εντελώς.
Δεν λέγεται το το έσερναν του τύπου που την παράτησε... του «εγωπαθή μαλάκα, που έχανε το χρόνο της μαζί του».
Εγώ δεν έβγαλα άχνα.
Δεν είμαι, άλλωστε, χθεσινός.
Εκτός του ότι τον πάω τον τύπο, ξέρω τι θα επακολουθήσει.
Η Χριστίνα θα τα ξαναφτιάξει μαζί του και πάνω στις τρυφερότητες και τα σιρόπια, θα τα ξεράσει όλα.
Χαράματα στο κρεβάτι, κάτω απ’ τα παπλώματα, θα του ξύνει ναζιάρικα το μπράτσο με το νυχάκι της και θα του λέει: «Ξέρεις τι μου έλεγε ο φίλος σου ο γαύρος για σένα; Πως είσαι μεγάλο καθίκι»!
Στην καλύτερη, θα βάλουν κι οι δυο τα γέλια.
Στη χειρότερη, θα μου κόψουν κι οι δυο για πάντα την καλημέρα...

Κυριακή, Δεκεμβρίου 4

Καντούλα: η Φρύνη των ορέων! (Απ’ το ημερολόγιο ενός θεολόγου)


Δαίμονας κακόβουλος και πονηρός συνήργησε κείνο το βράδυ, 17 Νοέμβρη, να τη συναντήσω στην «Ταβέρνα του Κουτσού».
Εγώ, σαραντάρης θεολόγος, πήγα με τα γεροντοπαλίκαρα να πιούμε κάνα ξύδι.
Εκείνη, δεκαεξάχρονη, όλο ζωή κι ενέργεια, την έβλεπες και ξεχνούσες χρέη, διαζύγια, διατροφές, θάνατο...
Καθόταν στο διπλανό τραπέζι, και το κρασί είχε απορυθμίσει κάθε τυπικότητα!
«Στην υγειά σου δάσκαλε», μου είπε, κι εγώ παρατηρούσα τα χείλη της και τα φανταζόμουν ν’ ανοίγουν και να κλείνουν, να σουφρώνουν, να τεντώνονται, ανάλογα με το μέρος του κορμιού μου που ’χαν ν’ αντιμετωπίσουν κα
ι να λατρέψουν ηδονικά...
Μια παρέα γύφτων μπαίνουν στο μαγαζί.
Η μικρή τούς παρήγγειλε να παίξουν τ’ αγαπημένο της τραγούδι. «Ό,τι αγαπάω εγώ πεθαίνει»...
Έκλεισε τα μάτια της κι έδειχνε να ονειροπολεί.
Μόλις τέλειωσαν οι γύφτοι, αρπάζω το μαχαίρι απ
’ τη μπριζόλα, και με μια γρήγορη σφάζω το νταούλι!
Δεν θα ’φηνα να ξανακούσουν άλλα αυτιά αυτό τον ήχο, που την έκανε να ταξιδέψει ποιος ξέρει πού...
Η Καντούλα δεν είχε τίποτα απ’ την ανούσια αναίδεια και την ανεμελιά της εφηβικής ηλικίας.
Η μάνα της είχε μικροπαντρευτεί. Και στα 25 της είχε ήδη 6 παιδιά. Είχε κερδίσει επάξια, με το μουνί της, το επίδομα πολυτέκνου!

Μόλις πρωτόδα την Κάντυ, αποφάσισα να βάλω στο γκομενικό χρονοντούλαπο όλες τις καριόλες που μου ’χαν κάνει τη ζωή ρημαδιό...
Και σκέφτηκα την Π. που προχθές, πριν βροντήξει οριστικά την πόρτα πίσω της, μου ’κανε δώρο ένα κουκλάκι Πινόκιο, για να μου δείξει, μάλλον, πως τα ήξερε όλα!
Όμως, τούτη δω, την Καντούλα, την αγάπησα. Μ’ έ
ναν έρωτα αγνό. Σαν αυτόν που νιώθουν οι καλόγριες της Αγίας Ελεούσας για το Χριστό!
Ευτυχώς, είχα πιεί πολύ και δεν το πήρα κατάκαρδα όταν η Κάντυ με κάλεσε να τη συναντήσω το επόμενο βράδυ στα μπουρδέλα του Καρπενησίου, πάνω στα Ρόβλια.
Τοίχο-τοίχο ανέβηκα την ανηφόρα.

Δεν ήθελα να με αναγνωρίσει κανείς.
Κάθισα στην αίθουσα αναμονής, σ’ έναν ξεφτισμένο καναπέ.
Κάποια στιγμή εμφανίστηκε κι η τσατσά, με κοίταξε με οίκτο (ή έτσι μου φάνηκε) και μου ’πε: «η σειρά σου τσαχπίνη μου»!
Η Καντούλα, που θα μπορούσε άνετα να ’ναι κόρη μου, με υπ
οδέχτηκε με επαγγελματικό τρόπο.
Τα μαλλιά της μύριζαν σπέρμα κι η ανάσα της υγρό αποπλύματος.
Κι όμως, εγώ έψαχνα τα χείλη της, να γευτώ το μύρο της εφηβικής της αγάπης...
Μάταιος κόπος.
Εκείνη είχε συνεχώς το βλέμμα της στο πλάι. Τα μάτια της ήταν
καρφωμένα στο ρολόι.
Μήπως και ξεπεράσω την ώρα που μου αναλογούσε...
Δεν ένιωθε το πάθος μου που θάμπωνε τη ματιά μου κι έκοβε τ
ην ανάσα μου.


Πέμπτη, Δεκεμβρίου 1

Μπαρόβιες ιστορίες... (Α’)

Τα πίνω σ’ ένα μπαρ στο κέντρο.
Πίνω σεμνά.
Πίνω αργά.
Αλλά κυρίως πίνω μόνος.
Μ’ αρέσει να ρεμβάζω και να πίνω μόνος.
Η γκαρσόνα θα ’ρθει πάλι να με ρωτήσει «έχεις όρεξη για κουβέντα, ή είσαι πάλι στην καρακοσμάρα σου;».
Δεν θα της απαντήσω. Προτιμάω να μιλάω σε σκιές...
Όταν πίνω δεν θέλω δυνατές μουσικές αλλά ούτε και χαμηλό φωτισμό. Δεν είμαστε και σε αγρυπνία στην Πετράκη...
Γουστάρω να στέκομαι όρθιος στην μπάρα και να κουνιέμαι λες και κάνω οχτάρια... σα να χορεύω.
Οι σωστοί πότες είναι φιλόσοφοι...
Κατά τις 11 το βράδυ γυρίζω σπίτι.
Όταν έχω ζαλιστεί απ’ το ποτό και δυσκολεύομαι να οδηγήσω, κλείνω το αριστερό μου μάτι.
Για έναν ανεξήγητο λόγο, όταν είμαι μεθυσμένος βλέπω καλύτερα με το ένα μάτι...