Τετάρτη, Ιανουαρίου 31

Η πρώτη απόρριψη...

Σας το ξανάπα: έχω πάψει πλέον να είμαι περιζήτητος γκόμενος αλλά κρατούσα τον τίτλο του περιζήτητου γαμπρού! Έλα όμως που αρχίζει να κλονίζεται κι αυτός ο θρόνος...
Σήμερα το μεσημέρι, μετά τη δουλειά, πήγα με την παρέα μου να φάμε σε κάποιο εστιατόριο του κέντρου. Αρχικά ήμασταν 4 άτομα αλλά έπεσαν κάτι τηλέφωνα και γίναμε 10! Συμπτωματικά, οι μόνοι ανύπαντροι ήμουν εγώ και μία κυρία γύρω στα 30, ευπαρουσίαστη, ευκατάστατη, με ισχυρή επαγγελματική θέση. Μετά τις αρχικές συστάσεις και κάποιες "επαγγελματικές" κουβέντες, πιάσαμε τα "προσωπικά".
Η ανύπαντρη κυρία εκφράζονταν τολμηρά και τόνιζε ανοιχτά πως ψάχνει για σύζυγο! Οι κακούργοι οι φίλοι μου (που ζηλεύουν την ελευθερία μου) έσπευσαν να με προτείνουν:
- Να... από δω ο κύριος!
Σε παρόμοιες περιπτώσεις αντιδρώ αμέσως αλλά σήμερα σκέφθηκα να σιωπήσω. Είχα ανάγκη, φαίνεται, επιβεβαίωσης και, φορώντας το γνωστό αινιγματικό μου χαμόγελο, περίμενα ν' ακούσω τη συνηθισμένη φρασούλα: "δεν θα είχα καμία αντίρρηση να γνωριστούμε καλύτερα"...
Η κυρία με περιεργάστηκε με το βλέμμα της και έγινε ... το μοιραίο:
-Όχι... όχι!
Τρελάθηκα λέμε! Αυτό το "όχι... όχι" σήμαινε "πολύ όχι"! Καμιά σχέση με το "δύο αρνήσεις κάνουν μία κατάφαση"! Πρέπει να άλλαξα πάνω από 10 χρώματα! Εγώ, ο ομιλητικώτατος κατάπια τη γλώσσα μου!
Μια κάποια αμηχανία επικράτησε στην παρέα. Ο τρόπος της άρνηση φάνηκε σε μερικούς ως αγένεια... ίσως και προσβολή! Την παρτίδα προσπάθησε να σώσει η Νατάσα:
- Μα τι λες καλή μου; Ο .... που είναι .... (κι άρχιζε να αραδιάζει όλα τα προσόντα μου για περίπου πέντε δευτερόλεπτα!).
Αλλά η κυρία φαίνονταν αμετάπιστη:
- Για να μένει τόσα χρόνια ελεύθερος σημαίνει πως είναι αναποφάσιστος! Κι εμένα δεν αρέσουν οι αναποφάσιστοι άντρες...

Τρίτη, Ιανουαρίου 30

Ανωνύμου του Έλληνος "Κωνσταντίνος Πηγμαλίων" (Β)

Ήταν κι΄εκείνη η αλλόκοτη μορφή που ήταν μπροστά του τρισδιάστατη: Γρ. Μπιθικώτσης, ξερακιανός, ρυτιδιασμένος βαθιά, σα σταφίδα, μορφή εντελώς ξένη για το αποστειρωμένο περιβάλλον του Κωνσταντίνου. Και ο άλλος, ο μαυροφορεμένος – τον έλεγαν Μίκη Θεοδωράκη, ν΄απλώνει τις φτερούγες του σα σταυραετός, σα να χόρευε πηρρείχιο. Ο παππούς του Κωνσταντίνου ήταν Πόντιος, τον πήγαινε στις Ποντιακές γιορτές όσο ζούσε... Τα λόγια των τραγουδιών, γίνονταν σιγά σιγά πιο άμεσα, πιο επίμονα:

«Γιε μου, σπλάχνο των σπλάχνων μου,
καρδούλα της καρδιάς μου, πουλάκι της φτωχιάς αυλής, ανθέ της ερημιάς μου...
Χείλι μου μοσχομύριστο που ως λάλαγες ανθίζαν
Λιθάρια και ξερόδεντρα κι αηδόνια φτερουγίζαν...
Γλυκιέ μου, εσύ δε χάθηκες, μέσα στις φλέβες μου είσαι.
Γιε μου στις φλέβες ολουνών, έμπα βαθιά και ζήσε».

Το τραγούδι μίλαγε για μια μάνα, ίσως την Παναγιά, που έχασε το παιδί της. Έτσι είπε η φωνή του χάκερ. Ο Κωνσταντίνος έκλαψε. Οσο δεν πρόλαβε να κλάψει όταν ήταν παιδί. Μήπως ήταν και ποτέ του παιδί; Αν ήταν παιδί θα τον φώναζαν Κωστάκη. Οι δικοί του τον είπαν Κωνσταντίνο. Κωνσταντίνο Καραμανλή, Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, Μέγα Κωνσταντίνο, ένα τόσο μεγάλο – τεράστιο όνομα, για ένα τόσο δα μικρό παιδάκι!! Η δικιά του η μάνα, δεν έχασε το παιδί της. Μήπως το είχε ποτέ για να το χάσει; Ο Κωνσταντίνος είχε μάθει από μικρός να μην κλαίει. Δυόμιση χρονών ήταν που έκλαψε για τελευταία φορά. Ήταν ένα από εκείνα τα μαύρα πρωινά. Η μάνα του τον ξύπνησε βίαια. Το σχολικό είχε ήδη φτάσει. Οι γονείς του ακολούθησαν τις οδηγίες του παιδοψυχολόγου, και ενός βιβλίου – manual παιδιών. Τα συναισθήματα του παιδιού τελικά ελέγχθηκαν. Το κλάμα στέρεψε.

Ο Κωνσταντίνος είχε αναστατωθεί. Το μυαλό του γύριζε σα σβούρα. Όρμησε με βία, στο κλειστό δωμάτιο.
Δεν άφηνε κανέναν από τις ψηφιακές παρέες του να μπαίνει εκεί. Ήταν η οικογένειά του εκεί μέσα. Ο Κωνσταντίνος δεν ήταν ούτε ετεροφυλόφιλος ούτε ομοφυλόφιλος. Ήταν α-σεξουαλικός. Θυμάται τη μάνα του σε μια από τις καταπιεστικές της στιγμές να του λέει: «Να βρεις ένα καλό παιδί για να ξεδίνεις που και που. Για γυναίκα ούτε καν που να το σκεφτείς. Ένα μορφωμένο και καλιεργημένο παιδί σαν και σένα δε μπορεί να έχει αυτές τις πρωτόγονες...στήσεις. Αυτά είναι για τους αγροίκους. Δε σε μεγάλωσα εγώ για δαύτες». Ο Κωνσταντίνος ήταν παρθένος. Ούτε καν που μπορούσε να διανοηθεί ότι θα μπορούσε ποτέ να διεισδύσει σε άλλο σώμα. Ο Κωνσταντίνος σε κείνο το δωμάτιο, είχε φτιάξει τη γυναίκα της ζωής του. Την σμίλευε για δύο χρόνια. Της είχε δώσει την τέλεια μορφή. Ένα βράδυ, το γλυπτό ζωντάνεψε. Τα χείλη δεν ήταν ψυχρά. Τα στήθη δεν ήταν γύψινα. Το άγγιγμα των γλουτών, του μετέδωσε ένα πρωτόγνωρο αίσθημα. Του σηκώθηκε! Της έκανε έρωτα μέχρι το πρωί. Έγινε η γυναίκα του. Η πραγματική του γυναίκα. Όχι όπως εκείνη η πουτάνα, που τηλεφωνούσε που και που στη δουλειά του, τάχα. Ήταν κάτι που το συνήθιζαν οι α-σεξουαλικοί μάνατζερ της Ανατολικής όχθης.. Μετά από μήνες, ήρθε και ο γιός του. Τον έβγαλε Κωστάκη.
Όρμησε στο δωμάτιο με βία. Το γλυπτό ήταν κρύο, γύψινο, ανέκφραστο. Ο Κωνσταντίνος, πήρε το σφυρί και το έκανε κομμάτια. Πήρε τον Κωστάκη στην αγκαλιά του. Άνοιξε το παράθυρο. Βούτηξε στο κενό. Πέταξε μακριά. Ίσως να έφτανε και μέχρι τη Δυτική όχθη. Αγκαλιά με τον Κωστάκη...

Δευτέρα, Ιανουαρίου 29

Ανωνύμου του Έλληνος "Κωνσταντίνος Πυγμαλίων" (Α)

Γεννήθηκε το 2000. Η μάνα του είχε κάνει επισκληρήδιο, για να μη πονέσει και να μην πολυταλαιπωρηθεί στη γέννα. Ήταν και η δουλειά που είχε πάρει στο σπίτι, και τα τηλέφωνα, που δεν είχαν σταματήσει να κτυπούν. Επρεπε να είναι σε θέση να δουλέψει, έστω από μακριά. Το παιδί πετάχτηκε γρήγορα, βιαστικά, προγραμματισμένα, το ίδιο του ΄μελε να κάνει σ΄όλη του τη ζωή.

2040, Ανατολικά της Αττικής Οδού. Ο Κωνσταντίνος διαπρέπει ως ειδικός ψυχαναλυτικός σύμβουλος σε μεγάλη εταιρεία ετερογενών δραστηριοτήτων. Παλιότερα οι εταιρείες εξειδικεύονταν. Στα 2040, οι μεγάλες εταιρείες κάνουν τα πάντα. Διασκέδαση, Φαγητό, Εκπαίδευση, Υγεία. Ο Κωνσταντίνος έκανε λαμπρές σπουδές στο χώρο των ψυχοδυναμικών στοχαστικών διαδικασιών (psycho stochastic dynamics). Έχει ένα πολύ καλό συμβόλαιο με την εταιρεία. Φτιάχνει και συντηρεί διαρκώς ψυχολογικά προφίλ, για όλες τις θέσεις ευθύνης της εταιρείας. Εχει δημιουργήσει ειδικά τέστ, τόσο για την επιλογή των στελεχών, όσο και για το διαρκή ψυχαναλυτικό τους έλεγχο. Έχει αναπτύξει μεθόδους ψυχολογικής υποβοήθησης και καθοδήγησης. Εργάζεται από το χώρο που μένει βέβαια, με τη βοήθεια του ειδικού περιβάλλοντος τεχνητής πραγματικότητας, και με χρήση προηγμένων πολυμέσων, γίνονται συσκέψεις, συνεργασίες, κοκ, όλα σε τρισδιάστατο χώρο. Το σπίτι, όπως το έλεγαν παλιά, μπορεί να είναι γραφείο, δρόμος, εξοχή, οτιδήποτε. Μετά τη δουλειά, και ένα σύντομο περίπατο – τζόγκιν στην παραλία της Ανατολικής ακτής της Αττικής, επιστρέφει στο χώρο του. Η Εταιρεία και τα προγράμματα που ο ίδιος έχει σχεδιάσει, δημιουργούν αρχικά ένα περιβάλλον ελεγχόμενης χαλάρωσης, με μουσική που σταδιακά γίνεται πιο απαλή και ήρεμη.. Στη συνέχεια ο χρήστης του ειδικού περιβάλλοντος έχει τη δυνατότητα να επιλέξει από μια σειρά δραστηριοτήτων που συνάδουν με το προφίλ του και τις δυνατότητες που πρέπει να αναπτύξει περαιτέρω για το καλό το δικό του και της εταιρείας. Οι δραστηριότητες είναι συνήθως διαδραστικές: τεχνητή συντροφιά με επιλεγμένες από το πρόγραμμα παρέες, σε ειδικούς χώρους, με συγκεκριμένα θέματα συζήτησης. Όλα είναι ελεγχόμενα, εκτός από τις ανεξέλεγχτες αγορές... Το κρύο αυτό βράδυ όμως ο Κωνσταντίνος είχε απρόσμενες επισκέψεις. Μια ομάδα ηλεκρο-τρομοκρατών, χάκερ, από τη Δυτική όχθη της Αττικής Οδού, παρενέβει στα συστήματα του Κωνσταντίνου, και του μετέδωσε άλλα μηνύματα. Μουσικά μηνύματα περίεργα με φωνή. Τραγούδια τα έλεγαν κάποτε. Ο Κωνσταντίνος τα θυμόταν μέχρι τα 20 του χρόνια. Μετά απαγορεύτηκαν... Τα λόγια έλεγαν:

«Μου ταράζεις το μυαλό,
μακριά απ΄τη ψυχή μου,
μου ελέγχεις το κορμί, τον ύπνο, την αναπνοή,
μακριά απ΄την ψυχή μου...

ξεσκισμένε τεχνοκράτη,
τι άλλο θες απ΄τη ζωή μου».
(Συνεχίζεται)

Κυριακή, Ιανουαρίου 28

ΜΟΥ ΛΕΙΠΕΙΣ!!!


ΣΤΑ ΠΕΡΙΘΩΡΙΑ ΣΟΥ


Στο σύννεφο τ' ονείρου

ακινητώ τη στιγμή

με των χεριών μου τη μουσική.

Στροβιλίζομαι μ' ορμή

μες στα περιθώριά σου

και ζαλίζομαι...

...η ωραιότητά σου!


Κάτω απ' το δέρμα μου,

το ρόδινο αίμα μου

χορεύει με την επιθυμία.

Τα δάχτυλά μου το ξεσχίζουν...

Λάγνοι άνεμοι, δίπλα μου, σφυρίζουν.

Ο χαρωπός ήλιος

και η βροχή μ' ανθίζουν.

Ομορφαίνει το όνειρο.

Σάββατο, Ιανουαρίου 27

Η δεύτερη γυναίκα...


Το νιώθει ότι την κοιτάζει
(όπως την κοίταζε και το πρωί στην παραλία).
Απόψε όμως τους συντρέχουν
Κι άλλα πράγματα:
η κίνηση του δρόμου –ας πούμε-
το φεγγάρι
και το κρασί
-με τις κακές του συμβουλές-
που κάνει το κορμί της
να ξαφνιάζεται
σε κάθε άγγιγμά του…

Προβλέπει καθαρά τι θα συμβεί!
όλα τούτα,
όταν πλαγιάσει ζαλισμένη,
θα δώσουν άλλην ένταση
στη γύμνια της
και στον σχεδόν καθημερινό
-χωρίς εξάρσεις-
έρωτά τους…

Τετάρτη, Ιανουαρίου 24

Άσε με ... (Στη silent tears)

Άσε με να σε προστατέψω

από τη μέρα που ασυδοτεί
από τη νύχτα που συναλλάσσεται
από το δωμάτιο που πλαγιάσατε
από το χαμόγελο που προδίδει
από τον έμπορο που διαπραγματεύεται
από τους φίλους που απόστασαν...

Άσε με να σε προστατέψω
από το μέλλον...

Τρίτη, Ιανουαρίου 23

Υποδύονται ανθρώπους... (Στην Αλκυμήδη)

Συχνά τα βράδια
καθώς πλαγιάζει η μέρα
και ξυπνούν τα όνειρα,
μια αργυρώνητη σιωπή
σε τυλίγει...

Ποιος αγοράζεται
και τι πωλούν
σε μια πολιτεία
με ιθαγένεια σκότους;

Αν ανοίξεις το παράθυρο
βρίσκεσαι
σε δρόμους επαρχιακούς
-του '50-
δρόμους χωρίς τρίτη διάσταση
σαν πίνακες ερασιτέχνη...

Ποιος εξαντλεί
και ποιος περιορίζει
μιαν ολόκληρη ζωή
σε λίγα πρόσωπα,
σε ελάχιστα
αμνημόνευτα γεγονότα
σε ώρες αμνησίας
και λησμονιάς;

(Όλοι υποδύονται
τους ανθρώπους
γύρω σου!)

Και πάντοτε
έξω απ' τις ακτές της Χιλής
σε σκοτεινό
κι απρόσιτο πέλαγος
σπάνια θαλασσοπούλια
διανύουν τη μοίρα τους
αδιάφορα για την τύχη ενός ανθρώπου
που δεν γνώρισαν...

Κι όταν η μέρα
σκάει σα βεγγαλικό
(κάποτε και σα νάρκη)
εμφανίζονται γυμνά,
απρόσωπα σώματα
που προσποιούνται
την αμαρτία...

Και την άλλη νύχτα
σε τόπο αόρατο
(που βλέπουν μόνο οι ποιητές)
καλούν τη μοίρα
ν' ακούσει
πώς κελαρύζει το νερό,
πώς τρελαίνονται οι άνεμοι
και πώς ερωτεύονται
στο φως...

Δευτέρα, Ιανουαρίου 22

Τι κατόρθωσα στη ζωή μου...

- Να είμαι ακόμη ζωντανός...

- Να παραμένω ανύπαντρος...

- Να ξυπνάω το πρωί...

- Να κοιμάμαι τις νύχτες...

Σάββατο, Ιανουαρίου 20

Άλλη μια νύχτα με τυλίγει εδώ
Είμαι αποστάτης που σκιές κυνηγώ
Κι εσύ σε ποιο σκοτάδι να μένεις;
Είμαι μια σκέψη, είμαι το χάος το ίδιο Φεγγαραχτίδα που αψηφάει τον ήλιο
Την αύρα σου με προσοχή θα κεντήσω

Σκέφτομαι εσένα τ'όνομά σου φωνάζω
Έλα μπροστά μου μην φοβάσαι σου μοιάζω
Στο παζλ το κομμάτι που λείπει…
Τέλειωσε η έμπνευση δεν ξέρω τι να πω
Έναστρη νύχτα είμαι που νιώθει το κενό Παντού εκτός του μωβ της ψυχής σου…

Μια μπαλάντα για τη νύχτα πες μου
Μια μπαλάντα πριν έρθει η αυγή
Δυό στροφές και μια μελωδία
Ένα ρεφραίν ενάντια στη σιωπή
Δωσ'μου έρωτα πάρε μου τα μάτια
Δώσ'μου αλήθεια πάρε μου τη ζωή
Δείξε ένα τρόπο να περνώ τα βράδυα
Δίχως όνειρα για άκρατη φυγή
Ένα αστείο πες μου να γελάσω
Πάρε το δάκρυ μου κάντο προσευχή

Παρ' τις σκέψεις μου κάντες δαχτυλίδι

Βγάλε με απ' αυτό το σάρκινο κλουβί
(πού είσαι; μπορείς να με νιώσεις;)



Παρασκευή, Ιανουαρίου 19

Ψευτοδίλημμα: Ασφάλεια ή Δικαιώματα;

Να χρησιμοποιηθούν οι κάμερες στους δρόμους αν χρειάζονται για την αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση της εγκληματικότητας και της τρομοκρατίας;
Ασφαλώς!
Ποιος δεν θέλει να αντιμετωπιστούν και η εγκληματικότητα και η τρομοκρατία με τον πλέον αποτελεσματικό τρόπο;
Να χρησιμοποιηθούν, όμως, με όλες τις δυνατές εγγυήσεις και με τρόπο που να διασφαλίζει ότι δεν θα απειλείται κανένα ατομικό δικαίωμα, κανένας πολίτης;
Ασφαλώς!
Ποιος δεν θέλει να προστατεύονται τα δικαιώματα του κάθε συμπολίτη μας στην πληρέστερη δυνατή εκδοχή τους;
Στο ερώτημα "τι θέλουμε; ασφάλεια ή δικαιώματα;", δεν χωρά άλλη απάντηση:
ΚΑΙ ασφάλεια ΚΑΙ δικαιώματα!
Άλλωστε, η προστασία των δικαιωμάτων είναι μέρος της ασφάλειας των πολιτών...

Πέμπτη, Ιανουαρίου 18

Ανωνύμου του Έλληνος Γ' "Η διαταγή πληρωμής"

Όλοι τον θαύμαζαν. Ο Σάκης ο αυτοδημιούργητος. Παιδί ταλαιπωρημένης εργατικής οικογένειας, βλέπετε, και να κυκλοφορεί με Καγέν!
Ήταν άτακτος, απροσάρμοστος μαθητής. Θυμάμαι μια περίεργη διμούτσουνη κατασκευή, με την οποία κατόρθωνε πάντα να μας βγάζει από τη δύσκολη θέση. Έβαζε τα καλώδια στη πρίζα και προκαλούσε γενικό βραχυκύκλωμα. Γλιτώναμε το ανιαρό μάθημα της Φυσικής.
Ήταν το απόβρασμα της ΚΝΕ. Ακολουθούσε το δικό του μοναχικό δρόμο. Την εντολή του Φαράκου «πρώτοι στα μαθήματα, πρώτοι στον αγώνα», την είχε γραμμένη κανονικά! Δε θαύμαζε τόσο το Νίκο Μπελογιάννη, όσο το Νίκο Κοεμτζή, και άλλους παραβατικούς.
Ήμουν Πρόεδρος του 15μελούς. Τα παιδιά μπουγελωνονόμαστε κατά το πατροπαράδοτο έθιμο, λίγο πριν τις καλοκαιρινές διακοπές. Η Λύκαινα, μια κακάσχημη γεροντοκόρη μπαμπόγρια, απείλησε με αποβολή το Σάκη. Μπήκα στο γραφείο της και της τα΄σουρα. Ήμουν και καλός μαθητής. Τα πήρε πίσω. Ο Σάκης τη γλίτωσε και μου είπε δημόσια: «Μεγάλε, είσαι πολύ μεγάλος, δε μασάς!». Η πιο ωραία φιλοφρόνηση που άκουσα ποτέ!
Στο στρατό, όπως μάθαινα, ήταν λουφαδόρος πρώτης. Εκεί άρχισε να πρωτοανακαλύπτει το λαμπρό κόσμο της μπίζνας. Είχε κάνει κύκλωμα με το σιτιστή, και ένα γνωστό του που έφτιαχνε σάπια κρουασάν. Προμήθευαν το ΚΨΜ. Κανένας φαντάρος δεν έπαθε τίποτα, με τόσα εμβόλια..
Μετά το στρατό, αλλαζε τις δουλειές πιο συχνά κι΄απ΄τις γκόμενες. Γκόμενες πάντως είναι αλήθεια δεν είχε πολλές. Ίσως ήταν το μόνο που κράτησε από τις ηθικές κομμουνιστικές του παρακαταθήκες. Ήταν ερωτευμένος με την ωραία της τάξης. Όλοι θαυμάζαμε τις βυζάρες της. Ο Σάκης έλεγε ότι θα μπορούσε να βυζάξει ίσαμε 30 μοσχάρια. Τελικά, η Ελένη, βύζαξε τα τρία του παιδιά. Την παντρεύτηκε στα 20 του, αμέσως μετά το απολυτήριο.
Οι δουλειές του πήγαιναν καλά, μετά το 95 όμως, απογειώθηκαν! Είχε ήδη δύο καφετέριες. Πολλά λεφτά. Πλούσια ζωή. Εξακολουθούσε όμως να μένει στη λαική του γειτονιά, στο πατρικό σπίτι, έχτισε το δεύτερο πάτωμα, και ένα μεγάλο δώμα.
Με τις Τράπεζες δεν τα πήγαινε καλά. Δεν ήθελε ούτε καν να μπαίνει μέσα. Του την έσπαγαν και αυτά τα κακόμοιρα γραβατωμένα φοβισμένα ανθρωπάκια. Τις όποιες δοσοληψίες της δουλειάς, τις αναλάμβανε η γυναίκα του. Ο Σάκης έλεγε ότι στην Τράπεζα θα έμπαινε μόνο για να τη ληστέψει!

Εκεί κατά το 99, άρχισε να μπαίνει ο διάολος μέσα του. Ο Δημητράκης, παλιός μας συμμαθητής, από καλή μεσοαστική οικογένεια (γυιος εφοριακού), ήταν στελεχάκι γραμμής σε μια καινούργια Τράπεζα, που άνοιξε στη γειτονειά – CosmoBank. Ο Σάκης δε είχε κομπόδεμα. Τα χάλαγε όλα. Είχε κάνει 3 καλές ασφάλειες για τα παιδιά, κι΄αυτό ήταν όλο. Η Ελενίτσα ήταν κοκέτα. Γυμναστήρια, Ινστιτούτα, λούσα, πιο όμορφη και λαμπερή κι΄από πιτσιρίκα. Ο Δημητράκης του πιπίλιζε το μυαλό. Δεν είναι δάνειο τούλεγε, είναι εργαλείο για να επεκτείνες τη μπίζνα σου. Πρέπει να επεκταθείς. Οι καφετέρειες δεν έχουν πολύ ψωμί ακόμη. Τελικά τον κατάφερε. Το σχέδιο; Internet café, video wall, και παράνομα στοιχήματα. Νοίκιασε δυο πανάκριβα μαγαζιά στην κεντρική λεωφόρο, κοντά στην πλατεία, κράτησε και τις δύο καφετέρειες. Η επένδυση ακριβή. Ο Δημητράκης έπιασε το budget του.

Οι καφετέρειες όντως άρχισαν να «πέφτουν». Ο Σάκης με τα μαγαλεπίβολα σχέδια του Δημητράκη, τις παράτησε, άρχισαν να μπαίνουν μέσα. Στην αρχή εκλεισε η μία, μετά και η άλλη. Ο Σάκης υπερήφανος καθώς ήταν, δεν έβλεπε τι ερχόταν. Κατανάλωνε όλο και πιο πολύ. Και με δανεικά. Η CosmoBank να΄ναι καλά. Αγόρασε και Καγέν, και σκάφος αναψυχής. Τον είχε πάρει η κάτω βόλτα. Όμως αυτός εκεί, να χορεύει την παραγγελιά του.. Ο πατέρας του του έλεγε: «συμμορφώσου όσο είναι καιρός, κι΄ο γάιδαρος πριν ψοφήσει, του σηκώνεται..».

Τα internet café, μεγάλη απάτη. Μόδα που πέρασε γρήγορα. Ο Δημητράκης άρχισε ν΄αλλάζει στάση. Στην αρχή του συμμάζεψε λίγο τα δανεικά του. Του υποθήκευσε το σπίτι, για να μικρύνει η δόση. Μετά άρχισε να τον πιέζει. Ο Σάκης καθυστερούσε να ξεπληρώνει. Οι καθηστερήσεις όλο και μεγάλωναν. Ο Δημητράκης του΄πε μια μέρα, ότι σε κάποια μετεκπαιδευση στα Κεντρικά, τους είπαν ότι σύντομα θα επιβληθούν πολύ αυστηροί κανόνες: οι Κανόνες της Βασιλείας. Όποιος καθυστερεί να πληρώνει, θα έχει πρόβλημα. Ο Σάκης ήξερε για τους αντι – βασιλικούς αγώνες του πατέρα του και του παππού του, νόμιζε όμως ότι αυτά είχαν περάσει.

Ο Δημητράκης κάποια στιγμή έχασε τον έλεγχο. Η υπόθεση έφυγε από τα χέρια του. Την ανέλαβαν τα Κεντρικά. Έτσι είπε στο Σάκη. Δεν άργησε να βγει η Διαταγή πληρωμής. Ο Δικηγόρος του το΄πε καθαρά. Αν δεν πληρώσεις, θα σου βγάλουν το σπίτι στο σφυρί. Οτι δεν κατάφεραν οι εργολάβοι τόσα χρόνια. Παρακάλαγαν τον κυρ – Χαράλαμπο να το δώσει αντιπαροχή. Το σπίτι ήταν μεγαλούτσικο, με ωραία αυλή. Είχε και φούρνο. Εκεί έκρυβαν τον ασύρματο και τον πολύγραφο. Πέτρινα χρόνια. Στις δυο πλευρες της αυλής είχαν ορθωθεί πολυκατοικίες. Τους τοίχους τους είχε ζωγραφίσει αρχικά ο κυρ – Χαράλαμπος, εμπνεόμενος από το σοσιαλιστικό υπερρεαλισμό. Παλληκάρια με σφυρήλατα μπράτσα, λευκά πουκάμισα, κοπέλες με γνήσια, ανόθευτη ομορφιά, να ατενίζουν αισιόδοξα την ανατολή του ήλιου. Αργότερα, ο Χάρης, εγγονός του κυρ – Χαράλαμπου, έφηβος πιά, ανέλαβε την ανανέωση. Μαζεύτηκε και παρέα του και έκαναν γκράφιτι. Ο κυρ – Χαράλαμπος, δεν πολυκαταλάβαινε το περιεχόμενο. Το αποδεχόταν όμως. Πίστευε πάντα στην έμπνευση της νεολαίας.

Ορίστηκε τελικά η δικάσιμος. Κι΄ο Σάκης θα ήταν κάτι σαν κατηγορούμενος. Ας είχε κάνει τουλάχιστον κάτι απ΄αυτά που είχε κάνει ο ήρωάς του, ο Νικος Κοεμτζής, ή έστω, ο άλλος, ο άνθρωπος με το γαρύφαλο...

Τρίτη, Ιανουαρίου 16

Οι "καγκελάριοι" (Λόγια της φυλακής)


- Τι κάνεις ρε μαλάκα στην τουαλέτα όλη την ώρα;

- Θα μας κάνεις και κουμάντο πότε θα πάμε στην τουαλέτα;

- Στην τουαλέτα πάνε για κανά κατούρημα. Εσύ ρε πούστη μου όλη μέρα μαλακίζεσαι, σαν ουραγκοτάγκος.. Έχει τρελαθεί ο μαλάκας, τον έχει βαρέσει το «κάγκελο»...

- Τι λέτε ρε σεις. Εγώ έχω τρελαθεί; Με τη μαλακία ρε σεις είσαι αυτόνομος, αξιοπρεπής ... σιγά μην ξεβρακώνομαι μπροστά στην κάθε καριόλα, τέρμα είπαμε ... τέρμα...

- Ρε τι έχουμε πάθει εδώ μέσα! Πεινάμε, διψάμε, καυλώνουμε κι από πάνω...

- Που να δείτε ρε σεις τον Γούσια! Τον έκανα προχθές τσακωτό στο κάγκελο της τουαλέτας, κρεμασμένο σαν τσίτα με το ένα χέρι και με τ’ άλλο τον έπαιζε! Τι κάνεις εκεί ρε, του λέω. Σώπα, μου λέει, πιάνω μάτι μια μικρή! Και γιατί κλαις ρε; Μαλακιζόταν και έκλαιγε ο πούστης. Σώπα, μου λέει, δεν ξέρεις εσύ. Λέω πάει, τρελάθηκε ο μπινές. Ανεβαίνω να δω και τι βλέπω. Έναν άνθρωπο στον κάμπο ίσα με δυο χιλιόμετρα μακριά. Δεν ξεχώριζες αν είναι άντρας ή γυναίκα. Αυτή, του λέω, ρε, με τ’ ασημένια σκουλαρίκια; Ναι, ναι, μου λέει, και το δάκρυ κορόμηλο...

Δευτέρα, Ιανουαρίου 15

σε σένα του πόθου μου αγρίμι....!

Του πόθου τ' αγρίμι δεν τρώει, δεν πίνει
δεν ξαποσταίνει.
Πεινάει για σένα, διψάει για μένα
και περιμένει.
Σε θέλω στο πλευρό μου
ακοίμητο φρουρό μουμε το φιλί με το σπαθί,
το δράκο να σκοτώσεις
και να 'ρθεις να με σώσεις
απ' τη ζωή μου την κλειστή.
Τι δε θα 'δινα
το γύρο του κορμιού σου να ξανάκανα
kι ας χανόμουνα
στη λάβα την καυτή και στα παγόβουνα.
Αν μ' αγαπάς, μη μου το πείς
αφού το ξέρω τρεις φορές θα μ' αρνηθείς.
Τι δε θα 'δινα
το γύρο του κορμιού σου να ξανάκανα
κι ας πνιγόμουνα στο κύμα που μαζί σου δροσιζόμουνα.
Αν μ' αγαπάς να μου το λές
κι εγώ για σένα θα πατήσω
και τις δέκα εντολές.
Στη νύχτα του κόσμου
το χέρι σου δωσ' μου,
παρηγοριά μου,
το δρόμο να βρούμε, τον τρόπο να ζούμε,
ανηφοριά μου.
(Αρβανιτάκη...)

Σάββατο, Ιανουαρίου 13

Τι ρωτάς για την Άνοιξη; (Στην anima rana)


Μια πέτρα πέφτει
στο νερό:
η συννεφιά
ρυτιδώνεται...

Ρόδινη δύση
στάζει το φως
στα λευκά
νυχτολούλουδα...

Διάτρητο φύλλο!
Το σαλιγκάρι
γυμνό
αναπαύεται...

Τρέμουν τα φύλλα!
Στη δροσιά
ηδονίζονται
πυγολαμπίδες...

Κλαδί μυγδαλιάς
στο ποτήρι!
Τι ρωτάς
για την άνοιξη;

Άνθη στο χώμα!
Μ' ένα φύσημα
πέφτει
ο παράδεισος...

Φεγγάρι στο βάλτο!
Μια σαύρα
σταχτόμαυρη
ασημώνεται...

Νερά λαμπερά!
Τα άσπρα φτερά
στο βυθό
καθρεφτίζονται...


Πέμπτη, Ιανουαρίου 11

Ανωνύμου του Έλληνος (Β΄) "Ορειβατικά Γυμνάσματα"


Σάββατο πρωί.
Το λεωφορείο σιγά - σιγά γεμίζει. Γεμίζει με πόθους, ανησυχίες, απογοητεύσεις, ανάκατα με την προσμονή της λύτρωσης και του καθαρμού. Ξεκινάμε για Δυτ. Μακεδονία. Γη Παράξενη , διαφορετική, ξένη, μα και γοητευτική για όλους τους Νότιους. Οι άνθρωποι, ξεδιπλώνουν τον εαυτό τους. Τον άλλο τους εαυτό, αυτόν που ερμητικά κρατάν κλειστό, εντός των τειχών. Θαρρείς πως έχεις δύο εαυτούς: τον πενθήμερο και τον διήμερο. Κι΄αυτό αν είσαι τυχερός. Αν δεν είσαι, τότε άστα..Περίμενε καλύτερα την άλλη ζωή!
Φαίνεται να εγκαταλείπουμε όλο και πιο πολύ, καθώς το κοντέρ γράφει χιλιόμετρα, τη σύγχρονη τεχνολογία. Καλωδιακά και ασύρματα συστήματα, ξεμακραίνουν.
Μαλακάσα, ώρα μηδέν. Η φύση ξύπνησε, και νίκησε τα μπετόν αρμέ και τα τσιμέντα ταχείας πήξεως. Είπαν οι ειδικοί, ότι η κατολίσθηση ήταν ταχύτατη. Πιο γρήγορη και απρόσμενη κι΄απ΄αυτή την κατρακύλα των μετοχών των κατασκευαστριών εταιρειών, στο χρηματιστήριο των αγοραίων αξιών τους.
Μεσημέρι, Θεσσαλικός κάμπος.
«Πυρκαγιά, πυρκαγιά, στο μυαλό μου πυρκαγιά, πυρκαγιά στη Θεσσαλία και στα δώδεκα χωριά», έλεγε ο τροβαδούρος. Δύναμη πολλή έχει αυτός ο τόπος. Αυτός ο κάμπος έχει ζωή. Στέκεται στη μέση της Ελλάδας, όπως τα πνευμόνια και η καρδιά, στο ταλαίπωρο σαρκίο μας.
Λάρισα, ώρα φαγητού. Κι΄η πλατεία ήταν γεμάτη, όχι από φοιτητές, αλλά από γυναίκες. Αλλοτινές μορφές, καμπίσιες αμαζόνες.
Ο Όλυμπος ξεπροβάλλει μες τα σύννεφα. Ωστόσο είναι ξέμακρος. Είναι μόνο για τους Θεούς του. Για μας τους θνητούς άφησαν τις Μούσες, δεν μας κακοπέφτει καθόλου.
Άνοδος προς Σαραντάπορο. Η Μακεδονία αρχίζει να σαλεύει τ’άκρα της. Αγουροξυπνάει από το χειμωνιάτικο ύπνο. Είναι ακόμη χλωμή και γκρίζα. Μα ο ήλιος δε θ΄αργήσει να φωτίσει το πρόσωπό της. Άλλος τόπος κι αυτός, ορεινός μα και πεδινός, τραχύς μα και ήμερος. Λες κι οι Θεοί τέντωσαν το κάμπο απ΄τη Θεσσαλία και τον ξάπλωσαν πάνω στα βουνά, σαν τον τραχανά στο ντιβάνι.
Απομεσήμερο, κατηφορίζουμε προς την κοιλάδα του Αλιάκμονα. Μια Θάλασσα μες τον κάμπο και κάτω απ΄τα βουνά. Και μια γέφυρα να προσπαθεί να ενώσει αυτό που έκοψαν οι μηχανικοί στα δυο.
Σέρβια Κοζάνης. Μετά τα Καλάβρυτα, το Δίστομο, πριν τη Δεσκάτη, την Κάντανο, τα Ζαγόρια και δεξιά τα Πιέρια κι ο Τίταρος. Άπαρτα κάστρα και πυρωμένες ψυχές.
Απόγευμα, Κοζάνη. Πρωτεύουσα της Δυτ. Μακεδονίας, πύλη προς τη βορειοδυτική βαλκανική ενδοχώρα. Πόλη σύμβολο, μαζί με τα Γιάννενα, την Καβάλα, την Κομοτηνή, την Αλεξανδρούπολη. Σύμβολο της νέας βαλκανικής μας αναγέννησης.
Η πόλη – πρωτεύουσα της Αποκριάς, η πόλη του Θεού τράγου, η πόλη των φανών και των φαλλών, του ατέλειωτου γλεντιού, η πόλη της φιλοξενίας και της ντομπροσύνης. Οι Κοζανίτες, ξανθωποί σλαβόσποροι! Άλλη ράτσα, γαλανομάτηδες και μερακλήδες. Και οι γυναίκες τους ψηλές, αφράτες, ηδυντικές και ευφραντικές, εξωτικά μπαχαρικά. Πρωτοξαδέρφες των γυναικών της Λάρισας, ίσως και ετεροθαλείς αδερφές. Τις φοράδες μάνες τους, τις βάτεψε, καθώς φαίνεται το ίδιο ρούσικο αγριάλογο, που στο αλλοπαρμένο διάβα του, έσπερνε παντού μούλικα αγήτευτα αγρίμια και μπάσταρδες καλλονές. Θυμάμαι ως τώρα τη μεσόκοπη φιλόλογο στο Γυμνάσιο, με κότσο και γυαλιά πρεσβυωπίας, να προσπαθεί να με κάνει να καταλάβω τους στίχους του Παλαμά: «ξένη ανθοβολιά σε ντόπιο χώμα», με όρους φυτοβοτανολογίας. Μετά από χρόνια το κατάλαβα..
Κυριακή πρωί. Βελβενδός. Η ανάβαση για το όρος των μουσών ξεκινά. Ο Βελβενδός πνιγμένος στις ροδακινιές και στα τρεχούμενα νερά. Ο πρωινός οργασμός της Μακεδονικής άνοιξης, μας προϊδεάζει για τους καρπούς του καλοκαιριού. Κι ο εραστής χειμώνας, ετοιμάζεται να πέσει σε βαθύ ύπνο, όπως και κάθε άλλος εραστής μετά τη συνουσία.
Ανάβαση. Δύο υπέροχοι Κοζανίτες, οδηγούν το παλιάσκερο. Ρε καρντάση, μου λέει ο ένας, φαίνεσαι γερό παιδί και αλέγκρο, θα με ξαλαφρώσεις λίγο; Ότι θέλεις πατριώτη, του αποκρίνομαι. Και βγάζει δυο μποτίλιες τσίπουρο. Έχω άλλες τέσσερις μου λέει. Πως θα βγάλουμε το βράδυ στο καταφύγιο; Το τοπίο αντάρτικα ανταριασμένο, και πιο πάνω χιονισμένο. Οι ανάσες γρήγορες, κοφτές και ρυθμικές, σαν το χτύπο του παλιού ξυπνητηριού. Τα βήματα αργά και ζυγισμένα, θαρρείς χορός ηπειρώτικος. Και το σφύριγμα το Κοζανίτη, συνεχές, αδιάκοπο. Σα ν΄άκουγες ταυτόχρονα τα χάλκινα του Μπρέγκοβιτς, τα κλαρίνα των Χαλκιάδων, τα βιολιά των Κονιτοπουλαίων, τις Μυκονιάτικες τσαμπούνες, τις κοντυλιές των Κρητικών λυράρηδων. Όλη η Ελλάδα, όλα τα Βαλκάνια, ένα σφύριγμα.
Καταφύγιο Μερκούρης Κυρατσούς. Οι Κοζανίτες άνοιξαν βήμα. Έφτασαν πρώτοι. Τα είχαν ετοιμάσει όλα σαν καλοί νοικοκυραίοι. Στο τζάκι καίγονταν τρία χοντρά πελέκια, η πετρελαιογεννήτρια στο φουλ. Πλαστικά ποτηράκια με τσιπουράκι για την υποδοχή των μουσαφιραίων. Κι΄ένα περίεργο γλυκό, κάτι μεταξύ ραβανί και χαλβά, πεσκέσι από την κυρία Προέδρου Ορειβατικού Συλλόγου Βελβενδού. Το γλέντι κράτησε μέχρι αργά. Ευτυχώς την άλλη μέρα δεν είχαμε πολύ κόπο. Η κορυφή ήταν κοντά. Μια ώρα σκάρτη. Οι μισοί προτίμησαν το άγιο τσιπουράκι.
Κατάβαση. Τραγουδάγανε όλοι. Ο καθένας το σκοπό του. Άλλος νησιώτικα, άλλος ρεμπέτικα, άλλος σουξέ της εποχής. Η πιτσιρίκα της παρέας, αρκέστηκε στο walkman. Κι΄ο μπάρμπα – Χρήστος το χαβά του: «Βροντάει ο Όλυμπος, αστράφτει η Γκιόνα, μουγκρίζουν τ΄ Άγραφα, σειέται η Στεριά, στ΄Άρματα – στ΄Άρματα..». Παλιός αντάρτης, είχε φάει τα βουνά με το κουτάλι. Είχε φάει και τρεις σφαίρες όπως μας έλεγε, στο Βίτσι κατά την οπισθοχώρηση. Γερό σκαρί.
Ο μπάρμπα – Χρήστος έκανε πολύ παρέα με τον κυρ – Κώστα. Παλιός χωροφύλακας αυτός. Ήταν κοντοχωριανοί. Απ΄το Μικρό Χωριό ο ένας, απ’ το Μεγάλο ο άλλος. Ένα ποτάμι τους χώριζε. Κάποια εποχή όμως παραφούσκωσε κι επνιξε πολλά παλικάρια, και απ΄το΄να χωριό, και από τ΄άλλο. Ήταν απόλαυση να τους αφουγκράζεσαι. Καμιά φορά τσακώνονταν για παλιές ιστορίες. Τις πιο πολλές ξεκαρδίζονταν στα γέλια, σα να αγγελοθωρούσαν.. Και σιγοτραγούδαγαν: «Κίνησαν τα καράβια, να παν στην ξενιτιά, τα καημένα». Είχαν κι΄οι δυο παιδιά μακριά. Ο Δεξιός στην Αμερική, ο Αριστερός στη Γερμανία...
Επιστροφή. Ύπνος βαθύς στο σκοτεινό λεωφορείο, κι΄ονείρατα αλαφροΐσκιωτα, μπερδεμένα, ακατάληπτα...

Τετάρτη, Ιανουαρίου 10

Πλατωνικός έρωτας και Χριστιανική αγάπη (Α)

Τον πλατωνικό έρωτα θα μπορούσαμε να τον ορίσουμε ως μια ανάταση ψυχής μέσα σε συνθήκες ιδανικής ομορφιάς. Ένα εξαιρετικό βίωμα, μια εμπειρία συγκλονιστική που σε καμιά περίπτωση δεν σταματά στην αισθησιακή σαρκική απόλαυση. Είναι μια αρμονία ψυχών που γεννά το υψηλό, το ονειρικό, το ηδανικό, το ιδεώδες.
Όμως, ο πλατωνικός έρωτας στο βάθος του είναι αριστοκρατικός! Στηρίζεται στην επιλογή ανάλογα με την αξία. Το αγαπημένο είναι ανώτερο του αγαπώντος. Αντίθετα, η χριστιανική αγάπη είναι μίμηση της αγάπης του Θεού προς τον άνθρωπο. Δεν βασίζεται στην κοινωνική σκοπιμότητα, την αλληλεγγύη, τους δεσμούς συγγένειας ή φιλίας. Ο πλησίον αγαπιέται όχι λόγω των αρετών ή της κοινωνικής του θέσης. Όσο, μάλιστα, πιο αδικαιολόγητη είναι η αγάπη (προς τον αμαρτωλό, τον εχθρό κλπ) τόσο είναι πιο αληθινή και άδολη.
Η αγάπη στρέφεται προς όλους, ο έρως ποτέ! Η χριστιανική ηθική βασίζεται στην ταπείνωση και στην παραίτηση απ' τη "δήθεν αξιοπρέπεια"! Η αρχαία ελληνική ηθική βασίζεται στην ατομική αξιοπρέπεια, στην εσωτερική αυτονομία και στην εξωτερική αυτάρκεια.
Ο 'Ερως υπακούει σε μια φυσική και λογική αναγκαιότητα. Το ωραίο δεν μπορείς παρά να το αγαπάς! Ο Έρως στρέφεται προς το ωραίο όπως το φυτό προς τον ήλιο. Η αγάπη όμως προς τον διπλανό μας είναι προσταγή "αντίθετη προς τη φύση"! Δεν είναι φυσικό και λογικό να αγαπάς κάποιον που έχεις σοβαρούς λόγους να μισείς...
Ο Πλάτων είναι κατά βάθος νομοθέτης. Σημασία γι' αυτόν έχει η επίτευξη του σκοπού του έρωτος, που είναι ο εμπλουτισμός και η βελτίωση του Εγώ! Συνεπώς, θα μπορούσε ο άνθρωπος ακόμη και να υποχρεωθεί να γίνει ηθικός. Ο Χριστός, όμως, είναι "αλιεύς ψυχών"! Έξω από την ελευθερία, χωρίς ελευθερία τίποτε δεν έχει ηθική αξία...

Τρίτη, Ιανουαρίου 9

Τέχνη ή Πορνογραφία;


Τις τελευταίες μέρες έχω δεχθεί από ορισμένους φίλους κάποια μέιλ στα οποία διαμαρτύρονται γιατί, καθώς λένε, το παρακάναμε με ορισμένα πολύ τολμηρά ποστς, εδώ και στην «Ουρανούπολη».
Οι απόψεις τους μου θύμισαν την περίπτωση του γνωστού Έλληνα καλλιτέχνη Επαμεινώνδα Παπαδόπουλου («Νonda») την οποία πληροφορήθηκα λίγο πριν τις γιορτές όταν επισκέφθηκα την έκθεση των έργων του στο Μουσείο Μπενάκη.

To 1952 η πρώτη του ατομική έκθεση στην Ελλάδα, στην αίθουσα Παρνασσός, στο κέντρο της Αθήνας, προκάλεσε πανελλήνιο σκάνδαλο. «Τα γυμνά σου είναι άσεμνα. Προσβάλλουν τη δημόσια αιδώ. Μάζεψέ τα και δρόμο» φώναζε, σύμφωνα με τον τύπο της εποχής, ο γραμματέας της αίθουσας, μεταφέροντας την απόφαση της διοίκησης του Παρνασσού να βάλλει λουκέτο στην έκθεση οκτώ μέρες μετά τα εγκαίνια.
Προκλήθηκε μεγάλος σαματάς και τελικά παρενέβη ο παλιός του καθηγητής στη Σχολή Καλών Τεχνών Σπύρος Βικάτος κάνοντας μια συμβιβαστική πρόταση. Τα επίμαχα σημεία των ζωγραφισμένων μορφών καλύφθηκαν με φυσικά φύλλα συκής στερεωμένα προσεκτικά πάνω στον μουσαμά με καρφίτσες…

Δευτέρα, Ιανουαρίου 8

Ανωνύμου του Έλληνος Α' "Ιησούς και Κούδας"

Την Κυριακή ξυπνάγαμε νωρίς στη μικρή επαρχιακή πόλη. Η μάνα μας, θεοσεβούμενη γυναίκα, μας εκκλησίαζε τακτικά. Γρήγορο πρωϊνό – γάλα από την τοπική γαλακτοβιομηχανία που δεν υπάρχει πια, ψωμί με μερέντα, όταν δε θα πηγαίναμε να κοινωνήσουμε.
Στον Αϊ Θανάση, πήγαινα σχεδόν πάντα στο ιερό. Είχαμε φτιάξει μια περίεργη τρελοπαρέα και με τη βοήθεια του Θεού και του κυρ-Νώντα, του νεωκόρου, κάναμε χοντρό χαβαλέ και κουτσομπολιό για τις ενδυματολογικές προτιμήσεις των επώνυμων κυριών και δεσποινίδων της μικρής επαρχιακής πόλης. Φυσικά, υπήρχαν και οι αγγαρείες (αρτοκλασία κ.α.), τις οποίες φρόντιζα να αποφεύγω όπως ο «όξω από δω» το λιβάνι.
Μετά την εκκλησία, πηγαίναμε στο καφέ - ζαχαροπλαστείο της πλατείας και απολαμβάναμε υπέροχη πάστα αμυγδάλου. Ο πατέρας δεν έκανε κέφι τα γλυκά. Προτιμούσε άλλες ουσίες και οινοπνεύματα, γι’ αυτό, προφασιζόμενος έκτακτες υπηρεσιακές υποχρεώσεις, έσπευδε στο παρακείμενο οινομαγειρείο του Μπενετάτου για τις σχετικές διευθετήσεις, μακριά από την διαρκώς αδιάκριτη - οχλητική ματιά της μάνας μου.
Το μεσημεριανό, σωστή ιεροτελεστία. Φαί καλοψημένο στο φούρνο της γειτονιάς, το σπίτι σε πλήρη τάξη, η μάνα πρόθυμη και ευπροσήγορη, ο πατέρας ήρεμος και καλοσυνάτος.
Και μετά το φαγητό; Το πιο γλυκόπικρο επιδόρπιο για τη μικρή επαρχιακή πόλη, γήπεδο. Κάθε Κυριακή είχαμε εντός έδρας ματς. Τρεις ομάδες είχε η μικρή επαρχιακή μας πόλη. Τις πιο πολλές φορές ο πατέρας είχε υπηρεσία τήρησης μέτρων τάξης. Οι επαρχιώτες, ήρεμοι και μειλίχιοι άνθρωποι, στο γήπεδο μεταμορφώνονταν σε άγρια θηρία... Με έπαιρνε μαζί, πέρναγα χωρίς εισιτήριο και μετά οι δρόμοι μας χώριζαν. Εκείνος για τον αγωνιστικό χώρο, εγώ για την κερκίδα. Εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν κυριλέ, χρωματιστά πλαστικά καθίσματα, μήτε αριθμημένες θέσεις, ούτε βέβαια πολυτελή café και fast food. Η κερκίδα ήταν σκληρή, υγρή, κρύα, τσιμεντένια, αριθμοί δεν υπήρχαν, ο καθένας όμως είχε μόνιμη θέση δίπλα στους άλλους. Πορτοκαλαδίτσα στο στρόγγυλο πλαστικό μπουκαλάκι, που ενίοτε χρησιμοποιούνταν προς σωφρονισμό του λαισμαν, χωρίς να του προκαλεί βέβαια ανεπανόρθωτη βλάβη, σάμαλι από τον πλανόδιο γλυκατζή, κι΄όλα έτοιμα για το εναρκτήριο λάκτισμα – kick off το λένε οι σύγχρονοι νεάντερνταλ.
Στη θέση τους όλοι: οι αδελφοί Πανουτσοπουλαίοι, βασικά στελέχη της φιλαρμονικής του Δήμου της μικρής επαρχιακής πόλης, αναλαμβάνουν να σαλπίσουν τους παιάνες της επίθεσης και της κατατρόπωσης των αντιπάλων, ο παπα – Γιατράς, φανατικός, πλην όμως ευσεβής οπαδός, κήρυκας του ευ – αγωνίζεσθαι και της ηθικής υπεροχής της μικρής επαρχιακής πόλης. Οι βρισιές του; «αντίχριστε, αθεόφοβε επόπτα γραμμών, που το είδες το οφ – σάιντ». Οι γραφικότητες πολλές, πάρα πολλές, τόσες που μια ολάκερη ζωή να ξοδέψεις στα καλύτερα σχολειά της ψυχανάλυσης και της κοινωνιολογίας, δε φτάνουν να τις διαβάσεις ούτε μέχρι τη μέση.
Παρά λίγο να ξεχάσω έναν ακόμη βασικό πρωταγωνιστή: το τρανζιστοράκι! Καλές οι ομάδες της μικρής επαρχιακής πόλης, και ο Αστέρας και ο Εθνικός και ο Πηνειακός. Άξιοι και οι παιχταράδες τους: ο Αλάργας, τερματοφύλακας ζογκλέρ και σταβοκάνης, εριστικός και φασαριόζος, ο Ντίκης εξτρεμάκι πρώτης τάξεως, σέντρα διαβήτης, ταλαντούχος πιτσιρικάς, ο Λαμπίας ο γύφτος, κοφτή ντρίμπλα αλά Λοσάντα, με μάτια πίσω από την πλάτη, τους έκανε όλους κουτούς όταν έμπαινε από δεξιά, ο Τζώνυ ο Γκόμενος, σέντερ φορ που δεν έκανε κεφαλιές, για να μη χαλάσει η φρεσκοχτενισμένη ξανθιά χαίτη. Άφησα για το τέλος το δέκα το καλό. Ο Τάσης ο Καμαρινός, λεπτοκαμωμένος και ανάλαφρος, με απλές και απέριττες κινήσεις, η μπάλα με τη μία, ήταν πολύ ομαδικός, λέγανε ότι ήταν κουμμουνιστής, ο πατέρας του Μακρονησιώτης, είχε πεθάνει από χτικιό στο «σύρμα», εκεί έβαζαν λέει τους σκληρούς και αμετάπειστους...
Όμως είχαμε και την Ολυμπιακάρα, τον Παναθηναϊκό, το Αεκάκι, τον μΠΑΟΚ. Το μάτι στο ξερό τεραίν της μικρής επαρχιακής πόλης και το αυτί στο Καραϊσκάκη, τη Λεωφόρο, τη Φιλαδέλφεια, την Τούμπα. Υβ, Κελεσίδης, Δεληκάρης, Δομάζος, Ελευθεράκης, Αλβαρέζ, Παπαϊωάννου, Αρδίζογλου, Μαύρος, Κούδας, Σαράφης, Τερζανίδης και τόσοι άλλοι. Ακόμα θυμάμαι τη χαρακτηριστική μεταλλική φωνή του Αντώνη Πυλιαρού: «Φίλοι φίλαθλοι, ακροατές και ακροάτριες του 2ου προγράμματος του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας και Τηλεόρασης καλό σας απόγευμα από το στάδιο Καραϊσκάκη».
Μετά το μάτς, πιάναμε τις αλάνες και παριστάναμε τα ινδάλματά μας: ντρίπλα, σέντρα, φάλτσα, τάκλιν, όλα στην εντέλεια. Θέλαμε να γίνουμε όλοι ποδοσφαιριστές. Ούτε δικηγόροι, ούτε γιατροί, ούτε μάνατζερ!!
Από την άνοιξη και πέρα, που μεγάλωνε η μέρα, μετά την αλάνα, πηγαίναμε ποδηλατάδα, σ΄ένα περίεργο μέρος. Δεν ξέραμε τι ακριβώς ήταν και τί γινόταν εκεί. Μερικοί το έλεγαν «σπίτια», κάποιοι άλλοι «τα κορίτσια». Ο Μανής ο μεθύστακας το έλεγε «μπουρδέλο». Μας άρεσε εκείνο το μέρος. Μένανε μόνο κορίτσια. Κορίτσια όμορφα, καλλίγραμμα, φτιασιδωμένα. Όχι όπως οι χοντρόκοπες μανάδες μας και οι αγορίστικες συμμαθήτριές μας. Μας καλολογάγανε, μας έλεγαν ανέκδοτα που δε πολυκαταλαβαίναμε, μας έκλειναν πονηρά το μάτι, μας χάιδευαν. Μα με άλλο χάδι, το νοιώθαμε σαν πυρωμένο σίδερο, να μας απογαλακτίζει βίαια από το μητρικό θώκο. Μερικές φορές μας φιλεύανε ψωμί με μαρμελάδα. Έγλειφα και τα δάχτυλά μου. Μυστήριο πράγμα. Η μάνα μου με κυνήγαγε να φάω μαρμελάδα!
Στο λασπωμένο στενοσόκακο, πίσω από «τα σπίτια», πρωτοείδα εκείνες τις περίεργες στενές νάυλον σακουλίτσες, μ΄ ένα υγρό σαν πύο μέσα... Ο μεγαλύτερος από την παρέα έλεγε να μη τα ακουμπάμε γιατί έχουνε αρρώστιες.

Και το βράδυ, «Αθλητική Κυριακή». Γιάννης Διακογιάννης, Βαγγέλης Φουντουκίδης. Αν είχε χάσει η ομάδα μου «ο χάρος ναρχονταν μια Κυριακή το βράδυ».

Σάββατο, Ιανουαρίου 6

Το κουρέλι...


Έκανε ζέστη εκεί μέσα. Πήγα προς το πιάνο κι έπαιξα. Δεν ήξερα να παίζω πιάνo. Χτύπαγα μονάχα τα πλήκτρα! Περίεργο... Σαν κάτι να είχε τρυπώσει κάτω απ’ το πιάνο! Κοίταξα κι είδα ένα κορίτσι ξαπλωμένο εκεί κάτω, με το φόρεμά της ανεβασμένο ψηλά, γύρω στους γοφούς. Ήταν μια όμορφη τύπισσα, ένα κοριτσάκι (γύρω στα δεκαεφτά) με μακριά μαύρα μαλλιά. Πάντα μου άρεσαν οι τύπισσες με μακριά μαλιά! Δηλαδή αυτές που τα μαλλιά τους φτάνουν μέχρι τον κώλο κι εσύ αδράχνεις συνέχεια μαλλιά καθώς το κάνεις...
Συνέχιζα να παίζω με τόνα χέρι κι άπλωσα τ’ άλλο να τη χουφτώσω... Πήγαμε σπίτι της. Δεν έπλασα παραμύθια για πνευματικές ή ψυχικές επαφές. Κύλισα δίπλα της νιώθοντας αρκετά ελεύθερος. Κοίταξα το νταβάνι, τεντώθηκα και μπήκα στη διαδικασία του μπάνιου. Σε λίγο βγήκα στάζοντας... Αυτή έψαξε κάτω απ’ το στρωματέξ και τράβηξε ένα κουρέλι και μου τόδοσε να σκουπιστώ. Μού φυγε η ψυχή. Το γαμημένο το κουρέλι ήταν κοκκαλωμένο παντού. Αλλά το παιξα άνετος. Βρήκα ένα μαλακό σημείο και σκουπίστηκα. Μου πήρε λίγη ώρα να το βρω. Μετά χρησιμοποίησε αυτή το κουρέλι. Έφυγα τρέχοντας από κει μέσα...

Πέμπτη, Ιανουαρίου 4

Το ταξίδι... (στην Αθηνά)

Το ταξίδι,
βέβαια,
είναι δύσκολο
στ' ανοιχτά.
Σε δέρνουν
όλοι οι καιροί,
στα τεντωμένα νεύρα σου
οι άνεμοι
θα πλαταγίσουν
τα καμτσίκια τους...

Θα παίξεις
με τη μοίρα
επικίνδυνα παιχνίδια!

Ωστόσο
κράτα γερά
το διάκι σου
κι η πλώρη
"πρόσω ολοταχώς"!

Αμίλητος
στη γέφυρα,
με λευκασμένα γένια,
ο Οδυσσέας
σου δείχνει
όλα τα λιμάνια,
σου λέει:
"Μπορείς"!

Οι δρόμοι μας παράλληλοι
κι οι ρόλοι ακατάλληλοι
μα οι κρυφές στιγμές που μας ενώνουν
βαθιά τα κύτταρα μας χαρακώνουν
Παράφορα μας δένουνε τα χάδια μας και τα φιλιά μας
δυο άγγελοι αιχμάλωτοι στην κόλαση του έρωτά μας
Θα μείνει ματαξύ μας
αυτός ο έρωτας που καίει το κορμί μας
η κάθε νύχτα στην παράνομη ζωή μας
Θα μείνει μεταξύ μας
αυτό το πάθος π' αρρωσταίνει την ψυχή μας
είναι λύτρωση κρυφή μα και καταστροφή μας
Λαθραία συναντιόμαστε στου έρωτα τα μονοπάτια
και όταν πια χανόμαστε γινόμαστε κι οι δυο κομμάτια


(τραγούδι του Πάνου Φαλάρα)

Τετάρτη, Ιανουαρίου 3

Ερωτική διάθεση




Η Πρωτοχρονιά με βρήκε μόνη στο σπίτι. Το επεδίωξα. Δεν ήθελα φασαρία ήθελα έρωτα.



Ερωτικός παρτενέρ; ο απέναντι εαυτός μου... Κοιταζόμουν ναρκισσιστικά στον καθρέφτη, σχεδόν ημίγυμνη, δάγκωνα το δάχτυλό μου και ήθελα να χαϊδευτώ εκεί κι εκεί κι εκεί!


Όμως όχι, όχι ακόμα, τυραννικά καρτερούσα την ώρα της αλλαγής του χρόνου, και τότε βεγγελικά στον ουρανό, ρίγη στο κορμί μου.


Ναι, τότε ήταν που καταλάβαινα πως αλλαγή σημαίνει φως, εκλάμψεις και λάμψεις, τρελλές κραυγές, υγρή καυτή σάρκα, σαμπάνια να πίνεται από τον αφαλό μου, να κυλάει προς τα κάτω και να με τσούζει φτάνοντας εκεί...



Πόσο βασανιστικά μπήκε αυτός ο ...χρόνος!



................



ένας ξέφρενος ρυθμός με συνεπήρε, χορός ηδονικός, αισθήσεων ακοίμητων στο "φρούριό μου"



το κάστρο έπεσε μαζί και η αυλαία του 2006...



Ο τσαλαπετεινός..... (Στο Καπιταλιστικό Κομμούνι)




Απόψε βρέχει.

Ένας βαλσαμωμένος τσαλαπετεινός
απάνω στο γραφείο σου
με την ασάλευτη φυγή
στα ορθάνοιχτα φτερούγια του
με την κραυγή πνιγμένη
στο μισάνοιχτο ραμφί
δεν κατορθώνει να σε πείσει
για κάποια παρουσία στο δωμάτιο.
Μασκαρεμένες απουσίες...
Είσαι μόνος, καταμόναχος
κι απόψε
βρέχει...βρέχει...βρέχει...

Δεν υπάρχει χώρος για άλλες σκέψεις...

Δεν υπάρχει χώρος για άλλες σκέψεις ..

Μόνο αυτή: Θολή μέσα σε όλες της, τις λεπτομέρειες
Τι να πω;
Θα μας ελευθερώσουν οι λέξεις;




Πολιορκημένοι από το μέλλον, εγκλωβισμένοι στο παρόν υφαίνουμε από απελπισία το λόγια των ημερών ,αντηχώντας στους τοίχους της ζωή μας.

Ακροβατούμε στη φασαρία του μυαλού μας
και την ακινησία της ζωής παντού γύρω.
Τι γίνεται όταν το μυαλό γεμίζει λέξεις;
Εθισμένοι σε άνοστες δόσεις καθημερινότητας
"σνιφάρουμε" όνειρα και προσδοκίες

διασκεδάζοντας την μονοτονία μας.
Καρποφορούμε τους συνεχιστές μας,
σημάδια των μερών που είδαμε...


Σκοτώνουμε το χρόνο, και μας σκοτώνει και αυτός...

Οι σκέψεις, βουβοί πίνακες που για μια στιγμή κοσμούν τα μάτια μας, μας θυμίζουν πως μπορούμε να υπάρξουμε και αλλιώς.


Οι αισθήσεις βουτηγμένες σε ψευδαισθήσεις

ορίζουν παραδεισένια "σήμερα".


Ψεύτικες πραγματικότητες...
και μεταβαλλόμενο παρελθόν...
άδικο το μέλλον, λέμε
και αφηνόμαστε στο στίγμα που εκπέμπει
η ύπαρξη μας, στη κενότητα του σύμπαντος.


Στο χρόνο ασελγούμε, κοροϊδεύοντας την δύναμη του, επιμένοντας να αγνοούμε τη συνεχή του παρουσία.
Έχουμε ήδη θυσιάσει τόσα, δεν θα μπορούσαμε να κάνουμε πίσω.

Ξεχνώντας από ανάγκη

ακροβατούμε στο σχοινί του χτες
αναπλάθουμε στιγμές για να στηρίξουμε το τώρα και να δικαιολογήσουμε τη συμπεριφορά μας αύριο.

Ας κοιτάξουμε στο καθρέφτη και ας σε δούμε, πιθανέ εαυτέ μας, δυνατό να βασιλεύεις στη σιωπή.Έχεις νικήσει προκαταβολικά εσύ.
Νικήσαμε! για να μπορείς να λες.

Και ενώ στεκόμαστε πάντα δίπλα ένα βήμα πίσω είμαστε
χωρίς ποτέ να προλαβαίνουμε,
ανίκανοι για λίγο να σταθούμε
πάντα θα τον χάνουμε.

Υπάρχουμε αναμφίβολα και ξαναζούμε στα όνειρα μας.

Συνεχώς δρόμοι ανοίγονται μπροστά μας για να βαδίσει το μυαλό μας.

Επιπλέει ο χρόνος γύρω μας, μια ελπίδα για επανάσταση, μια κραυγή που ποτέ δεν θα ακουστεί σε αυτόν τον εγκλωβισμένο στην ιδέα του μέλλοντος κόσμο.

Καθρέφτες κινούμενων εικόνων είμαστε...

σε μια ονειρική καταιγίδα που δε θυμόμαστε...

Ας ανθίσουμε και ας χαθούμε στις νέες προοπτικές του οπτικού μας πεδίου,

ενώ οι ώρες αφήνουν το χρόνο να περνά

δοκιμάζοντας τον στην απουσία τους.
Τόσες διαστάσεις για να χαθούμε, με τις πιθανότητες με το μέρος μας
ας μην σπαταληθούμε, στις θλιβερές ώρες που έχουν οριστεί για να χρονομετρήσουν την πορεία μας στη ζωή...

Τρίτη, Ιανουαρίου 2

Η πρώτη γυναίκα


Το σώμα της
- το ξέρει -
την προδίδει πια...
Μόνο στο βλέμμα
και στο πρόσωπό της
μια λάμψη από νιάτα.
Ίσως αυτά τραβούν
την προσοχή των νεαρών
που την κοιτάζουν...

Δεν έχει όρεξη
για τέτοια
σήμερα...

Μες στις φωνές
και τη βοή της αγοράς
αναθυμάται
τους παλιούς της έρωτες
και πιο πολύ
εκείνο
το δειλό αγόρι
που χάρηκε δυο νύχτες
- δυο νύχτες μόνο -

Το σώμα της
λίγα κρατεί.
Στη σκέψη όμως
μένει απείραχτη
απ' τον καιρό
η χλωμή
θλιμμένη του μορφή
πίσω απ' το τζάμι
του σταθμού
καθώς την αποχεραιτούσε...


Μεγάλη σύγχυση προκάλεσα με την "είσοδό" μου! Όχι βέβαια αδικαιολόγητα, αφού από το πουθενά βρέθηκα στου Ασκαρδαμυκτί τη φωλίτσα...


Τί να κάνω είμαι ζωηρή γατούλα, ενίοτε και τίγρης αλλά και πονηρό άτακτο γατσούνι.


Επίσης, με μπερδέψατε, κουμπαρούλα μου σε σένα αναφέρομαι, με την αγαπημένη του Άσκαρ, μα c'est ne pas possible, c'est terrible, oh mon dieu!... κι άλλα τέτοια επιφωνήματα!




Αν τελικά, δω κι απο ιδώ, πως το κλίμα δε με σηκώνει, τότε θα αυτοδιακτινιστώ στο διάστημα και θα μπω μόνη μου στην πυρά ως μια άλλη Ζαν ντ' Αρκ...




Εύχομαι από καρδιάς τις καλύτερες ευχές μου σε όλους σας, να γίνουν μέσα σ'αυτή τη χρονιά, όλα τα όνειρά σας πραγματικότητα και να έχετε πάντα χαμόγελο στα χείλη σας, κόκκινα και μη...