Την Κυριακή ξυπνάγαμε νωρίς στη μικρή επαρχιακή πόλη. Η μάνα μας, θεοσεβούμενη γυναίκα, μας εκκλησίαζε τακτικά. Γρήγορο πρωϊνό – γάλα από την τοπική γαλακτοβιομηχανία που δεν υπάρχει πια, ψωμί με μερέντα, όταν δε θα πηγαίναμε να κοινωνήσουμε.
Στον Αϊ Θανάση, πήγαινα σχεδόν πάντα στο ιερό. Είχαμε φτιάξει μια περίεργη τρελοπαρέα και με τη βοήθεια του Θεού και του κυρ-Νώντα, του νεωκόρου, κάναμε χοντρό χαβαλέ και κουτσομπολιό για τις ενδυματολογικές προτιμήσεις των επώνυμων κυριών και δεσποινίδων της μικρής επαρχιακής πόλης. Φυσικά, υπήρχαν και οι αγγαρείες (αρτοκλασία κ.α.), τις οποίες φρόντιζα να αποφεύγω όπως ο «όξω από δω» το λιβάνι.
Μετά την εκκλησία, πηγαίναμε στο καφέ - ζαχαροπλαστείο της πλατείας και απολαμβάναμε υπέροχη πάστα αμυγδάλου. Ο πατέρας δεν έκανε κέφι τα γλυκά. Προτιμούσε άλλες ουσίες και οινοπνεύματα, γι’ αυτό, προφασιζόμενος έκτακτες υπηρεσιακές υποχρεώσεις, έσπευδε στο παρακείμενο οινομαγειρείο του Μπενετάτου για τις σχετικές διευθετήσεις, μακριά από την διαρκώς αδιάκριτη - οχλητική ματιά της μάνας μου.
Το μεσημεριανό, σωστή ιεροτελεστία. Φαί καλοψημένο στο φούρνο της γειτονιάς, το σπίτι σε πλήρη τάξη, η μάνα πρόθυμη και ευπροσήγορη, ο πατέρας ήρεμος και καλοσυνάτος.
Και μετά το φαγητό; Το πιο γλυκόπικρο επιδόρπιο για τη μικρή επαρχιακή πόλη, γήπεδο. Κάθε Κυριακή είχαμε εντός έδρας ματς. Τρεις ομάδες είχε η μικρή επαρχιακή μας πόλη. Τις πιο πολλές φορές ο πατέρας είχε υπηρεσία τήρησης μέτρων τάξης. Οι επαρχιώτες, ήρεμοι και μειλίχιοι άνθρωποι, στο γήπεδο μεταμορφώνονταν σε άγρια θηρία... Με έπαιρνε μαζί, πέρναγα χωρίς εισιτήριο και μετά οι δρόμοι μας χώριζαν. Εκείνος για τον αγωνιστικό χώρο, εγώ για την κερκίδα. Εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν κυριλέ, χρωματιστά πλαστικά καθίσματα, μήτε αριθμημένες θέσεις, ούτε βέβαια πολυτελή café και fast food. Η κερκίδα ήταν σκληρή, υγρή, κρύα, τσιμεντένια, αριθμοί δεν υπήρχαν, ο καθένας όμως είχε μόνιμη θέση δίπλα στους άλλους. Πορτοκαλαδίτσα στο στρόγγυλο πλαστικό μπουκαλάκι, που ενίοτε χρησιμοποιούνταν προς σωφρονισμό του λαισμαν, χωρίς να του προκαλεί βέβαια ανεπανόρθωτη βλάβη, σάμαλι από τον πλανόδιο γλυκατζή, κι΄όλα έτοιμα για το εναρκτήριο λάκτισμα – kick off το λένε οι σύγχρονοι νεάντερνταλ.
Στη θέση τους όλοι: οι αδελφοί Πανουτσοπουλαίοι, βασικά στελέχη της φιλαρμονικής του Δήμου της μικρής επαρχιακής πόλης, αναλαμβάνουν να σαλπίσουν τους παιάνες της επίθεσης και της κατατρόπωσης των αντιπάλων, ο παπα – Γιατράς, φανατικός, πλην όμως ευσεβής οπαδός, κήρυκας του ευ – αγωνίζεσθαι και της ηθικής υπεροχής της μικρής επαρχιακής πόλης. Οι βρισιές του; «αντίχριστε, αθεόφοβε επόπτα γραμμών, που το είδες το οφ – σάιντ». Οι γραφικότητες πολλές, πάρα πολλές, τόσες που μια ολάκερη ζωή να ξοδέψεις στα καλύτερα σχολειά της ψυχανάλυσης και της κοινωνιολογίας, δε φτάνουν να τις διαβάσεις ούτε μέχρι τη μέση.
Παρά λίγο να ξεχάσω έναν ακόμη βασικό πρωταγωνιστή: το τρανζιστοράκι! Καλές οι ομάδες της μικρής επαρχιακής πόλης, και ο Αστέρας και ο Εθνικός και ο Πηνειακός. Άξιοι και οι παιχταράδες τους: ο Αλάργας, τερματοφύλακας ζογκλέρ και σταβοκάνης, εριστικός και φασαριόζος, ο Ντίκης εξτρεμάκι πρώτης τάξεως, σέντρα διαβήτης, ταλαντούχος πιτσιρικάς, ο Λαμπίας ο γύφτος, κοφτή ντρίμπλα αλά Λοσάντα, με μάτια πίσω από την πλάτη, τους έκανε όλους κουτούς όταν έμπαινε από δεξιά, ο Τζώνυ ο Γκόμενος, σέντερ φορ που δεν έκανε κεφαλιές, για να μη χαλάσει η φρεσκοχτενισμένη ξανθιά χαίτη. Άφησα για το τέλος το δέκα το καλό. Ο Τάσης ο Καμαρινός, λεπτοκαμωμένος και ανάλαφρος, με απλές και απέριττες κινήσεις, η μπάλα με τη μία, ήταν πολύ ομαδικός, λέγανε ότι ήταν κουμμουνιστής, ο πατέρας του Μακρονησιώτης, είχε πεθάνει από χτικιό στο «σύρμα», εκεί έβαζαν λέει τους σκληρούς και αμετάπειστους...
Όμως είχαμε και την Ολυμπιακάρα, τον Παναθηναϊκό, το Αεκάκι, τον μΠΑΟΚ. Το μάτι στο ξερό τεραίν της μικρής επαρχιακής πόλης και το αυτί στο Καραϊσκάκη, τη Λεωφόρο, τη Φιλαδέλφεια, την Τούμπα. Υβ, Κελεσίδης, Δεληκάρης, Δομάζος, Ελευθεράκης, Αλβαρέζ, Παπαϊωάννου, Αρδίζογλου, Μαύρος, Κούδας, Σαράφης, Τερζανίδης και τόσοι άλλοι. Ακόμα θυμάμαι τη χαρακτηριστική μεταλλική φωνή του Αντώνη Πυλιαρού: «Φίλοι φίλαθλοι, ακροατές και ακροάτριες του 2ου προγράμματος του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας και Τηλεόρασης καλό σας απόγευμα από το στάδιο Καραϊσκάκη».
Μετά το μάτς, πιάναμε τις αλάνες και παριστάναμε τα ινδάλματά μας: ντρίπλα, σέντρα, φάλτσα, τάκλιν, όλα στην εντέλεια. Θέλαμε να γίνουμε όλοι ποδοσφαιριστές. Ούτε δικηγόροι, ούτε γιατροί, ούτε μάνατζερ!!
Από την άνοιξη και πέρα, που μεγάλωνε η μέρα, μετά την αλάνα, πηγαίναμε ποδηλατάδα, σ΄ένα περίεργο μέρος. Δεν ξέραμε τι ακριβώς ήταν και τί γινόταν εκεί. Μερικοί το έλεγαν «σπίτια», κάποιοι άλλοι «τα κορίτσια». Ο Μανής ο μεθύστακας το έλεγε «μπουρδέλο». Μας άρεσε εκείνο το μέρος. Μένανε μόνο κορίτσια. Κορίτσια όμορφα, καλλίγραμμα, φτιασιδωμένα. Όχι όπως οι χοντρόκοπες μανάδες μας και οι αγορίστικες συμμαθήτριές μας. Μας καλολογάγανε, μας έλεγαν ανέκδοτα που δε πολυκαταλαβαίναμε, μας έκλειναν πονηρά το μάτι, μας χάιδευαν. Μα με άλλο χάδι, το νοιώθαμε σαν πυρωμένο σίδερο, να μας απογαλακτίζει βίαια από το μητρικό θώκο. Μερικές φορές μας φιλεύανε ψωμί με μαρμελάδα. Έγλειφα και τα δάχτυλά μου. Μυστήριο πράγμα. Η μάνα μου με κυνήγαγε να φάω μαρμελάδα!
Στο λασπωμένο στενοσόκακο, πίσω από «τα σπίτια», πρωτοείδα εκείνες τις περίεργες στενές νάυλον σακουλίτσες, μ΄ ένα υγρό σαν πύο μέσα... Ο μεγαλύτερος από την παρέα έλεγε να μη τα ακουμπάμε γιατί έχουνε αρρώστιες.
Και το βράδυ, «Αθλητική Κυριακή». Γιάννης Διακογιάννης, Βαγγέλης Φουντουκίδης. Αν είχε χάσει η ομάδα μου «ο χάρος ναρχονταν μια Κυριακή το βράδυ».