Τρίτη, Ιανουαρίου 31

Απ’ το κρυφό ημερολόγιο του Δείμου ― Ο «φαρμακοτσούτσουνος»!

Δεν ξέρω τι έχω πάθει τελευταία.
Μου φαίνεται πως έχω σεληνιαστεί!
Όσο μπόι μου λείπει τόση καύλα περισσεύει...
Σιχάθηκα την κωλοπολιτική.
Ακούω «αυτοδιοικητικά» και βγάζω φλύκταινες.
Δεν αντέχω άλλο τα μπιμπερά και τα κωλόπανα!
Και προπαντώς βαρέθηκα τη γυναίκα μου!
Θέλω να πετάξω τα δασκαλίστικα σακάκια και να χωθώ βαθιά στη λάσπη.
Γουστάρω με τρέλα να γίνω ελεεινός γλειφομουνάκιας!
Να κάνουν τον πούτσο μου άγαλμα δίπλα στο Μεγαλέξανδρο!
Να με κυνηγάν τα κοριτσόπουλα κι εγώ να παριστάνω το δύσκολο.
Να μου τον βάζουν μέσα στη γυάλα, κι όλες να τον φτύνουν για να μην μου τον ματιάσουν!
Προχθές καμάκωσα μια τύπισσα άπαιχτη.
Κλασική περίπτωση ανεμώνας.
Μουνάρα όσο τη βλέπεις, χωρίς να την έχεις.
Κι άμα πας να την πιάσεις γίνεται μπουχός.
Εγώ, όμως, την κρεβάτωσα! Μεγάλη μου μαγκιά!
Κατά της μία το πρωί, κει που την είχα ξεθεώσει στ’ αεροπλανικά, έπαθε υπογλυκαιμία και με ρώτησα τι γλυκά έχω σπίτι.
Ψιλοκόμπλαρα! Από τότε που’ κλεισε ο Χατζής στη Βενιζέλου έχω ν’ αγοράσω γλυκά για το σπίτι.
Στην απελπισία μου τηλεφώνησα στον Ασκάρ. Ο μπάσταρδος ξέρει πολλά από γυναίκες, σίγουρα κάτι σπέσιαλ θα με συμβουλεύσει!
«Την πούτσισες, μεγάλε», μου απάντησε. «Όταν μια γυναίκα σε ρωτάει τέτοια ώρα τι γλυκό έχεις σπίτι, οφείλεις να της απαντήσεις άμεσα και με ακρίβεια!».
Χέσε μας ρε Ασκάρ με τους γρίφους σου νυχτιάτικα!
Γμτ μου, τι φταίω που η μανούλα μου μ’ έκανε φαρμακοτσούτσουνο κι όχι γλυκοτσούτσουνο;

Κυριακή, Ιανουαρίου 29

Απ’ το κρυφό ημερολόγιο της Αθανασίας Β’ - Ο έρωτας είναι κάλος στον εγκέφαλο

Έχω τα νεύρα μου!
Και μην τολμήσει κανένα απ' αυτά τα απαίσια δίποδα με την ονομασία "αρσενικά" να αμφισβητήσει τη μόνη αλήθεια στη ζωή μου: "Όλοι οι άντρες είναι μαλάκες! Μα-λά-κες! Μαααλλλααααακεεεες"!
Οκ, ξέρουμε πως ζούμε στην εποχή του ευκαιριακού σεξ, των one night stands, του θα στην πέσω στο φέις του γρήγορου και ιλιγγιώδους, του "ό,τι προλάβουμε κι αν", της ενοχοποίησης των σχέσεων και της απενοχοποίησης της τσούλας...
Όμως, ρε μεγάλε, εγώ τουλάχιστον ήξερα τι θέλω από σένα.
Κι όχι, ρε μαλάκα, δεν είμαι η γυναικούλα που θέλει να σε τυλίξει!
Το μόνο που ήθελα είναι να είσαι ειλικρινής.
Να μην με πρίζεις στα μηνύματα για να βγούμε, να βγαίνουμε, να πετάς απ' τη χαρά σου, να μου μιλάς λες και πρόκειται το επόμενο πρωί να 'ρθεις να με ζητήσεις απ' τη μάνα μου, κι αφού τελειώσει η ειδυλλιακή βολτούλα, και σου ΄χω ανοίξει τα μπούτια στο μεταξύ, κι αφού έχει περάσει μια μέρα που μ' έχεις χεσμένη, να σε παίρνω ένα τηλέφωνο (το τονίζω το "ένα", για να μην ενοχληθείς και νομίσεις πως πάω να σε δεσμεύσω) κι εσύ να μην μπαίνεις στο κόπο ούτε ν' απαντήσεις...
Το μόνο που ζητάς είναι να ικανοποιήσεις το πουλί σου για έντεκα λεπτά με όποιο εύκολο πορνίδιο πηδιέται με το "καλημέρα σας"!
Γι' αυτό και σε σχόλασα.
Και είμαι, κάνα χρόνο τώρα, με ένα παιδί σε σχέση στοργής.
Όλα καλά κι ανθηρά, επικοινωνία, γούστα, σεβασμός, τρυφερότητα, ακόμα και σεξ...
Είναι μια σχέση ζηλευτή.
Αλλά τι έχω πάθει και σκέφτομαι συνέχεια εσένα ρε μαλάκα?
Εσένα που χωρίσαμε άρον-άρον, που είσαι ένας φριχτός κι ελεεινός μουνάκιας, μου ρίχνεις πολλά χρόνια, είσαι ο ορισμός του μαλάκα, κι υποτίθεται πως σ' έχω απομυθοποιήσει πλήρως...
Σε βλέπω συνέχεια στον ύπνο μου και στον ξύπνιο μου.
Μοιάζω σα να έχω γλυτώσει από θανατηφόρο ατύχημα με μηχανάκι, και να μην βλέπω την ώρα να το ξανακαβαλικέψω!
Δεν έχω καμιά διάθεση να χάσω τον άλλον, τον άνθρωπό μου.
Αλλά αν με ξανακαλέσεις, θα τρέξω κοντά σου...


Σάββατο, Ιανουαρίου 28

Ο Άσκαρ ιεροκήρυκας! ΙΗ’ (Η γυναίκα που έβγαλε νοκ-άουτ το Χριστό)


Για τα θαύματα έχουμε ξαναμιλήσει:
α) Δεν οδηγεί το θαύμα στην πίστη, αλλά η πίστη στο θαύμα.
β) Ο Θεός κάνει το θαύμα όχι όταν προκαλείται αλλά όταν παρακαλείται.
Οι Χριστιανοί δεν πρέπει να ζητάνε αποδείξεις και θαύματα για να πιστέψουν.
Ακόμα κι αν βρεθούν μπροστά σε κάποιο θαύμα, οφείλουν να το προσπεράσουν σιωπηλά και αθόρυβα...
Αν κάτι το δεις με τα μάτια σου, το αγγίξεις με τα χέρια σου, τότε δεν υπάρχουν περιθώρια πίστης.
Γίνεται, πλέον, εξωτερικός καταναγκασμός.
Χάνεται η διάσταση της εσωτερικής και ελεύθερης συγκατάθεσης.
Η πίστη είναι η μεγάλη δοκιμασία, το αναμμένο καμίνι που μας ρίχνει ο Θεός.
Δεν είναι και το ευκολότερο πράγμα στην εποχή μας να πιστέψεις στο Ευαγγέλιο...
Η Χαναναία της αυριανής ευαγγελικής περικοπής ήταν τυπικά ειδωλολάτρισσα.
Αλλά ελάχιστοι απ’ τους σημερινούς χριστιανούς διαθέτουμε τις αρετές της: πίστη (κι όχι δεισιδαιμονία), τόλμη (κι όχι θράσος), εξυπνάδα (κι όχι σοφιστική ικανότητα), ταπείνωση (κι όχι αυτοδικαιωτική διάθεση).
Παρακαλεί τον Ιησού να θεραπεύσει την κόρη της, αλλά εκείνος της μιλάει σκληρά, πολύ σκληρά:
«Δεν έχω χρόνο να ασχολούμαι με τους ειδωλολάτρες! Το εκλεκτό φαγητό το κρατάω για τα παιδιά μου και δεν το πετάω στα σκυλιά».
Αλλά η Χαναναία δεν σκανδαλίζεται, δεν προσβάλλεται, δεν τα παρατάει.
Του δίνει αμέσως πληρωμένη απάντηση: «Δεν έχεις δίκιο Κύριε, γιατί και τα σκυλάκια τρώνε απ’ τα ψίχουλα που πέφτουν απ’ το τραπέζι των αφεντικών τους»!
Η γυναίκα αυτή είναι ο μοναδικός άνθρωπος που αντιπαρατάχθηκε στα ίσα με το Θεό. Και τον έριξε στο καναβάτσο!
Η πίστη της βουνό, που έφτασε μέχρι τον ουρανό.
Και δίκαια εισέπραξε τον έπαινο του Ιησού:
«Ω γύναι, μεγάλη σου η πίστις! Γενηθήτω σοι ως θέλεις»...


Παρασκευή, Ιανουαρίου 27

«Είσαι απίστευτος Εδουάρδε»!

Κάτι λέγαμε στο προηγούμενο ποστάκι...
Αν ναι, θυμήθηκα!
Για την κοπελιά που τη μοιράζομαι με το νόμιμο σύζυγο...
Μπορεί ο γάμος τους να είναι «τελειωμένη υπόθεση», αλλά μη νομίζετε πως το στόρι δεν με «χαλάει».
Ο σύζυγος είναι ευκατάστατος, κι όπως συμβαίνει συνήθως, ήθελε δίπλα του μια νεαρή και ωραία επίσημη σύντροφο.
Αυτό είναι πολύ σημαντικό για ορισμένους υψηλούς κύκλους της κοινωνίας μας...
Προφανώς κι η «δικιά μου» να έψαχνε ένα «λιμάνι πολυτελείας» για «ν’ αράξει».
Η καρδιά όμως είναι το πιο ελεύθερο απ’ τ’ άγρια θεριά...
Το θέμα μας απασχόλησε και σήμερα.
Ο σύζυγος κάτι έχει καταλάβει (πώς να κρυφτεί άραγε η κοιλιά;) και κάνει ζήλιες...
Η φάση μπορεί να μοιάζει κάπως τραγική, αλλά εγώ θα έσκαγα αν δεν τη διακωμωδούσα!
Γι’ αυτό πρότεινα στη Ν. να του πετάξει μια ατάκα που την έκλεψα απ’ το έργο «Τα παιδιά του Παραδείσου».
Εκεί, ο πλούσιος κόμης πιάνει τη γυναίκα του να τον κερατώνει μ’ ένα παλιό συμμαθητή της και νυν φτωχοδιάβολο.
Η κυρία, με πολύ στυλ, γυρίζει και του λέει:
«Είσαι απίστευτος Εδουάρδε! Είσαι όχι μόνο πλούσιος, αλλά θέλεις ν’ αγαπιέσαι και σαν φτωχός. Τι θ’ απομείνει τότε στους φτωχούς; Λογικέψου! Μη τους τα στερείς όλα...»

Πέμπτη, Ιανουαρίου 26

Χάλασε πάλι ο καιρός...

Στο Καρπενήσι που μεγάλωσα έφαγα τα κρύα και τα χιόνια με το κουταλάκι του γλυκού...
Καλοριφέρ υπήρχαν μόνο στο νοσοκομείο και στη Νομαρχία.
Στο σπίτι, η ξυλόσομπα ζέσταινε μόνο ένα δωμάτιο, κι η καπνίλα απ’ τα μπουριά ήταν γάμησέ τα...
Ο εφιάλτης μας, ως παιδιά, ήταν το πρωινό κατούρημα! Ήθελε μεγάλο ηρωισμό να πας μέχρι την παγωμένη τουαλέτα και να κατεβάσεις τα βρακάκια σου.
Μου άρεσε τις νύχτες να βλέπω τις λευκές νυφάδες να πέφτουν. Δημιουργούσαν ονειρεμένο κοντράστ.
Το πρωί, όμως, καθώς έβλεπα τα πάντα σκεπασμένα, με έπιανε η ψυχή μου.
Με χαλούσε η λευκή ομοιομορφία. Κι η εύθραυστη λευκότητα μου φαινόταν απειλητική. Ποτέ δεν ξέρεις τι κρύβεται από κάτω...
Κι όταν αυτό το χιόνι μετατρέπεται σε λασπουριά ή παγοδρόμιο...
Μόλις επέστρεψα σπίτι.
Η διαχειρίστρια, όλως τυχαίως, μου θυμίζει πως αν δεν πληρώσω τα κοινόχρηστα δεν θα ξαναβάλει πετρέλαιο.
Καλά, αυτή η γυναίκα τον ασκαροανιχνευτή έχει; Πώς διάολο όταν χρωστάω τη βρίσκω πάντα μπροστά μου;
Λες να με καταλαβαίνει απ’ τη μυρουδιά; Αλλά δεν έχω πάνω από δυο μέρες άπλυτος...
Πολύ θα ’θελα να της πω πως το γαμωπετρέλαιό της δεν μπορεί να διώξει τη Σιβηρία μέσα μου. Αλλά το στόμα μου θα χαλάσω...
Κάθομαι στον καναπέ και μπαίνω στο ίντερνετ.
Χτυπάει το κινητό μου.
«Έλα αγάπη, σπίτι είσαι; Να ’ρθω να κοιμηθούμε αγκαλίτσα;»
Ξαφνικά όλα γίνονται καλύτερα εδώ μέσα...
Κι εγώ ο πλουσιότερος ένοικος της πολυκατοικίας!
Μη σου πω κι ολόκληρης της γειτονιάς.
Τουλάχιστον μέχρι το βράδυ που θα γυρίσει πίσω στον άντρα της...

Τρίτη, Ιανουαρίου 24

Πρότεινα την Άθη για παπά!

Ανταμώθηκα σήμερα μ’ έναν κολλητό μου μητροπολίτη, καλό γεροντάκι και συζητήσιμο.
Μου ’πε τον πόνο του, πως δεν βρίσκει πλέον καλά και αγνά παιδιά για να τα κάνει ιερείς.
Το μυαλό μου πήγε αμέσως στην Αθανασία την μπλόγκερ, κορίτσι τεφαρίκι, συντηρητική κομμουνίστρια, μαθημένη στα εικονίσματα, έτοιμη για το ράσο.
Ο Δέσποτας είχε αντιρρήσεις. Βλέπετε η Άθη έτυχε να γεννηθεί γυναίκα. Κι αυτό μάλλον είναι μειονέκτημα για την Εκκλησία μας.
Κουβεντιάσαμε πολύ για το ζήτημα τις ιεροσύνης των γυναικών, κι αποφάσισα να σας τα μεταφέρω με συνοπτικό τρόπο. Εξυπακούεται πως εγώ, όσο κι αν μισώ τις γυναίκες, γουστάρω με χίλια να τις δω με τα ράσα.
Α) Ο άντρας είναι ανώτερος γιατί δημιουργήθηκε πριν τη γυναίκα!
Τι μας λες;
Και πριν τον άντρα είχε δημιουργηθεί όλη η χλωρίδα και η πανίδα. Άρα τα βλίτα, τα βόδια και τα γαϊδούρια είναι ανώτερα του αντρός και καιρός είναι να τα κάνουμε παπάδες...
Β) Ο Χριστός, ο πρώτος και μέγας αρχιερέας, ήταν άντρας.
Και πολύ καλά έκανε ο Χριστός! Τον φαντάζεσαι μια βδομάδα κάθε μήνα να καταπίνει με τις χούφτες τα παναντόλ, ν’ αρχίζει τα νεύρα, τις υστερίες και τις καταθλίψεις, και να χλαπακιάζει ταυτόχρονα σοκολάτες κι αλμυρά γαριδάκια;
Αλλά ο Χριστός δεν ήταν μόνο άντρας.
Ήταν και δίκαιος, φιλαλήθης, ανεξίκακος, αφιλάργυρος, δεν ήταν πλεονέκτης κι ούτε... κουνιστός!
Αυτά γιατί δεν τα μετράτε;
Γ) Στην Παλαιά Διαθήκη οι ιερείς ήταν μόνο άντρες!
Ναι, αλλά στην Π.Δ. υπήρχε και η πολυγαμία, η περιτομή και το οφθαλμός αντί οφθαλμού.
Με ποια λογική αυτά καταργήθηκαν και το άλλο όχι;
Δ) Ο Απόστολος Παύλος είπε πως ο άντρας είναι «κεφαλή της γυναίκας»!
Ναι, αλλά αυτό αφορούσε μόνο τις συζυγικές σχέσεις και δεν έχει να κάνει με την ιεροσύνη.
Κι όταν το είπε αυτό ο Παύλος, ουσιαστικά αναβάθμιζε τη γυναίκα, που εκείνη την εποχή δεν άξιζε ούτε για λαστιχάκι στα αντρικά σανδάλια.
Και να είσαι σίγουρος πως αν ο Παύλος ζούσε στη μητριαρχική εποχή θα έλεγε «η γυνή είναι κεφαλή του αντρός»!
Ε) Απ’ την εποχή των Αποστόλων επίσκοποι και ιερείς γίνονταν μόνο άντρες. Είναι θέμα σεβασμού στην παράδοση.
Αυτή την καραμελίτσα περί παραδόσεως αλλού, νταξ;
Γιατί επί αιώνες οι Επίσκοποι ήταν έγγαμοι. Και κάποια στιγμή οι «καλόγεροι» έφεραν τούμπα την παράδοση και καθιέρωσαν την αγαμία του ανώτερου κλήρου.
Ποιον να πρωτοθυμηθώ;
Ο Πέτρος, ας πούμε, ήταν ο «Δυσσέας Αντρούτσος του Χριστιανισμού»! Μεγάλος τσαμπουκάς, μαχαιροβγάλτης και άντρας βαρβάτος. Να φανταστείτε, στις περιοδείες του έπαιρνε πάντα μαζί του τη γυναίκα του, γιατί όλα τα είδη νηστείας τα άντεχε, το συγκεκριμένο όχι!

Κυριακή, Ιανουαρίου 22

Πες μου για την Κατοχή παππού...

Καιρό ήθελα να πιω το καφεδάκι μου στον παλιό καφενέ, σ’ ένα στενό δρομάκι κάτω απ’ την Ομόνοια.
Σα μπήκα, το μαγαζί ήταν άδειο. Κάθησα σ’ ένα τραπεζάκι δίπλα στο τζάμι, και χάζευα έξω την κίνηση.
Στην άλλη άκρη του μαγαζιού καθόταν ένα γεροντίδιο.
Δεν δίστασα.
«Έ, παππού», του φώναξα, «να ’ρθω στο τραπέζι σου να τα πούμε;».
Ο παππούς πέταξε τη σκούφια του. Ποιος ξέρει πόσον καιρό είχε να μιλήσει σε άνθρωπο...
Για να μην σας τα πολυλογώ, ο παππούς ήταν 16 χρονών, τον χειμώνα της μεγάλης πείνας, του 1941. Τη χειρότερη περίοδο που έζησε η Αθήνα μετά το λοιμό του Πελοποννησιακού Πολέμου.
Του ζήτησα να μου πει πώς ήταν τότε η ζωή. Κι έμαθα πολλά πράγματα...
Τότε, όλη η περιοχή απ’ την Ομόνοια ως το Μοναστηράκι ήταν γεμάτη μικροπωλητές.
Πρόσφεραν τα λεγόμενα «πολεμικά εδέσματα»: χάρτινα χωνάκια με λίγες ελιές, σταφίδες, διάφορα ζεστά ζουμιά άγνωστης προέλευσης και περιεχομένου, μικρούς κύβους από βούτυρο κλπ.
Στα πεζοδρόμια της οδού Αθηνάς έβλεπες ουρές από φουφούδες και υπαίθρια τηγάνια, σχάρες, τετζερέδια και πιατάκια σερβιρίσματος με χαρουπόψωμο, κεφτέδες από βλίτα, πλιγούρι...
Στα σπίτια είχαν μικρά βαζάκια που μάζευαν τα ψίχουλα απ’ το τραπέζι.
Στους καφενέδες πρόσφεραν το γνωστό... «μαυροζούμι»!
Γνήσιο καφέ σπάνια έβρισκες, και ήταν πανάκριβος. Οι τότε Αθηναίοι τον αποκαλούσαν «τίμιο»...
Στις εφημερίδες οι σεφ της εποχές πρόσφεραν ειδικές συνταγές για πεινασμένους: «Τα παιδάκια θα φάνε με ξεχωριστή όρεξη αυτόν το ζελέ από χόρτα. Αλλά και οι μεγάλοι θα ενθουσιαστούν»!

Σάββατο, Ιανουαρίου 21

Τ‘ αλάνια του Περαία ΙΒ’ (Ο ρομαντικός μαγκίτης)

Ήταν ήδη στη Δευτέρα Λυκείου κι ακόμα να πηδήξει γκόμενα.
Ωραίο παλικαράκι ήταν, ξηγημένο, είχε και το νταηλίκι του, αλλά γκόμενα δεν μπορούσε να σταυρώσει.
Τα κουβέντιασε με το κολλητάρι του, και κατέληξαν πως φταίει η ... αθυροστομία του.
Ρε συ, του λέει ο Σπίνος, πάρε αύριο την Καιτούλα, πάγαινέ την στην Πειραϊκή, δείξ’ της τον ουρανό και πες της «πω πω, τι ωραίο κι ολόγιομο που ’ναι απόψε το φεγγάρι» και τα ρέστα...
Την άλλη μέρα το βραδάκι, να σου κι αυτός στα βραχάκια της Πειραϊκής με την Καιτούλα.
Της δείχνει τον ουρανό και της λέει: «για δες πόσο ολόγιομο είναι απόψε το φεγγάρι... και πόσα πολλά αστέρια έχει ο ουρανός... και ένα και δύο και τρία... της πουτάνας γίνεται!»...

Παρασκευή, Ιανουαρίου 20

Ο Άσκαρ Ιεροκήρυκας ΙΖ’ (Οι κλέφτες απ’ το Θεό θα τόβρουν!)


Ο Ιησούς είχε μόλις θεραπεύσει έναν τυφλό, και μπαίνει στην Ιεριχώ.
Χαμός γίνεται. Όλοι τρέχουν να τον δουν. Άλλοι από περιέργεια, άλλοι από ανάγκη. Πάντα υπήρχε πολύ βασανισμένος κόσμος...
Ένας όμως ξεχωρίζει. Είναι απόκοντος σαν κι εμένα, κι όσο κι αν προσπαθεί δεν μπορεί να δει το πρόσωπο Εκείνου. Κι αποφασίζει να σκαρφαλώσει σε μια μουριά.
Δεν είναι όποιος-όποιος. Είναι ο γνωστός σε όλη την πόλη Ζακχαίος, ο αρχιτελώνης.
Οι πάντες τον ξέρουν, κι όλοι έχουν να που έναν κακό λόγο γι’ αυτόν. Οι τελώνες, βλέπετε, είχαν πολύ κακή φήμη (και δικαίως) εκείνη την εποχή.
Οι συμπολίτες του σα βλέπουν τον κρεμασμένο σα μαϊμού πάνω στο δέντρο Ζακχαίο, δεν ήθελαν και πολύ να τον πάρουν στο ψιλό.
Αλλά εκείνον δεν τον νοιάζει πια τι λέει ο κόσμος...
Σε λίγα λεπτά ακούει απ’ το στόμα του Ιησού το «Ζακχαίε, κατέβα γρήγορα και τρέχε σπίτι σου, γιατί εκεί θα τη βγάλω απόψε».
Ο όχλος, που πάντα κρίνει επιφανειακά και κακοπροαίρετα, σκανδαλίζεται.
«Αυτός είναι ο Μεσσίας, που πηγαίνει στο σπίτι του πιο αμαρτωλού ανθρώπου της πόλης;».
«Πφφφφ... για κόψτε ένα Μεσσία ρε σεις;».
Άλλοι το παίρνουν κι αλλιώς: «Ε, πού θα πήγαινε; Στο σπίτι κανενός φτωχού; Στου Ζακχαίου θα βρει τα τραπέζια γεμάτα κοψίδια, τις αναπαυτικές πολυθρόνες, τα πουπουλένια κρεβάτια!».
Αλλά ο Ιησούς τους έχει γραμμένους κανονικά! Σιγά μην τον νοιάξει τι λέει ο κόσμος...
Ας δούμε, όμως, λίγο το Ζακχαίο.
Ο κόσμος τον έβλεπε να κολυμπά στα πλούτια του και τον θεωρούσε ευτυχισμένο.
Αλλά εκείνος δεν αισθάνεται καλά. Κάτι τρώει το μέσα του σα σαράκι.
Βλέπει γύρω του τα ντουβάρια, τα ακριβά έπιπλα, τους μεγάλους κήπους και τις αποθήκες τίγκα στα τρόφιμα, αλλά δεν μπορεί να τα χαρεί!
Γιατί άραγε;
Γιατί είναι ξένα!
Τα έκανε με αδικίες. Γδέρνοντας τους φτωχούς, ξεγυμνώνοντας τα ορφανά, κλέβοντας τις χήρες.
Είναι πνευματικός νόμος: ό,τι απέκτησες με αδικίες είναι ξένο! Και το ξένο θα το χάσεις οπωσδήποτε! Είτε θα το επιστρέψεις μόνος σου (όπως έκανε ο Ζακχαίος) είτε θα στο πάρει με το ζόρι ο Θεός!
Τα ξένα πράγματα βοούν, ζητούν τον αφέντη τους, είναι αδύνατο να τα κρατήσεις!
Κλείδωσέ τα όσο θες. Είναι φωτιά και σε καίνε. Θα σου φύγουν και θα πάρουν κι εσένα μαζί τους...
Προφήτης δεν είμαι, αλλά καθίστε και θα δείτε ποια θα είναι η τύχη αυτών που έγδαραν τον κοσμάκη στο χρηματιστήριο πριν 12 χρόνια, κι όσων κατέκλεψαν το δημόσιο και κόβουν σήμερα τις συνταξούλες της γιαγιάς και του παππού μας...

Τετάρτη, Ιανουαρίου 18

Άγιοι της Αθήνας Β’ ― Άγιος Μαρτινιανός, 13 Φεβρουαρίου (Επιμένω, πρέπει να την έχεις μεγάλη για να γίνεις άγιος!)

Ο Μαρτινιανός καταγόταν απ’ την Παλαιστίνη και 18 χρονών έγινε αναχωρητής.
Η φήμη του διαδόθηκε παντού, ώσπου μια παρέα «Τάκηδων», για να τον δοκιμάσουν, ανέθεσαν σ’ ένα αδιάντροπο γύναιο (μεταμορφωμένο σατανά) να τον διαφθείρει.
Φόρεσε, που λέτε, ο τριπλόκαμος όφις ρούχα κουρελιασμένα, κι ένα απόγευμα με παλιόκαιρο χτύπησε την πόρτα του κελιού του:
«Ελέησόν με δούλε του Θεού», φώναζε, «ότι χάθηκα σ’ αυτό τον ερημότοπο και μην επιτρέψεις να με φάγουν τα άγρια θηρία».
Αυτά είπε το «θηρίο το ανήμερο» στον Άγιο, κι εκείνος αναγκάστηκε να της ανοίξει, να της παραχωρήσει το κελάκι του, κι αυτός μπήκε στη διπλανή αποθηκούλα να προσευχηθεί.
Έλα όμως που ο ανθρωπόμορφος δαίμονας του έσκαβε βόθρο, έραβε δόλο, ύφαινε δίχτυ, έστηνε παγίδα...
Κατά τις τέσσερις τα ξημερώματα πετάει από πάνω της τα παλιόρουχα, μένει με το στριγκάκι και τα σχετικά, βάφει μάτια, χείλη, ρόγες, τα πάντα όλα, κι αρχίζει να τσιρίζει.
Τρέχει ο Άγιος να τη σώσει και του πετάχθηκαν τα μάτια!
Κι αρχίζει το γύναιο τις φαύλες θωπείες και τα πρόστυχα ερωτόλογα («ορέγομαι να απολαύσω το κάλλος σου» και τα ρέστα), φουντώνει ο ερημίτης, αλλά βρίσκει το σθένος να της πει «περίμενε δυο λεπτάκια κι έρχομαι».
Παρένθεση πρώτη: εμείς οι μικροτσούτσουνοι, ό,τι και να μας κάνουν οι γυναίκες, χαμπάρι δεν παίρνουμε. Τι ψωλοτριψίματα μας κάνουν, τι τις ρόγες τους μας χώνουν στο δεξί μάτι και στο στόμα, εμείς τίποτα... νιρβάνα! Και φτάνει μέχρι τον έβδομο ουρανό η φωνή απελπισίας των γυναικών «μα πού κρύφτηκαν οι άντρες τελοσπάντων»;
Οι πραγματικοί, λοιπόν, άντρες έχουν κρυφτεί στα ασκηταριά και στα ερημητήριά τους.
Γιατί ο Μαρτινιανός, απομακρυνόμενος απ’ το γύναιο, έκανε κάτι που μόνο ένας που την έχει ΠΟΛΥ ΜΕΓΑΛΗ θα μπορούσε να κάνει.
Πήγε παραδίπλα, άναψε φωτιά και πήδηξε μέσα.
Η ώρα περνούσε, είδε το γύναιο πως ο Άγιος αργούσε, και πήγε να δει τι απόγινε.
Και βλέποντάς τον μέσα στη φωτιά, πήγε να της σαλέψει, είδε κι απόειδε να τον σώσει, μετάνοιωσε πικρά και πήγε να κλειστεί σε μοναστήρι.
Πέρασαν πέντε-έξι μήνες, συνήλθε ο Άγιος απ’ τα εγκαύματα και μετακόμισε σε μια βραχονησίδα του Αιγαίου, για να γλυτώσει οριστικά απ’ τις γυναίκες.
Παρένθεση δεύτερη: οι γυναίκες έχουν καταπιεί μια πυξίδα που τις στέλνει κατευθείαν στους ψωλαράδες. Αν «το’ χεις» αποκλείεται να γλυτώσεις από δαύτες! Θα σε βρουν ακόμα κι αν κρυφτείς στο κέρατο του βοδιού!
Εκεί, λοιπόν, που ο Άγιος είχε βρει την ηρεμία του στο μεσοπέλαγο βράχο, γίνεται ένα ναυάγιο και πνίγονται όλοι εκτός μιας κοπελίτσας που μισόγυμνη βγαίνει ακριβώς κάτω απ’ τη σπηλιά του!
Τι να κάνει κι ο Άγιος, της δίνει λίγο νερό και φαΐ, και για να μην ξανατσιτσιριχτεί, βουτάει μέσα στη θαλασσοταραχή και κολυμπάει μέχρι την ηπειρωτική Ελλάδα!
Εκεί, αρχίζει πάλι την περιπλάνηση, ψάχνοντας ένα κατάλληλο ερημητήριο. Κάποτε πέρασε κι απ’ την Αθήνα, και σύμφωνα με ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες εγκαταστάθηκε δίπλα σ’ ένα ποταμάκι, ακριβώς στο σημείο που τώρα βρίσκεται το σπίτι μου...
Πάντως, ένα είναι σίγουρο. Ο Άγιος αρρώστησε όσο ζούσε στην Αθήνα, πέθανε και θάφτηκε εκεί που σήμερα βρίσκεται ο ναός της Καπνικαρέας.
Αυτή ήταν η ζωή του Μαρτινιανού του αήττητου...

Δευτέρα, Ιανουαρίου 16

Ο Άσκαρ τιμά ... ορθοδόξως τον Άγιο Αντώνιο!

Τ’ Άι-Αντωνίου αύριο, και μόλις γύρισα απ’ την αγρυπνία που κάναμε στην εκκλησούλα μας στο Σύνταγμα. Στην Παναγιά τη Ρόμβη... ξέρετε... στην Ερμού, λίγο πριν την Καπνικαρέα.
Ο ψάλτης έλεγε το απολυτίκιο του «οικήτορα της ερήμου», δίπλα μου κάτι φαφούτες γιαγιούλες σταυροκοπιόταν, κι εγώ σκεφτόμουν τα δικά μου...
Κι είπα, μόλις επέστρεψα, να τα μοιραστώ μαζί σας.
Λοιπόν, έχουμε και λέμε.
Η ιστορία και ο πολιτισμός του ανθρώπου είναι δημιουργήματα μικροτσούτσουνων!
Δεν κάνω καθόλου πλάκα.
Γιατί, τι κάνει όποιος την έχει μικρή;
Χτίζει ουρανοξύστες, κατακτά χώρες, γράφει ατέλειωτα βιβλία...
Κάνει οτιδήποτε για να μην καταλάβουν οι άλλοι πως την έχει μικρή!
Ενώ αν την έχεις μεγάλη...
Πουλάς ό,τι έχεις και πας στην έρημο.
Ζεις σε μια σπηλιά.
Βλέπεις όλες τις παγίδες του πονηρού κι εσύ τη βγάζεις με μισό ποτήρι υφάλμυρο νερό κι ένα ξερό παξιμάδι τη μέρα!
Γιατί ξέρεις πως το λιοντάρι ψοφάει σα δεν έχει να φάει...
Με δυο λόγια: αν την έχεις μεγάλη γίνεσαι Άγιος!
Υ.Γ.: Ας αφιερώσουμε το παρακάτω τραγουδάκι στον άγιο απ’ την Αίγυπτο, γιατί ήταν πολύ μάγκας και κιμπάρης και μεγάλη ανάρχα! Στη θέση των «μπάτσων» εσείς βάλτε τους Ρωμαίους αυτοκράτορες Δέκιο και Διοκλητιανό...

Κυριακή, Ιανουαρίου 15

Ο στωικός φιλόσοφος Ασκαρμίδης παρουσιάζει την περίφημη εταίρα Αθηνασία!

Όταν άρχισε το ταξίδι μου στο χρόνο με την ξακουστή εταίρα Αθηνασία (γνωστή, σήμερα, ως μπλόγκερ Αθανασία), πολλοί από σας φαγωθήκατε να μάθετε περισσότερες λεπτομέρειες για δαύτην.
Οπότε, για να σας ικανοποιήσω την περιέργεια, κάνω σήμερα ένα μικρό αφιερωματάκι στην εταίρα Άθη, που για χάρη της έκοβαν φλέβες όλοι οι μπουρδελιάρηδες άντρες στην Αρχαία Ελλάδα και Ρώμη...
Η Αθηνασία είναι λίγο κοντούλα, γι’ αυτό και ράβει σόλες από φελλό κάτω απ’ τα σανδάλια της!
Κρατά πάντα ανάμεσα στα χείλη της ένα κλαδί μυρτιάς, για να ’ναι διαρκώς το στοματάκι της προκλητικά μισάνοιχτο...
Με τους άντρες είναι πάντα χαρούμενη και ευδιάθετη, τους μιλάει ευγενικά κι όταν τρώει δεν μπουκώνεται, ούτε επιτρέπει στα μαγουλάκια της να φουσκώνουν απ’ τα κοψίδια.
Καμιά σχέση με τις δευτεράτζες πουτάνες που λαιμαργεύουν με πρασομεζέδες και καταβροχθίζουν τον άμπακο με τρόπο αποκρουστικό...
Η Αθηνασία παίζει ουράνιο σαντούρι και μπαγλαμά, και κοιτάει συνεχώς στα μάτια μόνο εκείνον που την πληρώνει.
Είναι θεοφοβούμενη και πάντα τιμά την «Πάνδημη Αφροδίτη»!
Θα την δεις συχνά στημένη στο Πόρτο Λεόνε, πατώντας μόνο στο ένα της πόδι, σαν πελαργός.
Ο χιτώνας της στην πλάτη γράφει: «Είμαι δική σου, δέξου όμως να με κατακτήσει και κάποιος άλλος»...
Έχει πάντα πλούσιους εραστές. Σαν τον ξεμωραμένο γερο-Τάκη!
Αλλά, για να είμαστε ειλικρινείς, δεν ήταν τα πλούτια που έριξαν την Αθηνασία στον έρωτα του Τάκη. Ήταν η βαριά σκιά του αντρός, γιατί, ως γνωστόν, ο Τάκης είναι μαχαλόμαγκας!
Όταν την πρωτοείδε, ίσιωσε την καινούργια του φουστανέλα, έστριψε το τσιγκελωτό του μουστάκι, και της είπε «Για τα πάθια της ψυχής μου σε γέννησε η μάνα σου ρε βάσανο;».
Αυτό ήταν! Η Άθη έπεσε τάβλα ...
Πάντως, ο Τάκης είναι κουβαρντάς. Την έχει κάνει σαν την Παναγιά της Τήνου ένα πράμα την Άθη. Της έχει κρεμάσει παντού ολόχρυσα σκουλαρίκια, κρίκους, βραχιολάκια και περιδέραια...
Η Αθηνασία τρέμει το γκάστρωμα!
Γι’ αυτό και ακολουθεί την τελευταία λέξη της γυναικολογίας, όπως τη διδάχθηκε δίπλα στο σπουδαίο ιατρό Γαληνό: αλείφει το αιδείο της πριν τη σεξουαλική πράξη με πολυκερισμένο λάδι, μέλι, ρετσίνι από κέδρο, χυμό από βαλσαμόδεντρο και μια αλοιφή από στουπέτσι και ζουμί κρεμμυδιού!

Παρασκευή, Ιανουαρίου 13

Ο Άσκαρ Ιεροκήρυκας ΙΣΤ’ (Θεέ, άκυρο!)

Τι μας λέει το Ευαγγέλιο της Κυριακής;
Πως ο Χριστός θεράπευσε δέκα λεπρούς.
Κι απ’ αυτούς μόνο ο ένας γύρισε να τον ευχαριστήσει!
Τι απέγιναν οι άλλοι;
Έτρεξαν να γευτούν, να χαρούν, να ζήσουν όσα μέχρι τότε στερήθηκαν.
Σκόρπισαν μέσα στα πράγματα του κόσμου, στην προσπάθεια να γλεντήσουν την υγειά τους, κι έχασαν τον εαυτό τους...
Συνηθισμένη ιστορία.
Σαν βρεθούμε σε ανάγκη παρακαλούμε, τρέχουμε στο Θεό και στις εκκλησιές, ανάβουμε κεράκια, κάνουμε τάματα και μετάνοιες.
Κι όταν περάσει το κακό, τ’ αφήνουμε όλα, ξεχνάμε τα πάντα...
Μοιάζουμε με τον οδηγό του ανέκδοτου.
Που έψαχνε μια ώρα στο Παγκράτι να παρκάρι, δεν εύρισκε και στο τέλος αποφάσισε να προσευχηθεί:
«Θεέ μου, κάνε να βρω μια θεσούλα μόλις στρίψω δεξιά, και θα κάνω τα πάντα για σένα. Θ’ αλλάξω, θα πηγαίνω κάθε μέρα εκκλησία, σε παρακαλώ...».
Κόβει, που λέτε, δεξιά και ... τσαφ... να μια θεσάρα όλη δικιά του.
Κοιτάζει τότε ο Ελληνάρας στον ουρανό και λέει:
«Θεέ, άκυρον, βρήκα...».
Υ.Γ.: Κάτι μου λέει πως βρήκα τη γυναίκα της ζωής μου.
Χθες βράδυ πήγα πίσω απ’ τον Ευαγγελισμό, στη Μονή Πετράκη, για το απόδειπνο.
Είχαμε μαζευτεί κάμποσα αξιολύπητα ανθρωπάκια.
Ώσπου ξαφνικά η πόρτα ανοίγει και μπαίνει μια κοπελιά.
Την παρακολουθούσα την ώρα που προσευχόταν.
Ήταν μια φωτεινή στήλη μέσα στο μισοσκόταδο.
Μετά το «δι’ ευχών», προσπάθησα να της μιλήσω...
Χωρίς καν να με κοιτάξει, μου είπε ένα ... «μη μου το χαλάς»... κι εξαφανίστηκε.

Τετάρτη, Ιανουαρίου 11

Αυτοψυχανάλυση Η’ (Μπρος Θρύλος και πίσω γκόμενες!)

Σε γνώρισα τη χρονιά που τέλειωναν τα «πέτρινα χρόνια» του Θρύλου.
«Δέκα χρόνια χωρίς κούπα πάει πολύ», σου είπα στη Ρεντ Λάιον όταν με ρώτησες τι ομάδα είμαι.
Ξέρω πως όλες οι τύπισσες είναι πρόθυμες να υποστηρίξουν την ομάδα του γκόμενου που τους προσφέρει ικανοποιητικούς οργασμούς.
Γι’ αυτό και δεν μου έκανε εντύπωση που μου ζήτησες να πάμε μαζί στο γήπεδο την Κυριακή.
Ούτε με πολυένοιαξε που, αν και πρωτάρα, θα σε μπαστίκωνα κάτω απ’ το ρολόι, στο πέταλο με τους μαχαιροβγάλτες και τους χασισοπότες..
Όταν ξεκίνησε το ματσάκι, τέντωσες το λαιμουδάκι σου κι έβλεπες ό,τι μπορούσες τέλος πάντων να δεις...
Και είπες πως ήθελες να ξανάλθεις!
Ούτε αυτό μου έκανε εντύπωση. Αυτό λένε πάντα οι γκόμενες όταν πρωτοπάνε γήπεδο. Αλλά εννοούν ότι θα ήθελαν να ξανάλθουν σε μια άλλη ζωή, ή, καλύτερα, σε μια παράλλη...
Στο τέλος του αγώνα είδαμε να βγαίνει απ’ το γήπεδο ένας πολύ ηλικιωμένος κρατώντας απ’ το χέρι ένα νάνιαρο.
«Εγώ, πάντως, δεν θα ΄φερνα το παιδί μου τόσο μικρό στο γήπεδο», είπα.
«Σωστά», είπες. «Θα πηγαίνουμε γήπεδο εναλλάξ. Ένας θα κρατάει το παιδί κι ο άλλος θα βλέπει τον αγώνα»!
Έπαθα σοκ!
Όχι τόσο με την ιδέα της τεκνοποιίας, όσο με τη σκέψη ότι θα κάθομαι σπίτι με ένα μιξιάρικο, κι εσύ, η χθεσινή, θα βλέπεις ζωντανά την ομάδα στην οποία εγώ σε μύησα!
Το σκηνικό άρχισε να μου τη δίνει!
Το Μάιο, μετά τη φιέστα του τίτλου, ήρθες και με βρήκες στο στέκι μας ντυμένη στα ερυθρόλευκα.
Δεν φαντάζεσαι πόσο ζήλεψα.
Εγώ περίμενα δέκα ολόκληρα χρόνια αυτή τη στιγμή, κι εσύ με το «καλημέρα» τρυγάς τη δόξα;
«Κοριτσάκι, δεν κερδίζουν κάθε σεζόν, ξέρεις!», σου είπα...
Από τότε, στην είχα στημένη.
Τον Αύγουστο, κάποιο βράδυ, μου ζήτησες να σε συνοδέψω σε ένα κρίσιμο ραντεβού.
«Αποκλείεται», σου είπα, «παίζουμε φιλικό και πρέπει να πάμε»!
Κάτι ψέλισες πως είναι απλά ένα ... φιλικό.
Προσποιήθηκα τον θυμωμένο και τον ανυποχώρητο.
Τα κατάφερα!
Τώρα μπορούσα να κοιμηθώ ήσυχος.
Ξανάγινα ο κορυφαίος οπαδός του Θρύλου στο σπίτι μας!
Ακόμα κι αν κάναμε παιδί, ο δικός μου ο κώλος θα καταλάμβανε τη θέση του εισιτήριου διαρκείας!

Δευτέρα, Ιανουαρίου 9

Αφιερωμένο στον Τάκη τον ... Αθεΐδη!


Μυστηρίων εκκλησίας, γνώσιν θείων εντολών
δεν ηθέλεις να ακούσεις, μήτε μάθημα καλόν!
Προκομμένος θεωρείσαι, έξυπνος ανήρ σοφός
δεν πηγαίνεις εκκλησία, γαλλικόν ως έχεις φως!

Προ ετών, σαν ήσουν νέος, θέλησες να μορφωθείς
από Γάλλους αθεΐας λίμπερας να διδαχθείς.
Κι έμαθες απ’ τον Φραντσέζον πέντε λέξεις γαλλικά
κι από εκείνον εδιδάχθεις πράγματα φθοροποιά.

Ο Λόγος των Ευαγγελίων εφαντάζει οχληρός
σε εσένα που φωτίζουν φλόγες γαλλικού πυρός!
Εναρέτους ιστολόγους αποδείχνεις αμαθείς
Μιραμπώ, Ρουσσώ, Βολταίρου εκαυχάσαι μαθητής
(και ας μην τους εννοείς!)

Όθεν με αυτά τα φώτα, με φρατντσέζικα χαρτιά
αναιδώς εσύ ανάβεις στα πατζάκια σου φωτιά...


Κυριακή, Ιανουαρίου 8

Τ‘ αλάνια του Περαία ΙΑ’ («Συμεών ο καλησπεράκιας»!)

Το 1922 έφτασε μικρό κι ορφανό προσφυγάκι στον Περαία.
Εγκαταστάθηκε σε μια παραγκούλα, βρήκε ένα καροτσάκι και μεγάλωσε μοναχό του κάνοντας τον αχθοφόρο.
Κάθε πρωί πριν πάει στο λιμάνι να πιάσει δουλειά, περνούσε απ’ τον Άι Σπυρίδωνα, έβγαζε την τραγιασκούλα του, προσκυνούσε το Χριστό στο τέμπλο, τον χαιρετούσε κι έλεγε: «Καλημέρα Χριστέ μου, ο Συμαιών είμαι, βόηθα με να βγάλω το ψωμάκι μου!».
Το βράδυ, γυρνώντας απ’ τη δουλειά, ξαναπερνούσε απ’ το ναό, προσκυνούσε το Χριστό και του ’λεγε: «Καλησπέρα Χριστέ μου, ο Συμαιών είμαι, σ’ ευχαριστώ που με βόηθησες και σήμερα!».
Η «μαρίδα» του λιμανιού τον παρακολούθησε μέχρι την εκκλησιά, άκουσε τα λόγια του Συμαιών και του κόλλησε το παρατσούκλι του «καλησπεράκια»! Συμεών ο καλησπεράκιας...
Μόνο εγώ τον έλεγα «Συμεών ο απλός»! Για μένα ήταν ο «άγιος του Περαία»...
Ήταν ψυχή απλή, άδολη, πιστή, απροσποίητη...
Ακριβώς σαν σήμερα, το 1991, ήρθε στο Σταθμό Λαρίσης να με αποχαιρετήσει που πήγαινα να παρουσιαστώ στο στρατό.
Εκείνο το βράδυ δεν πέρασε να καλησπερίσει το Χριστό.
Τον βρήκαν την άλλη μέρα το πρωί ξεπαγιασμένο πίσω απ’ ένα λαμαρινάδικο, κοντά στον Άι Διονύση...

Πέμπτη, Ιανουαρίου 5

Μόλις μπήκε ο χρόνος χωρίσαμε...

Μου λες πως με βρίσκεις ανυπόφορο.
Σου λέω πως όσο στο ψυγείο υπάρχει αλκοόλ θα βρίσκω ένα λόγο να είμαι μαζί σου και να στον ψιλοακουμπάω πού και πού.
Μου λες πως αντιπροσωπεύω αυτό ακριβώς που δεν θα ήθελε καμία γυναίκα να συμβεί στη ζωή της.
Σου λέω πως δεν θέλω κατά βάθος να αναλάβω τις ευθύνες μου.
Μου λες πως αυτό δεν μπορεί να συνεχιστεί άλλο.
Σου λέω πως κουράστηκα να πληρώνω τόσα πολλά για τόσο λίγα ανταλλάγματα.
Μου λες πως θα προτιμούσες να μην είχες κάνει ποτέ σχέση μαζί μου.
Σου λέω πως κάποτε ήθελα όσο τίποτα άλλο να ’χα σχέση μαζί σου.
Μου λες πως κουράστηκες να με βλέπεις να καμακώνω άλλες γυναίκες.
Σου λέω πως κοντεύεις να με οδηγήσεις στην απόλυτη τρέλα.
Με λες ανόητο εγωιστή, παρτάκια που συνήθως αφήνω το σπίτι μπουρδέλο.
Σου λέω πως όλ’ αυτά σου άρεσαν κάποτε.
Μου λες πως ήρθες μαζί μου γιατί κάτι πάνω μου έμοιαζε με την αλήθεια.
Σου λέω «και ποια είν’ η αλήθεια;».
Μου λες πως είμαι ένα τέρας.
Σου λέω πως είμαι ένα μικρό παιδί.
Μου λες πως είμαι ένα τίποτα.
Σου λέω πως κάποτε μου ’λεγες πως είμαι τα πάντα για σένα.
Μου λες ... «ως εδώ»!
Σηκώνεσαι, φοράς τα ξέκωλα και τα εξώβυζά σου, καρφώνεις με τις γόβες το πάτωμα και χτυπάς την πόρτα πίσω σου...
Μένω μόνος.
Πιάνο «τρίτο» στο ράδιο, με φαντάζομαι να κυνηγάω φάλαινες στα ανοιχτά της Ιαπωνίας, ανοίγω ένα μπουκάλι μπύρας και βάζω τηλεόραση.
Το ματσάκι με τον Ατρόμητο έχει ήδη αρχίσει κι ο Τσιμπούρ χάνει μεγάλη ευκαιρία...

Δευτέρα, Ιανουαρίου 2

Απίστευτο: «τον τίναζε τον κουραμπιέ» κι ο θεός Βάκχος!

Όσο ζω μαθαίνω τελικά!
Κει που ξεφύλλιζα τη μυθολογία, τσουπ, πέφτω πάνω στο «καλό».
Ο Βάκχος, λέει, θέλησε κάποτε ν’ ανταμώσει τη μανούλα του στην Κόλαση, αλλά δεν ήξερε το δρόμο.
Εμφανίζεται, λοιπόν, κάποιος Πόλυμνος και προσφέρεται να τον οδηγήσει εκεί αλλά έναντι αμοιβής.
Ομορφόπαιδο ήταν ο Βάκχος, τον λιμπίστηκε ο Πόλυμνος και ζήτησε ως αμοιβή «να του κάτσει»! Πάντα με το γνωστό «ελληνικό τρόπο»...
Δέχτηκε, που λέτε, ο Βάκχος, πήγαν μέχρι την Κόλαση, είδε τη μανουλίτσα του, τα είπαν, κι ο Θεός γύρισε πίσω στον κόσμο, έτοιμος να ξεπληρώσει την οφειλή του.
Αλλά ο καημένος ο Πόλυμνος είχε στο μεταξύ πεθάνει!
Τι να κάνει κι ο φουκαράς ο Βάκχος, δεν ήθελε να φανεί μπατακτσής, κόβει ένα κλαδί συκιάς, το λαξεύει σε σχήμα φαλλού, πάει μέχρι τον τάφο του Πόλυμνου, το βάζει στον πισινό του κι έτσι ξόφλησε...
Το σκηνικό αυτό έγινε στη Σικυώνα της Πελοποννήσου, κι ίσως έτσι εξηγούνται όλ’ αυτά περί πελοποννησίων «συκιών» και τα ρέστα...

Κυριακή, Ιανουαρίου 1

Αθηναίοι Άγιοι Α‘ (Όσιος Κλήμης του Σαγματά - 26 Ιανουαρίου)

Πάνε καμιά δεκαπενταριά χρόνια από τότε που ανεβήκαμε με το φίλο μου τον Σπύρο το Σαγμάτιο Όρος της Βοιωτίας.
Κι εκεί, σε μια αετοφωλιά, βρήκαμε το σπήλαιο που ασκήτεψε ο Κλήμης.
Ήταν Ιούλης μήνας και βλέπαμε σαν από αεροπλάνο τον κάμπο της Θήβας. Έμοιαζε μ’ ένα πολύχρωμο σεντόνι γεμάτο μπαλώματα...
Τότε δεν ήξερα τι εστί Κλήμης, κι όλη η φάση πέρασε στο ντούκου!
Δεν είν’ ωραίο ν’ αγνοείς την ιστορία του τόπου σου.
Μόνο η ιστορική γνώση σε κάνει να αισθάνεσαι προέκταση των παλιότερων και υπόλογος των επόμενων...
Τώρα πλέον ξέρω πολύ καλά πώς έζησε αυτός ο Άγιος, γέννημα-θρέμμα της Αθήνας μας.
Γιατί η Αθήνα έβγαλε πολλούς αγίους, που εκπροσωπούν κάθε εποχή, επάγγελμα, τάση. Και μας αποδεικνύουν πως δεν είναι και τόσο δύσκολη όσο φαίνεται η εφαρμογή του Ευαγγελίου...
Ο Κλήμης, λοιπόν, έζησε στα μέρη μας πριν 900 περίπου χρόνια. Στα τριάντα του έγινε μοναχός κοντά στον Όσιο Μελέτιο του Κιθαιρώνα. Γρήγορα ξεχώρισε για την αρετή και την ταπεινότητά του, και για ν’ αποφύγει τον έπαινο των ανθρώπων απομονώθηκε σε μια απροσπέλαστη σπηλιά στην κορυφή του Σαγματά.
«Σιγά τ’ αυγά», θα μου πείτε.
Το ξέρω, τέτοιες ιστορίες έχετε ακούσει πολλές.
Υπάρχει, όμως, κάτι στη ζωή του Αγίου που εμένα, τουλάχιστον, δεν μ’ αφήνει να ησυχάσω.
Κι αναφέρομαι στη ζωή του πριν γίνει μοναχός. Που απ’ τα δώδεκα χρόνια του τριγύριζε μόνο σε εκκλησίες και παρακολουθούσε ή συμμετείχε ως αναγνώστης σε Θείες Ακολουθίες! Χωρίς να βαριέται ή να ρουτινιάζει...
Ε, αυτό δεν μπορώ να το χωνέψω εύκολα!
Εγώ έπρεπε να φτάσω στα 43 για να συνειδητοποιήσω πόσο μεγάλη γλύκα είναι να ζεις έξω απ’ τα μέτρα της κοσμικότητας και των μοντέρνων συνηθειών...
Ενώ ο Κλήμης τόχε πάρει χαμπάρι απ’ τα 12!
Και μη νομίσετε πως εκείνη την εποχή δεν είχε κι η Αθήνα τη νυχτερινή της ζωή και τους ανάλογους πειρασμούς.
Και τότε, όπως και σήμερα, το κακό βοούσε και η ξετσιπωσιά περίσσευε!
Μπορεί τα εξώβυζα να μην έβγαζαν μάτι και το βρακί να μην είχε φτάσει στο αφαλό, αλλά τα ερεθιστικά θεάματα δεν έλλειπαν.
Και μην ξεχνάτε πως τότε οι άντρες, λόγω του φυσικότερου τρόπου ζωής ήταν πιο ντούροι κι αιματωμένοι...
Τέλος πάντων, ο νεαρός Κλήμης προτίμησε την πνευματική ασφάλεια του Ναού, και δεν ξόδεψε τον χρόνο και την ικμάδα της νεότητάς του στις κραιπάλες!
Αλλά κι εγώ δεν πρέπει να ’χω παράπονο. Κάλιο αργά παρά ποτέ!
Κάθε Κυριακή αξημέρωτα κινάω για το εκκλησάκι μου...
Γνώριμη ώρα και παλιοκαταστάσεις...
Μόνο που παλιά, τέτοιες ώρες, γυρνάγαμε απ’ τα ξενύχτια με μάτι θολό, ψάχνοντας το φανάρι της Μιχαλακοπούλου για να φτάσουμε σπίτι μας.
Τώρα, όμως, διασχίζουμε τη διασταύρωση με πόδι σταθερό, μάτι τσακίρικο και μαγουλάκι φράπα κι ατσαλάκωτο απ’ τον οχτάωρο ύπνο!
Κι ανεβαίνουμε το λόφο γκαζωμένοι, κι αλαχάνιαστοι!
Ευτυχώς που στην πλαγιά του Λυκαβηττού δεν κυκλοφορούν γαϊδάρες, γιατί θα τις γκαστρώναμε στον ανήφορο...