Τρίτη, Οκτωβρίου 31

Τα παράθυρα (Β' Μέρος, Σχόλια)

Ο ποιητής βρίσκεται αντιμέτωπος με την απεγνωσμένη αποδοχή της μοναξιάς. Μιας μοναξιάς όχι εκούσιας, "αναχωρητικής", αλλά επιβαλλόμενης απ' έξω στον κοινωνικό παρία Καβάφη.
Ο ποιητής έχει παραβεί τους "κοινωνικούς κανόνες" και η κοινωνία του επιβάλλει την ... εσχάτη των ποινών: τον έμβιο θάνατο ή, με άλλες λέξεις, τον θάβει ζωντανό! Τον περιορίζει σε σκοτεινές κάμαρες κι απ' έξω καρφώνει τα παντζούρια, χτίζει τα παράθυρα, ασφαλίζει τις πόρτες... Κι εκείνος μάταια τριγυρνάει και ψάχνει πασπατευτά για μια έξοδο...
Ο ποιητής αρχικά ψάχνει να υπερνικήσει τον εγκλεισμό του: γυρεύει παράθυρα και διόδους παρηγοριάς. Σύντομα όμως αναδύεται η πικρή αλήθεια: για την τραγική κατάσταση που βιώνει δεν ευθύνονται μόνο οι "απ' έξω". Μα είναι κι ο εαυτός του που τον έχει φυλακίσει...
Στην πραγματικότητα είναι ο ίδιος που δεν επιθυμεί καμία διέξοδο. Δεν θέλει, δεν τολμάει να ρίξει τους προβολείς της συνείδησης στις σκοτεινές κι απόμερες γωνιές του υποσυνειδήτου! Γιατί το φως θα 'ναι μια νέα τυραννία για τα βολεμένα στο σκοτάδι μάτια του. Θα φέρει στην επιφάνεια τέρατα που δεν μπορεί να δαμάσει. Θ' αποκαλύψει πως τα δεσμά μας εμείς οι ίδιοι τα υφαίνουμε με τα συμπλέγματα, τις ψευδοηθικές αρχές και ιδέες μας. Κι ύστερα αυτοπαγιδευόμαστε μέσα τους θανάσιμα...

Δευτέρα, Οκτωβρίου 30

Τα παράθυρα (Κ. Π. Καβάφης)

Σ' αυτές τες σκοτεινές κάμαρες που περνώ
μέρες βαρυές, επάνω-κάτω τριγυρνώ
για νάβρω τα παράθυρα. (Όταν ανοίξη
ένα παράθυρο θάναι παρηγοριά.)
Μα τα παράθυρα δεν βρίσκονται, ή δεν μπορώ να τάβρω...
Και καλλίτερα ίσως να μην τα βρώ.
Ίσως το φως θάναι μια νέα τυραννία...
Ποιος ξέρει τί καινούρια πράγματα θα δείξη...

Σάββατο, Οκτωβρίου 28

Αυτοψυχανάλυση (Β)

Είμαι στην Τετάρτη Δημοτικού. Η δασκάλα μόλις τέλειωσε την παράδοση του μαθήματος «η μάχη του Μαραθώνα». Πόσο περήφανοι νοιώθουμε που οι παππούδες μας νίκησαν τους κακούς που πάρκαραν τα πλοία τους εκεί που πέρσι έκανα μπάνιο με τα ξαδέλφια μου!
Η δασκάλα ρωτά: «Έχει κανείς σας καμιά απορία»;
Σηκώνω αμέσως το χεράκι μου.
- Πες μας εσύ, τι δεν κατάλαβες να το ξαναπώ...
- Κυρία, αυτοί οι γίγαντες μαραθωνομάχοι, με τις ασπίδες και τα δόρατα, πώς «πήδαγαν»;
Ένα σούσουρο απλώνεται στην τάξη. Κρυφά γελάκια και ψίθυροι. Απ’ το πίσω θρανίο, ο Γιωργάκης μού έριξε μια καρπαζιά. Κι η δασκάλα βάζει τις φωνές:
- Ντροπή σου παιδί μου, ντροπή σου...
Αμέσως κατάλαβα! Για κάποια πράγματα δεν πρέπει να ρωτάς. Γιατί αν ρωτήσεις είναι ντροπή και τρως καρπαζιά. Πρέπει να ψάξεις και να βρεις την άκρη μόνος σου. Αρχίζω, λοιπόν, να ψάχνω στα τυφλά. Κράτησε αρκετές μέρες, ίσως και μήνες. Όμως δεν έψαχνα στη «Ζωή του παιδιού» που μας μοίραζαν στο σχολείο. Γιατί εκεί μέσα έχει πολλές προσευχούλες, κι εγώ τις προσευχούλες τις βαριέμαι πάρα πολύ...
Στο τέλος γνώρισα μια κυρία! Την Αφροδίτη. Ήταν, λέει, θεά. Σα να λέμε όπως η κυρία Αγία Μαρίνα, που είχε το σπίτι της λίγο πάνω απ' το δικό μας σπίτι. Όμως δεν μοιάζουν καθόλου μεταξύ τους. Η κυρία Αγία Μαρίνα ήταν σοβαρή, αδύνατη, ντυμένη μέχρι τα νύχια. Η άλλη ήταν τσίτσιδη, χοντρομπαλού, με δυο μεγάλα βυζιά, σαν της Αστέρως, της αγελάδας του κυρ Φάνη, του γείτονα. Όμως η χοντρομπαλού μού αρέσει περισσότερο από κείνη που είχε το σπίτι της λίγο πάνω απ’ το δικό μας σπίτι...
Ήταν, λέει, θεά του έρωτα! Βέβαια, εγώ δεν ξέρω ακριβώς τι σημαίνει η λέξη αυτή. Στην αρχή νόμιζα πως είναι εκείνο που ένιωθα για τη Στελλίτσα του πρώτου θρανίου. Ύστερα όμως μπερδεύτηκα, όταν άκουσα τον πατέρα μου να λέει δυνατά στο θείο μου «μη μου ζαλίζεις τον έρωτα»!
Γι' αυτό αποφάσισα να ρωτήσω τη μαμά μου. Κι εκείνη μου απάντησε πως έρωτας είναι εκείνο με το οποίο οι άνθρωποι κάνουν τα παιδάκια. Τότε εγώ τα κατάλαβα όλα: ότι η χοντρομπαλού πρέπει να είχε χιλιάδες παιδάκια. Όμως εγώ δεν ήθελα να κάνω παιδάκια με τη Στελλίτσα. Γιατί τα παιδάκια ζαλίζουν τον έρωτα...

Παρασκευή, Οκτωβρίου 27

Δέησις (Β' Μέρος, Σχόλια)

Πρόκειται μάλλον για την πιο σύντομη τραγωδία και μάλιστα χωρίς κάθαρση! Πρώτα-πρώτα έχουμε το πάθος:
"Η θάλασσα στα βάθη της πήρ έναν ναύτη"
Αμέσως ύστερα, η τραγική ειρωνία:
"Η μάνα του ανήξερη..."
Ακολουθούν η φυσική επίκληση της ανώτερης δύναμης (της Παναγίας), οι μάταιες ελπίδες των θνητών να προσδιορίσουν τη μοίρα με ευχές καθώς και η ανθρώπινη πρόληψη ότι το κακό μπορεί ν' αποτραπεί:
"στην Παναγιά μπροστά ένα υψηλό κερί
για να επιστρέψει γρήγορα και ναν καλοί καιροί"
Την ίδια ώρα οι θεοί γνωρίζουν τα γενόμενα και δεν μπορούν τίποτα να κάνουν! Μόνο η λύπη τούς μένει κι αυτωνών, έσχατο καταφύγιο μπρος στο τετελεσμένο:
"η εικών ακούει σοβαρή και λυπημένη
ξεύρωντας πως δεν θάλθη πια ο υιός που περιμένει"
Ο Καβάβης είναι φορέας της τεράστιας Αλεξανδρεινής πνευματικής κληρονομιάς, όπου κυριάρχησε επί αιώνες το δίπολο πίστης-γνώσης. Το επαναφέρει στο συγκεκριμένο ποίημα, σε πιο light εκδοχή: η πίστη παρέχει ελπίδα, η γνώση όμως απογυμνώνει τη συνείδηση από μάταιες ψευτοπαρηγοριές...
Ο ναύτης πνίγηκε και δεν ξεπνίγεται! Ο ποιητής είναι ρεαλιστής, ορθολογιστής και σκεπτικιστής απέναντι σε κάθε θρησκεία. Μερικοί θα τον χαρακτηρίσουν και άθεο. Αυτό δεν το γνωρίζουμε. Βέβαιο είναι μόνο τούτο: δεν ξεγελιέται με τις φρούδες ελπίδες καμιάς πίστης...

Πέμπτη, Οκτωβρίου 26

Δέησις (Κ. Π. Καβάφης)

Η θάλασσα στα βάθη της πηρ έναν ναύτη...
Η μάνα του, ανήξερη, πηγαίνει κι ανάφτει

στην Παναγία μπροστά ένα υψηλό κερί,
για να επιστρέψει γρήγορα και ναν' καλοί οι καιροί

και όλο προς τον άνεμο στήνει τ' αυτί...
Αλλά ενώ προσεύχεται και δέεται αυτή,

η εικών ακούει, σοβαρή και λυπημένη,
ξεύροντας πως δεν θάλθη πια ο υιός που περιμένει...

Τρίτη, Οκτωβρίου 24

Όπου κι αν πάμε, μια επίσκεψη...

Το ξέρω
δεν έχεις καιρό,
ξανθό κορίτσι
με τα χρυσά μαλιά...
Ο χρόνος είναι πάντα λίγος
και τρέχει τόσο γρήγορα...
Κάθησε
μη φύγεις,
μην πεις πως σ' ενοχλούνε
τα σκορπισμένα βιβλία και χαρτιά,
τ' άστρωτο κρεβάτι.
Το δωμάτιο μυρίζει τσιγάρο
μα εσύ έχεις ένα άρωμα λεπτό
και μια πνοή που μ' αναστατώνει...
Μη φύγεις,
λίγο ακόμη...
κοντά σου
η ζωή ομορφαίνει...
Μες στα γαλάζια τα μάτια σου
τα πέλαγα που ταξίδεψα...
Κάθησε ακόμη λίγο,
τα κύματα των μαλλιών σου
μια θάλασσα ξανθιά,
μη φεύγεις...
Μες στη ζωή μας
βιαστικοί,
σμίγουμε και χωρίζουμε
μ' ένα αντίο!
Όπου κι αν πάμε, μια επίσκεψη...
Σε παρακαλώ,
ακόμη λίγο...
μείνε ώσπου να ξημερώσει.
Γεμίζεις το κενό δωμάτιο,
γεμίζεις τη βραδιά...
(Μ' αλίμονο...
την καρδιά μου όμως όχι...)

Κυριακή, Οκτωβρίου 22

Προς νέους Θεολόγους...

Στην εποχή μας ο διάλογος της θεολογίας με την κοινωνία είναι ιδιαίτερα προβληματικός, ίσως και αδύνατος. Οι νέοι, κυρίως, θεολόγοι οφείλουν να απευθυνθούν στην κοινωνία με μια γλώσσα που δεν γνωρίζουν ούτε και θέλουν να γνωρίσουν οι παλαιότεροι συνάδελφοί τους.
Κατ αρχήν πρέπει να αντιληφθούν πως πέρα απ’ τον ανιαρό μονόλογο ή τον εριστικό αντίλογο υπάρχει και ο κριτικός διάλογος. Η γνωστή ως σήμερα «απολογητική» δεν κάνει τίποτα περισσότερο απ’ το να προτάσσει τις αντιθέσεις, να θέτει διαχωριστικές γραμμές, να καλλιεργεί κλίμα πολεμικό και, στο τέλος, να αφήνει ανέπαφη την ουσία των προβλημάτων.
Ο κριτικός διάλογος, αντίθετα, ενδιαφέρεται για τις προϋποθέσεις του προβλήματος, αποδέχεται τη γόνιμη αυτοκριτική, αποφεύγει τον αρτηριοσκληρωτικό δογματισμό αλλά και τον ρεφορμιστικό χαμαιλεοντισμό. Ούτε διπλωματικές αναδιπλώσεις ούτε πεισματικές αντιδικίες.
Μόνο ο διάλογος γονιμοποιεί το λόγο. Η κριτική είναι το λίπασμα της αλήθειας. Και πρώτη μορφή κριτικής είναι η αυτοκριτική! Δηλαδή η αναψηλάφηση των δικών μας προϋποθέσεων. Η αυτοκριτική είναι μια πράξη φιλοσοφικής μετανοίας, δηλαδή ριζικής αλλαγής νοοτροπίας.
Ένα δεύτερο κρίσιμο σημείο αποτελεί η προσπάθεια συνδυασμού φιλοσοφικής τιμιότητας και θεολογικής συνέπειας. Είναι, πράγματι, εύκολο να ασκείς κριτική στη θρησκεία όταν είσαι εκτός αυτής. Αλλά είναι απείρως δυσκολότερο να την κρίνεις παραμένοντας πιστό μέλος της.
Η εξωτερική κριτική είναι ανώδυνη και σχετικά άνετη. Ικανοποιεί ποικίλα ψυχολογικά απωθημένα. Το δύσκολο είναι να είσαι συγχρόνως πιστός και κριτικός, θεολόγος και φιλόσοφος, τίμιος με τον ορθό λόγο και συνεπής με την ορθή πίστη…

Σάββατο, Οκτωβρίου 21

Αυτοψυχανάλυση (Α)

Ξαπλώνω στο κρεβάτι, μισοκλείνω τα μάτια (κύριε ψυχίατρε χαμηλώστε παρακαλώ λίγο το φως) κι αρχίζω:
Τελειώναμε το δημοτικό στη μικρή απομονωμένη επαρχιακή μας πόλη. Τότε που όλη μας η ζωή ήταν μια σχολική τσάντα κρεμασμένη στον δεξί μας ώμο και μια δερμάτινη μπάλα σφιχτά κρατημένη στην αριστερή μασχάλη.
Κάθε Σάββατο απόγευμα υποχρεωτική παρακολούθηση της «εξήγησης ευαγγελίου». Ο δάσκαλος μας μετέφερε βαριεστημένα όσα «ξεσήκωνε» από κάτι χαμοφυλλάδες του «Σωτήρα» κι εμείς σχεδιάζαμε ανυπόμονα τη συνέχεια... Το απόγευμα του Σαββάτου (για βράδυ δεν τολμούσαμε ούτε να το σκεφτούμε) είχε μια ιδιαίτερη μαγεία για μας, στη μικρή επαρχιακή κοινωνία. Οι ποδοσφαιρικές οδομαχίες σταματούσαν προσωρινά, οι βαθιές πληγές στα γόνατα και στα καλάμια είχαν την ευκαιρία να επουλωθούν καθώς και οι πάντα στραπατσαρισμένοι αγκώνες μας... Βλέπετε τότε το ποδόσφαιρο παίζονταν όχι σε εισαγόμενους χλοοτάπητες αλλά στις σκληρές και πετρώδεις αλάνες, με αποτέλεσμα μια ολόκληρη γενιά ανδρών να αποκτήσει στραβά πόδια... Έτσι χάσαμε οριστικά την ευκαιρία να γίνουμε περιζήτητοι σύντροφοι των διεθνούς φήμης μανεκέν... Άσε που δεν είχαμε κανέναν να μας διδάξει το «ξύρισμα», τις κρέμες προσώπου, τα σέξι ανδρικά εσώρουχα, τους «γυναικωτούς τρόπους» και τόσα άλλα που σήμερα θεωρούνται αξεσουάρ κάθε σύγχρονου εραστή...
Ας επιστρέψουμε όμως στο «ιερό» απόγευμα του Σαββάτου. Μετά την «εξήγηση του ευαγγελίου» είχαμε στη διάθεσή μας τρεις ολόκληρες και πολύτιμες ώρες! Κατά παράδοξο τρόπο οι γονείς μάς παρείχαν αυτή την «πολυτέλεια». Ίσως να σκέφτονταν πως μετά από τη «φωτισμένη εξήγηση του ευαγγελίου» δεν θα είχαμε διάθεση για σκανδαλιές. Ίσως, πάλι, να έβλεπαν πως η μικρή επαρχιακή μας πόλη δεν διέθετε τίποτε το «επικίνδυνο» που θα μπορούσε να βλάψει τα χρηστά μας ήθη ή να κλονίσει μέσα μας τα «ελληνοχριστιανικά ιδεώδη». Πάντως, όπως κι αν σκέπτονταν, η ουσία ήταν μία: είχαμε τρεις ώρες στη διάθεσή μας καθώς κι ένα ευτελές χαρτζιλίκι.
Την Κυριακή το πρωί είχαμε «υποχρεωτικό εκκλησιασμό» κι έτσι το Σάββατο το απόγευμα μπορούσαμε άνετα να αμαρτήσουμε εν διανοία... Το επόμενο πρωί είχαμε όλο το χρόνο να μετανιώσουμε! Έτσι, πριν ο δάσκαλος προλάβει να ολοκληρώσει το τελευταίο του «ηθικό δίδαγμα», είχαμε ήδη πηδήξει τη μεγάλη μάντρα του σχολείου (για να κόψουμε δρόμο) και τρέχαμε προς την πλατεία όπου βρίσκονταν το μοναδικό σινεμά όχι μόνο της πόλης αλλά και ολόκληρου του νομού. Και φυσικά ανέβαζε πάντα έργα κατευθείαν απ’ τα αζήτητα, με πρωταγωνιστές που συχνά είχαν πεθάνει προ πολλού...
Σε αυτό το σκοτεινό χώρο, που στριμωχνόμασταν με τα τριμμένα παντελόνια και τα παπούτσια ελβιέλα, μπορούσαμε για δυο ώρες τη βδομάδα να «υποδεχτούμε» τους μεγάλους «προσκεκλημένους» της πόλης μας! Και πρώτη απ’ όλους τη Μαίριλυν. Τη ζουμερή, χαδιάρα, ναζιάρα, κουνιστή και, ταυτόχρονα, απρόσιτη γυναίκα. Δεν μπορώ να πω ότι μας «άναβε». Ίσως να ήταν και η ηλικία... Όμως μας αποκάλυπτε, σε όλο της το μεγαλείο, τη λειτουργικότητα της θηλυκής ανατομίας. Πώς να ανακαλύψουμε το θείο αυτό δώρο στα καλαμένια κορμάκια των συμμαθητριών μας με τις φαρδιές γαλάζιες κορδέλες και τις μακριές ποδιές;
Η Μαίριλυν ξεδίπλωνε το γυναικείο κορμί, το ανέλυε σε κάθε κίνησή του, αποκάλυπτε τους μυχούς του και αναδείκνυε τους κόρφους του! Θα ήταν ψέματα αν λέγαμε πως η εικόνα αυτή δεν χάραξε βαθιά τη ζωή μας. Και πως δεν συγκρίναμε έκτοτε, υποσυνείδητα έστω, κάθε νέα μας γκόμενα με τη Μέρυλιν... Πάντως δεν είναι τυχαίο πως όσοι άντρες μεγάλωσαν με την εικόνα της Μαίρυλιν δεν μπόρεσαν ποτέ να αποδεχθούν τα σύγχρονα πρότυπα της γυναικείας ανορεξικής ομορφιάς και μένουν «κολλημένοι» στην αναζήτηση των καμπυλών...
Στο μικρό σινεμαδάκι της επαρχιακής μας πόλης είχαμε απέναντί μας τη Μαίρυλιν να στέκεται αθώα, σαν μωρό. Σα να μας ντρεπόταν... Ανακάλυπτε στάσεις και τις χαιρόταν, σούφρωνε τα χυμώδη χείλη της και μας μάλωνε που τέτοια ώρα ήμασταν εκεί και την κοιτάγαμε. Αυτή ήταν μια «νοικοκυρούλα» που βρέθηκε «τυχαία» στο πανί... Όταν το έργο τέλειωνε, χωρίς να το επιδιώκω, έρχονταν μπρος στα μάτια μου η εικόνα του ανέραστου δασκάλου, του «ερμηνευτή των ευαγγελίων» που ξιφουλκούσε εναντίων των πορνών και των τελωνών, αλλά και του παπά, που έπρεπε να «τον φάω στη μάπα» πρωί-πρωί της Κυριακής. Θεέ μου πόσο διέφεραν από τον άγγελο την Μαίρυλιν. Και τότε έπαιρνα πάντα την ίδια απόφαση: δεν θα πήγαινα στην εκκλησία την επόμενη μέρα. Κι ας ήξερα πως τη Δευτέρα ο δάσκαλος θα έσπαγε πάνω μου το δρύινο χάρακά του...

Πέμπτη, Οκτωβρίου 19

Τσάμπιονς Λιγκ!

Οι περισσότεροι ήμασταν πιωμένοι πριν αρχίσει ο αγώνας. Ήρεμα όμως πιωμένοι, καπνίζοντας πούρα και νιώθοντας την ελαφρότητα της ζωής...
Πριν μπω στο μπαρ είχα ψωνίσει μια βαμμένη, κοκκινομάλλα ή ξανθιά, δεν θυμάμαι... Κι ένιωθα περήφανος όταν γύριζε απ’ την τουαλέτα κι ολόκληρη η γαλαρία άρχιζε να χτυπιέται, να σφυρίζει και να ωρύεται καθώς αυτή κουνούσε πέρα-δώθε τον μεγάλο, μαγικό, υπέροχο κώλο της μέσα στη στενή φούστα...
Όντως, ήταν κώλος μαγικός! Μπορούσε να σωριάσει έναν άντρα τέζα, ν’ αγκομαχάει και να ξεφωνίζει ερωτόλογα στον τσιμεντένιο ουρανό.
Έρχονταν και καθόταν δίπλα μου. Κι εγώ σήκωνα το μπουκάλι σα βραβείο και της το δινα. Έπινε τη γουλιά της, μου το επέστρεφε και της έλεγα για τ’ αγόρια της γαλαρίας: «θα τα σκοτώσω τα τσογλάνια που ουρλιάζουν»!

Τρίτη, Οκτωβρίου 17

Ο επικήδειός μου ... (Β)

Δονούσε η ψυχή του και η σκέψη του από έρωτα
κι ήθελε να τον μοιραστεί μ' όλο τον κόσμο...
Δεν ήταν δόξες
μεγαλεία
και πρωτιές
που αναζητούσε.
Γύρευε απλότητα,
γύρευε ομορφιά,
ήθελε φιλική συζήτηση,
το συνταξίδεμα στο άγνωστο
με γενναιότητα στη σκέψη
κι απλοχεριά στη συμπεριφορά.
Ήθελε να το πει
να το φωνάξει
με λόγια απλά,
με χαμόγελα,
μ' απλή σκέψη
πως τούτα κι εκείνα
δεν είναι σημαντικά
σημαντικοί είμαστε συ κι εγώ
εδώ,
χθες,
σήμερα κι αύριο...
Τον κατηγόρησαν για άνομο εραστή
των αισθήσεων καταχραστή
και στρεβλωτή της σκέψης.
Πριν προλάβει να δικαιολογηθεί
βρέθηκε ταξινομημένος
σαν ένα "από τα λίγα του είδους"!
Μ' έναν ιδιωματισμό όμως:
όταν κατηγορείται
δεν μιλά,
κοιτάζει απορημένος
και σιωπά...

Κυριακή, Οκτωβρίου 15

Ελευθερία ή θάνατος!

Σαββατόβραδο χθες. Άλλοι προετοιμάζονταν για τον κυριακάτικο εκκλησιασμό διαβάζοντας την ερμηνεία του ευαγγελίου της επομένης (έτσι κάνουν οι συμβατικοί χριστιανοί) κι άλλοι κυνηγούσαν τον ποδόγυρο... (έτσι κάνουν οι αντισυμβατικοί).
Ήμουν στημένος στα προπύλαια του Πανεπιστημίου πάνω από μισή ώρα! Πάλι με είχε στήσει η γκόμενα.... Μη έχοντας τι άλλο να κάνω έκατσα και χάζευα τα γύρω αγάλματα. Από το σημείο εκείνο περνώ καθημερινά, αλλά ποτέ δεν είχα δώσει σημασία στους καημένους τους ανδριάντες.
Εκεί, λοιπόν, είχαν στηθεί (όπως κι εγώ) ο Γρηγόριος ο Ε’, ο Ρήγας Φεραίος, ο Αδαμάντιος Κοραής και ο Ιωάννης Καποδίστριας. Χαμογέλασα πικρόχολα. Τι γυρεύουν μαζί ένας πολέμιος της επανάστασης και ο πρώτος κήρυκάς της; Ένας φανατικός αντιαυταρχικός κι ένας θιασώτης της πεφωτισμένης δεσποτείας; Κι ήρθε στο νου μου το σχόλιο του Κοραή μόλις πληροφορήθηκε πως ο Σουλτάνος είχε απαγχονίσει τον Γρηγόριο Ε’: «α τον ηλίθιο, σκότωσε έναν σύμμαχό του»!
Τελικά η γκόμενα ήρθε, με συνολική καθυστέρηση μιας ώρας.
«Συγγνώμη που άργησα λίγο»!
Είχε όμως την ατυχία να με βρει μπροστά στο άγαλμα του Ρήγα. Ξέρετε, αυτού που έλεγε ότι θέλει θάρρος και τόλμη η ελευθερία...

Σάββατο, Οκτωβρίου 14

O επικήδειός μου ... (σατυρικό)

Μετά την ποίηση
και την φιλοσοφία,
ρίχτηκε
με την ίδια θέρμη
στα τυριά,
τα λάδια,
τα ζυμαρικά ...

Σαν φτώχεψε,
άλλο δεν τού μενε
παρά ν' αυτοκτονήσει...

Εδώ,
στη σιγαλιά του τάφου του,
έπιασε πάλι τα τεφτέρια του,
να βρει πώς και γιατί φαλίρισε...
Αργότερα,
αν ο θάνατος είναι αιώνιος
-όπως λένε-
θα δει μήπως για την κακοτυχιά του φτέει
το πως προτίμησε τα λάδια
απ' τη φιλοσοφία...

Τώρα
είναι φρέσκος νεκρός
και δεν μπορεί ν' ασχοληθεί
με τέτοια πράγματα...

Παρασκευή, Οκτωβρίου 13

Μίλα μου βρώμικα...

... Ήταν πολύ πιο καθαρά σ’ εκείνο το μπαρ. Ένα σωρό γεροδεμένοι νεαροί κάθονταν τριγύρω βαριεστημένα. Μόλις μπήκα έγινε μια κάποια ησυχία.
«Θα πάρω ένα ουίσκι με νερό» είπα στον μπάρμαν.
Πρόσεξα μια νεαρή κυρία που κάθονταν μόνη της. Φαινόταν νά 'χει μοναξιές! Φαινόταν καλή. Πολύ καλή. Και φαινόταν νάχει μοναξιές. Είχα κάτι λεφτά. Δεν θυμάμαι που τάχα βρει. Πήρα το ποτό μου, προχώρησα και κάθισα δίπλα της.
«Τι θες ν' ακούσεις στο τζουκ μποξ», τη ρώτησα.
«Οτιδήποτε. Ό,τι θες εσύ»!
Έριξα κάμποσα κέρματα. Δεν ήξερα τι λένε τα λόγια. Μπορούσα, όμως, να ρίξω κέρματα σ’ ένα τζουκ μποξ! Φαινόταν καλή. Πώς γινόταν να φαίνεται τόσο καλή και να κάθεται μόνη;
«Μπάρμαν, δύο ποτά ακόμη! Ένα για την κυρία κι ένα για μένα»...
Τα πίναμε γύρω στη μισή ώρα όταν ένας απ’ τους κρεμανταλάδες που κάθονταν στην άκρη του πάγκου, σηκώθηκε και προχώρησε αργά προς το μέρος μου. Αυτή είχε πάει στην τουαλέτα.
- Κοίτα να δεις φίλε, θέλω να σου πω κάτι...
- Ευχαρίστησή μου...
- Αυτή είναι το κορίτσι του αφεντικού. Συνέχισε ν’ ανακατεύεσαι και θα βρεθείς σκοτωμένος...
Έτσι ακριβώς το είπε: «σκοτωμένος»! Όπως ακριβώς στις ταινίες... Ξαναγύρισε στη θέση του. Και κάθισε. Εκείνη γύρισε απ’ την τουαλέτα και έκατσε δίπλα μου.
«Μπάρμαν» είπα, «άλλα δύο ποτά»!
Συνέχισα να ρίχνω κέρματα στο τζουκ μποξ και να συζητώ. Έπειτα θέλησα να πάω στην τουαλέτα. Προχώρησα προς τα εκεί που έδειχνε «ΑΝΔΡΩΝ» και πρόσεξα πως υπήρχε μια μεγάλη σκάλα προς τα κάτω. Είχα κατέβει κάνα δυο σκαλιά όταν κατάλαβα πως οι δυο μαντραχαλάδες που καθόντουσαν στην άκρη του πάγκου με ακολουθούσαν. Δεν ήταν τόσο ο φόβος όσο το παράδοξον του πράγματος. Δεν μπορούσα να κάνω τίποτε άλλο απ’ το να συνεχίσω να κατεβαίνω. Μπήκα στο ουρητήριο, κατέβασα το φερμουάρ και άρχισα το κατούρημα. Μισομεθυσμένος, είδα το ρόπαλο να κατεβαίνει. Κούνησα μια στάλα το κεφάλι μου κι αντί να την αρπάξω πάνω απ’ τ’ αυτί την άρπαξα στο πίσω μέρος του κεφαλιού, στο δεξιό «κέρατο»...
Φωτάκια στριφογύρισαν κι αναβόσβησαν! Μα δεν ήταν και τόσο φριχτά... Τέλειωσα το κατούρημα, το ξανάβαλα μέσα κι ανέβασα το φερμουάρ! Στράφηκα. Στεκόντουσαν εκεί περιμένοντας να σωριαστώ.
«Με συγχωρείτε» είπα και πέρασα ανάμεσά τους. Οι κανόνες υγιεινής επέβαλαν να πλύνω τα χέρια μου... Στη συνέχεια ανέβηκα τις σκάλες και κάθισα.
«Μπάρμαν» είπα, «άλλα δύο»...
Το αίμα έτρεχε. Μαντήλι δεν είχα. Σήκωσα τον γιακά του πουκαμίσου και πίεσα το πίσω μέρος του κεφαλιού! Τότε οι δυο κρεμανταλάδες βγήκαν από την τουαλέτα και κάθισαν.
«Μπάρμαν», έγνεψα προς το μέρος τους, «δύο ποτά για τους κυρίους»!
Κι άλλο τζουκ μποξ, κι άλλη κουβέντα... Το κορίτσι δεν είχε απομακρυνθεί από κοντά μου. Όμως δεν ξεχώριζα τα πιο πολλά απ’ αυτά πού 'λεγε! Μετά έπρεπε να ξανακατουρήσω. Σηκώθηκα και ξεκίνησα πάλι για το «ΑΝΔΡΩΝ». Ο ένας απ’ τους παλικαράδες είπε στον άλλον καθώς περνούσα: «δεν γίνεται να το σκοτώσεις το τσογλάνι, είναι τρελός»!
Δεν ξανακατέβηκαν κάτω. Όταν όμως ξανανέβηκα δεν κάθισα δίπλα στην κοπέλα. Είχα αποδείξει κάτι τι και είχα χάσει πια κάθε ενδιαφέρον....

Πέμπτη, Οκτωβρίου 12

Υπάρχουν μερικοί άνθρωποι που ζουν μόνο τις Κυριακές...

Σαν ήμουν παιδί η Κυριακή ήταν ένας παράξενος συνδυασμός: κόλαση και παράδεισος μαζί. Η κόλαση είχε να κάνει με τον πρωινό υποχρεωτικό (απ’ το σχολείο και την οικογένεια) εκκλησιασμό. Απ’ την Παρασκευή κι όλας άρχιζε να με κυριεύει η κατάθλιψη με την ιδέα και μόνο του κυριακάτικου εκκλησιασμού. Πω πω! Θα έτρωγα πάλι στη μάπα τους παπάδες με τις θυμιατούρες, τις ψαλμουδιές και τα κηρύγματα... Χριστός και Παναγία...
Όμως σε τούτη τη ζωή δεν υπάρχει μόνο κόλαση αλλά και παράδεισος (ευτυχώς)! Και στην ηλικία εκείνη ο παράδεισος για μας αντιπροσωπεύονταν από το ποδόσφαιρο. Τη μέρα αυτή κάποιοι λάτρευαν το «Θεό της Κυριακής» και κάποιοι άλλοι τη «θεά μπάλα». Κατά τη διάρκεια του εκκλησιασμού σκοτώναμε την ώρα μας κάνοντας σχέδια για το πώς θα παραταχθεί η ομάδα της γειτονιάς μας εναντίον της αντίπαλης γειτονιάς. Και μόλις ακούγαμε το «είδομεν το φως το αληθινό» τρέχαμε σπίτια μας, βγάζαμε τα «καλά μας» και κατευθείαν στην αλάνα. Αυτό που μας επέβαλαν οι γονείς μας (εκκλησιασμό) το μισούσαμε κι αυτό που μας απαγόρευαν (ποδόσφαιρο) το λατρεύαμε! Απόλυτα αντιεξουσιαστές...
Κι όταν έρχονταν η ευλογημένη ώρα της ποδοσφαιρικής αναμέτρησης με την «επάνω γειτονιά» («αριστοκρατική» τη φωνάζαμε) ζούσαμε την απόλυτη ηδονή. Ακόμη δεν έχω ξεκαθαρίσει μέσα μου αν το ποδόσφαιρο είναι υποκατάστατο της ερωτικής πράξης ή το αντίστροφο! Πάντως δεν είναι τυχαίο πως τα περισσότερα συνθήματα της κερκίδας είναι σεξουαλικού περιεχομένου. Και ούτε αρνούμαι πως ποτέ μου δεν ένιωσα τόση ηδονή όση όταν «έβαζα γκολ»! Για μας, το τέρμα του αντιπάλου αποτελούσε το γυναικείο όργανο, οι αντίπαλοι παίχτες τον ερωτικό μας αντίζηλο, και η νίκη της ομάδας μας αντιπροσώπευε την περιζήτητη γκόμενα, την ωραία Ελένη...
Ακολούθησε η κάθοδος στην Αθήνα. Επαφή με τις αριστερές ιδέες στη λαϊκή συνοικία του Βύρωνα. Η «χαμένη γενιά» της μεταπολίτευσης δίνει τη σκυτάλη στη «γενιά της αλλαγής». Μια γενιά πιο χαλαρή, με περισσότερη αυτοπεποίθηση, λιγότερα κωλύματα. Αλλά και ... προσωπολατρία, βόλεμα, καριέρα, κονόμα...
Κάποιοι αρνηθήκαμε πεισματικά να «μεγαλώσουμε»! Κουτούκια, ρεμπέτικα, Θεοδωράκης, Ρίτσος, Βάρναλης... Και τις Κυριακές πάντα η απαραίτητη θυσία στη «θεά μπάλα»....
Ο Πειραιάς ήταν ακόμη η εργατούπολη. Η πόλη των προλετάριων και του Ολυμπιακού! Ήταν η ομάδα μας! Όλη τη βδομάδα χάναμε απ΄το αφεντικό, τον σπιτονοικοκύρη, απ’ τον μπακάλη... χάναμε από παντού. Ε, να μην κερδίζουμε κι εμείς μια φορά τη βδομάδα; Και η μέρα αυτή ήταν, πάλι, Κυριακή... Δε λέω πως όλοι στο λιμάνι ήταν αριστεροί. Όμως πάντα, οι άνθρωποι που ζουν γύρω απ’ τα μεγάλα λιμάνια έχουν μια διαφορετική ψυχοσύνθεση και νοοτροπία απ’ τους άλλους...
Ταυτόχρονα σχεδόν γνωρίζουμε και τον άλλον «άξονα» της ζωής μας. Οι γυναίκες γίνονται το δεύτερο σημείο αναφοράς. Πρώτα στα στενά κι ανήλιαγα δρομάκια, ύστερα στις πλατείες κι αργότερα στα σαλόνια...
Τα χρόνια περνούν... Αυτοκρατορίες, συστήματα, ιδεολογίες, γκρεμίζονται. Αλλά κάποιοι εξακολουθούν να μένουν παιδιά...
Στρατός! Τις Κυριακές τα βράδια κάποιες σκιές περνούν μέσα απ’ τα κομμένα συρματοπλέγματα της βάσης στην Ελευσίνα. Μηχανές μεγάλου κυβισμού. Σε δέκα λεπτά (!!!) στη Γλυφάδα, στο μαγαζί που τραγουδούσε η Καίτη Γαρμπή (η «Καιτούλα μας»)... Στολές παραλλαγής, μπερέδες, χορός, μαγκιά, γκομενιλίκι...
Αλήθεια, γιατί δεν θυμάμαι καμιά Δευτέρα της ζωής μου;

Τετάρτη, Οκτωβρίου 11

Τι ψηφίζει ο Ασκαρδαμυκτί

Μπαίνω αμέσως στο "ψητό":
Υπερνομάρχης Αθηνών: Γεννηματά.
Δήμαρχος Αθηνών: Τσίπρας.
Δήμαρχος Πειραιά: Φασούλας.
Υπερνομάρχης Θεσσαλονίκης: Λευκό.
Δήμαρχος Θεσσαλονίκης: Μπουτάρης.
Εύλογα θα αναρωτηθείτε: καλά ρε συ, κανένας κυβερνητικός υποψήφιος δεν κερδίζει την εμπιστοσύνη σου;
Η απάντησή μου: απορρίπτω την κατηγορία αυτή των υποψηφίων γιατί πιστεύω ότι τυχόν επικράτησή τους θα αποθρασύνει τους ίδιους και την παράταξή τους!
Τελευταίο (και μεγάλο) δείγμα θράσους και αλαζονίας: ο κυβερνητικός υποψήφιος Νικήτας Κακλαμάνης κατηγορείται (βάσει εγγράφων αποδείξεων, τιμολογίων κλπ) πως πέντε μεγάλες φαρμακοβιομηχανίες χρηματοδότησαν παράνομα την προεκλογική του εκστρατεία τον Φεβρουάριο 2004. Θέλετε να μάθετε πώς αντέδρασε ο εν λόγω κύριος; Αντιγράφω από τη χθεσινή "Καθημερινή": "Αποτελεί σκοτεινή πολιτική απρέπεια! ... Θα με κρίνουν οι Αθηναίες και οι Αθηναίοι... εγώ θα απαντήσω μετά τις εκλογές"!
Τι μας λες ρε μεγάλε; Γέννησε κανέναν εξυπνότερο η μάνα σου;

Τρίτη, Οκτωβρίου 10

Ου μπλέξεις!

Πρέπει στις εντολές του ο Θεός
προσθήκη
νέα, σύγχρονη
να κάμει.
"Ου μπλέξεις",
γενικά, να γράψει ...
κι όχι "ου μπλέξεις μόνο με γυναίκα"...
Γιατί πολύ κακό το μπλέξιμο
όπου κι αν μπλέξεις
όπως κι αν μπλέξεις
όσο κι αν μπλέξεις...
Είναι κακό το μπλέξιμο
κι ίσως
απ' τα κακά του κόσμου
ναν το χειρότερο....

Δευτέρα, Οκτωβρίου 9

Πυρ, γυνή και ... τανκ

Σας μεταφέρω την προσωπική ανάμνηση του γνωστού συγγραφέα Μίλαν Κούντερα που ζούσε στην Πράγα το 1968, την εποχή δηλ. που τα σοβιετικά τανκς εισέβαλαν στην πόλη για να καταπνίξουν την επανάσταση.
«Εκείνον τον καιρό είχα στην Πράγα μια ερωμένη, αλλά είχε αρχίσει να με κουράζει η σχέση μαζί της. Και το χειρότερο, φοβόμουν πως η γυναίκα μου κάτι μυρίστηκε. Αποφάσισα λοιπόν να βάλω ένα τέλος στον παράνομο δεσμό. Κανόνισα ένα ραντεβού με την κοπέλα και της εξήγησα όσο πιο μαλακά μπορούσα ότι έπρεπε να διακόψουμε. Η κοπέλα έβαλε τα κλάματα, μετά θύμωσε, μου είπε ότι δεν θα ξεμπέρδευα έτσι εύκολα μαζί της και στο τέλος με απείλησε ότι θα έρχονταν σπίτι μου και θα έκανε σκηνή μπροστά στη γυναίκα μου.
Εγώ έμεινα ανένδοτος, την αποχαιρέτησα, γύρισα σπίτι μου κι έπεσα να κοιμηθώ. Άρχισε όμως να με τρώει η αγωνία: λες να πραγματοποιήσει εκείνη η παλαβή την απειλή της;
Κατά τα χαράματα ακούγονται άγρια χτυπήματα στην πόρτα. Πετάγομαι αλαφιασμένος και σίγουρος πως ήταν η ερωμένη μου. Η γυναίκα μου σηκώνεται από το κρεβάτι, φοράει βιαστικά τη ρόμπα της και πηγαίνει ν’ ανοίξει. Εγώ τρέχω στο μπάνιο και κλειδώνομαι μέσα. Κάθομαι στη λεκάνη της τουαλέτας, σκεπάζω το κεφάλι μου με τα χέρια και περιμένω να ξεσπάσει η θύελλα. Μετά από λίγο η γυναίκα μου αρχίζει να κοπανάει την πόρτα της τουαλέτας. Ζαρώνω πάνω στη λεκάνη. ‘Μίλαν άνοιξε’ ακούω απ’ έξω. Εγώ δεν μιλάω, μόνο ζαρώνω κι άλλο. ‘Μίλαν, άνοιξέ μου, λέω’ ακούω πάλι τη γυναίκα μου, πιο αγριεμένη τώρα. ‘Εισέβαλαν οι Ρώσοι, η Πράγα είναι γεμάτη ρωσικά τανκς!’.
Ε, λοιπόν, παιδιά, δεν φαντάζεστε πόσο ανακουφίστηκα....».

Κυριακή, Οκτωβρίου 8

Για ένα ταγκό ...

Ξαφνικά χτύπησε το κινητό μου. Ο ρυθμός του ταγκό πλημμύρισε το χώρο. Μια από τις κοπέλες της παρέας άρχισε να κουνά ρομαντικά το κεφαλάκι της αριστερά-δεξιά. Την παρατήρησα πιο προσεκτικά. Το κοριτσάκι ήταν προφανώς ανυποψίαστο, εντελώς αμύητο στον ήχο που άκουγε κι έδειχνε να απολαμβάνει...
Το ταγκό είναι χορός των αργεντίνικων καταγωγίων, των κακόφημων συνοικιών και των πορνείων. Είναι χορός ανδρικός. Χορεύονταν στους αργεντίνικους τεκέδες από τους μαστρωπούς, τους πελάτες των μπορδέλων, τους νταβατζήδες και τους πληρωμένους μπάτσους!
Το ταγκό είναι για την Ευρώπη χορός εισαγόμενος. Από εξωτικός έγινε χορός της ευρωπαϊκής μόδας και πλέον χορεύεται από ζευγάρια. Εξελίχθηκε σε δημιούργημα υψηλής τέχνης και δεξιοτεχνίας. Εκφράζει εκλεπτυσμένα αισθήματα «πολιτισμένων» ανθρώπων, αποθεώνεται στα μεγαλοαστικά σαλόνια, στα πολυτελή ξενοδοχεία και συχνά στις βασιλικές τελετές! Από ταξικός χορός, αποσυνάγωγος, μέσο έκφρασης των αντικοινωνικών, περιθωριακών και συχνά εγκληματικών στοιχείων, έγινε θεσμός αταξικός, απονευρωμένος, με αυστηρούς κώδικες, ενταγμένος στην κοινωνία του θεάματος.
Το ίδιο συνέβη και με το ζεϊμπέκικο. Γεννήθηκε στην Τουρκία ως χορός ιερός, των θρησκευτικών καταγωγίων, των δερβίσηδων, δηλ. μιας ισλαμικής αίρεσης (κάτι σαν τους δικούς μας «παλαιοημερολογίτες»). Στη χώρα μας έγινε ο χορός των κοινωνικά απόβλητων, των κυνηγημένων, των περιθωριακών! Χορός αποκλειστικά ανδρικός, αργός, τελετουργικός, υπαγορευόμενος από τη νωχέλεια και τη χαλάρωση του μισοσκόταδου, των καπνών και του χασίς... Σήμερα χορεύεται στα σαλόνια και στις μεγάλες πίστες από χαζοχαρούμενες κυρίες και ξέκωλες δεσποινίδες με τους άνδρες να χτυπούν γονατιστοί ρυθμικά παλαμάκια!
Αλλά μήπως το ίδιο δεν συμβαίνει και με όλες τις επαναστάσεις; Ξεκινούν από τις καταπιεσμένες μάζες, από ενστικτώδεις αντιδράσεις αδικημένων και περιθωριοποιημένων ατόμων και καταλήγουν τυπικές, γραφειοκρατικές, μουμιοποιημένες κρατικές φόρμες... Από αντιεξουσιαστικά μορφώματα εξελίσσονται σχεδόν νομοτελειακά σε εξουσιαστικά και τυραννικά καθεστώτα...

Σάββατο, Οκτωβρίου 7

Οι καρέκλες ...

Μη με απασχολείς ρε,
σου το πα, δε γουστάρω…
Δε γουστάρω το βόλεμά σου…
Φύγε, μη με συγχύζεις!
Δε μ’ αρέσει η καρέκλα σου
η καρέκλα του
η καρέκλα μου…
Οι ηλεκτρικές καρέκλες
του βολέματος
της καθημερινότητάς μας….
Μυρίζουν ΘΑΝΑΤΟ!

Παρασκευή, Οκτωβρίου 6

Τα μπλε μπερέ ...

(γράμμα απ’ το στρατό)
Αυτές τις μέρες τα χουμε φτύσει στη συντήρηση! Έχουμε επιθεώρηση και τα παιδιά τα παίξανε…
Ο διοικητής δεν καταλαβαίνει Χριστό! Την Παρασκευή στην αναφορά μοίρασε 100 μέρες! Τέσσαρες 20άρες και δύο δεκάρες…
Ο αρχισμηνίας άργησε 20 λεπτά κι έφαγε 20 στα νεφρά. Ο γιατρός έφαγε 10 Φ γιατί δεν πρόβλεψε ότι ένα παιδί θά κανε απόπειρα αυτοκτονίας!
Ο Μίλτος έχει 84 μέρες να πάρει έξοδο. Η ταρίφα εδώ είναι 20 αυστηρά. Μαυρίλα…
Σε λίγο θ’ αρχίσει κι η αποψίλωση. Άλλο γαμήσι…
Πέρυσι μας βάλανε και μαζεύαμε τα πεσμένα βελανίδια ένα ένα με το χέρι, για να τα πουλήσουν στα γουρούνια…
Αν πας στον μπάρμπα σου παρακάλεσέ τον από μέρους μου για κείνη τη μετάθεση. Έβαλε μυαλό πες του τσόγλανου…
Από χρήματα στέγνωσα. Πάρε δανεικά απ’ τον Κώστα. Το αφεντικό μού χρωστάει 1.500 απ’ τη δουλειά που τού κανα στην άδεια. Θα τον γαμήσω τον πούστη…
Εγώ είμαι καλά, τη βγάζω, δε βαριέσαι…
Εσύ να προσέχεις τον εαυτό σου. Παράτα και τις μαλακίες. Δε θα φτιάξουμε εμείς τον κόσμο, αφού γαμιούνται όλοι! Εργαζόμενη κοπέλα είσαι…
Τα Χριστούγεννα δεν θα ρθω. Τι να την κάνω την άδεια; Θέλει φράγκα… Και που να ρθω εκεί κάτω…
Α ρε Μάγδα… Το ρακί λαχτάρισα. Τι δε θα δινα για ένα ποτηράκι…
Από το κράνος αρχίζει η μαυρίλα. Και καταλήγει χαμηλά, μέχρι και την αρβύλα. Καριόληδες…
Σ’ αφήνω τώρα.
Φιλιά πολλά.
Και πού σαι… μη το παίρνεις στα σοβαρά. Μήνες είναι και θα περάσουν…
Και σαν απολυθώ θα σου χαρίσω τον μπλε μου μπερέ…

Πέμπτη, Οκτωβρίου 5

Άλμα στο κενό ...

Έχω γεμίσει το γραφείο μου με post it. Αυτά τα μικρά κίτρινα χαρτάκια που τα κολλάς για να σου υπενθυμίζουν τη ζωή σου. Πού τηλεφωνάς, πού πας, πότε η δόση των ασφαλίστρων, πότε η τράπεζα... Ένας φίλος με πρόβλημα που με χρειάζεται δίπλα του, κι αυτός ακόμη έγινε post it! Όλοι μας εξουθενωμένοι άνθρωποι. Διαλυμένοι. Αλλού πατάμε κι αλλού βρισκόμαστε. Βήματα που σέρνονται... Βλέμματα που σέρνονται... Λέξεις που σέρνονται... Χωρίς αποστολέα και παραλήπτη.
Κι ύστερα «πέφτω» στις διαφημίσεις! Και βλέπω μια άλλη ζωή. Όλοι ξεκούραστοι. «Φράπες» που μόλις σηκώθηκαν από τον τέλειο ύπνο. Κομψοί, γοητευτικοί, γελαστοί. Οικογένειες που δεν τσακώνονται ποτέ. Ζευγάρια μες στα μέλια και στα σορόπια. Γυναίκες που φτιάχνουν το πρωινό των παιδιών –άγρια χαράματα- ντυμένες και μακιγιαρισμένες στην εντέλεια. Να και οι λεκέδες από σοκολάτα στα ρούχα του παιδιού. Η μάνα η κανονική εκνευρίζεται, αγχώνεται, θυμώνει. Η μάνα η «διαφημιστική» και το «νοικιασμένο» βλαστάρι της χαμογελάνε. Με το «σωστό» απορρυπαντικό όλα αντιμετωπίζονται...Οι γυναίκες των διαφημίσεων δεν έχουν πονοκέφαλο, περίοδο, δόσεις να πληρώσουν, αφεντικό να τους πιάνει τον κώλο. Οι άντρες τους δεν έχουν γκόμενα. Το παιδί τους αριστούχο και πρώτο στον αθλητισμό. Η πεθερές τους τις λατρεύουν (μοιράζονται μαζί τους τα σοκολατάκια στον καναπέ). Δεν αντιμετωπίζουν προβλήματα. Υπάρχουν μόνο γλέντια και χαρές, παραλίες, τέλεια σπιτικά και σώματα. Η «τέλεια ζωή»!
Σήμερα ξύπνησα με στραβό μάτι. Θέλω να σπάσω το καντράν της τηλεόρασης. Δεν θέλω άλλο τον πόνο και το αδιέξοδο, την αγωνία και την μοναξιά. Θέλω να γίνω ένας απ’ τους «κυρίους» των διαφημίσεων. Με την ιδανική σύζυγο, τα πάντα χαρούμενα και ενεργητικά παιδιά, την κουκλάρα γκόμενα, το πανάκριβο σπορ αυτοκίνητο, τη μεγάλη αυτοπεποίθηση και τη μοναδική ενεργητικότητα. Θέλω να πάρω φόρα και να χιμήξω μέσα στην οθόνη. Ένα άλμα στο κενό...

Τετάρτη, Οκτωβρίου 4

Νέγρα και λευκός...

Εκείνη νέγρα
εκείνος λευκός!
Ω, πόσην απέχθεια της προκαλούσε
η λευκή του επιδερμίδα...
Όχι ... όχι έρωτα...
αυτή ποτέ δεν θα ενέδιδε.
Αλλά η νύχτα ήταν τόσο ρομαντική
και η σελήνη φλογοβόλος,
οσμήν ερεθιστική
ανέδιδε το κορμί του.
Λάβα κοχλαστική
διέχεε το βλέμμα του
και η δική της
"σαρξ ασθενής"...
Εψέλισε το "ναι"...
για λίγα μόνο λεπτά...
μόνο όσο να νιώσει
τη λευκή αίσθηση
να σπαρταρά
και να ηρεμεί
εντός της...
Όχι ... όχι αγάπη,
απλώς μια εμπειρία ερωτική
μια επαφή επιδερμίδων,
αυτή ποτέ "δεν θα ενέδιδεν"!
Εκείνη νέγρα
εκείνος λευκός....

Τρίτη, Οκτωβρίου 3

Στις άγνωστες...

Γυναίκες άγνωστες, περαστικές
που βιαστικές,
σα λάμψη αστραπής
διαβήκατε απ' τη ζωή μου,
δε σας θυμάμαι πια
παρά σαν θρόισμα
εσθήτας μεταξένιας,
σαν χάδι
από παλάμη απαλή,
σαν μόσχο
σάρκας μυρωμένης...
Ο μνήμων νους μου σκοτεινιάζει
κι όμως
ανασκιρτώ στη θύμησή σας
γιατί
κάτι από κάθε μιά σας
μέσα μου κρύβεται βαθιά!
Κάτι κι εγώ
ωσάν αντίδωρο
σας έχω παραδόσει...

Δευτέρα, Οκτωβρίου 2

Σε σταυροδρόμια...

Σε σταυροδρόμια στάθηκα, άγνωστα αναρωτώντας:
στης ευτυχίας τα μέρη ποιος δρόμος να οδηγεί;
Κι ακούστηκαν μύριες φωνές κι η καθεμιά να λέει:
"πάρε το δρόμο μου κι αυτός θε να σε φέρει εκεί"!
Δεν άκουσα και διάλεξα κάποιο φτωχό δρομάκο
που δεν μου τον συμβούλεψε καμιά απ' τις φωνές
και τίποτα δεν μού λεγε πως ευτυχία θά βρω
μέσα στις πέτρες, στ' άγκαθα και τις κακοτοπιές.
Μα εκεί που διάβαινα, φτωχό συνάντησα λουλούδι
που σκόρπιζε παράμερα μια δυνατή ευωδιά!
Εδάκρυσαν τα μάτια μου κι έσκυψα και το πήρα
κι ανθίζει ως τώρα πάντα, βαθειά μες στην καρδιά...

Κυριακή, Οκτωβρίου 1

"Τα σημαδεμένα κορμιά"

Οι μάνες μας
δεν είναι κυρίες με φουλάρια,
δίαιτες
και μπουρμπουάρια.
Είναι χαμηλόκωλες,
χοντρόκωλες,
γυναίκες με χοντρά χέρια
και γλυκά, πολύ γλυκά, μάτια!
Οι πατεράδες μας
δεν είναι κύριοι
με φωτογραφικές μηχανές
και χαμόγελα διακοπών.
Είναι κάτι παιδιά με χοντρούς τρόπους
και καμένα στήθια.
Όσο για τις αδελφές μας…
αυτές φοράνε ένα μαύρο κυκλάμινο
στ’ αμίλητα χείλη τους…
Κι οι φίλοι μας…
είναι τα ντερβίσια
με τα χαλασμένα στομάχια
και τα σημαδεμένα κορμιά
απ’ τις μηχανές της παραγωγής…
Είμαστε μια μάζα κινούμενη,
απασχολούμενη,
ταλαιπωρούμενη…
Ένας λαός χωρίς πατρίδες
θρησκείες,
ματαιοδοξίες…
Μπορείς να φας μαζί μας
σε φτηνά εστιατόρια
δίπλα σε σταθμούς λεωφορείων
και τρένων…
Να πιείς καφέ σε καφενεία
με βρώμικα αποχωρητήρια
και λιγδιασμένα τραπέζια.
Τέλος πάντων…
Μπορείς να μας βρεις πάρα πολύ εύκολα
και να ζήσεις μαζί μας
χαμόγελα
ή κλάματα…
Πρόσεχε όμως…
μην κάνεις το τραγικό λάθος
και συστηθείς!
Οι Δικοί μας δεν ρωτάνε
ποιος είσαι
και τι νούμερο παπούτσι φοράς…
Οι Δικοί μας
σε ποτίζουν,
σε ταΐζουν,
κοιμάσαι,
κλαις
και χορεύεις μαζί τους…
Και σαν φύγεις
μπορεί να σε ρωτήσουν
«πώς σε λένε παλικάρι;»
κι αν θές απαντάς,
αν θές όχι…