... Ήταν πολύ πιο καθαρά σ’ εκείνο το μπαρ. Ένα σωρό γεροδεμένοι νεαροί κάθονταν τριγύρω βαριεστημένα. Μόλις μπήκα έγινε μια κάποια ησυχία.
«Θα πάρω ένα ουίσκι με νερό» είπα στον μπάρμαν.
Πρόσεξα μια νεαρή κυρία που κάθονταν μόνη της. Φαινόταν νά 'χει μοναξιές! Φαινόταν καλή. Πολύ καλή. Και φαινόταν νάχει μοναξιές. Είχα κάτι λεφτά. Δεν θυμάμαι που τάχα βρει. Πήρα το ποτό μου, προχώρησα και κάθισα δίπλα της.
«Τι θες ν' ακούσεις στο τζουκ μποξ», τη ρώτησα.
«Οτιδήποτε. Ό,τι θες εσύ»!
Έριξα κάμποσα κέρματα. Δεν ήξερα τι λένε τα λόγια. Μπορούσα, όμως, να ρίξω κέρματα σ’ ένα τζουκ μποξ! Φαινόταν καλή. Πώς γινόταν να φαίνεται τόσο καλή και να κάθεται μόνη;
«Μπάρμαν, δύο ποτά ακόμη! Ένα για την κυρία κι ένα για μένα»...
Τα πίναμε γύρω στη μισή ώρα όταν ένας απ’ τους κρεμανταλάδες που κάθονταν στην άκρη του πάγκου, σηκώθηκε και προχώρησε αργά προς το μέρος μου. Αυτή είχε πάει στην τουαλέτα.
- Κοίτα να δεις φίλε, θέλω να σου πω κάτι...
- Ευχαρίστησή μου...
- Αυτή είναι το κορίτσι του αφεντικού. Συνέχισε ν’ ανακατεύεσαι και θα βρεθείς σκοτωμένος...
Έτσι ακριβώς το είπε: «σκοτωμένος»! Όπως ακριβώς στις ταινίες... Ξαναγύρισε στη θέση του. Και κάθισε. Εκείνη γύρισε απ’ την τουαλέτα και έκατσε δίπλα μου.
«Μπάρμαν» είπα, «άλλα δύο ποτά»!
Συνέχισα να ρίχνω κέρματα στο τζουκ μποξ και να συζητώ. Έπειτα θέλησα να πάω στην τουαλέτα. Προχώρησα προς τα εκεί που έδειχνε «ΑΝΔΡΩΝ» και πρόσεξα πως υπήρχε μια μεγάλη σκάλα προς τα κάτω. Είχα κατέβει κάνα δυο σκαλιά όταν κατάλαβα πως οι δυο μαντραχαλάδες που καθόντουσαν στην άκρη του πάγκου με ακολουθούσαν. Δεν ήταν τόσο ο φόβος όσο το παράδοξον του πράγματος. Δεν μπορούσα να κάνω τίποτε άλλο απ’ το να συνεχίσω να κατεβαίνω. Μπήκα στο ουρητήριο, κατέβασα το φερμουάρ και άρχισα το κατούρημα. Μισομεθυσμένος, είδα το ρόπαλο να κατεβαίνει. Κούνησα μια στάλα το κεφάλι μου κι αντί να την αρπάξω πάνω απ’ τ’ αυτί την άρπαξα στο πίσω μέρος του κεφαλιού, στο δεξιό «κέρατο»...
Φωτάκια στριφογύρισαν κι αναβόσβησαν! Μα δεν ήταν και τόσο φριχτά... Τέλειωσα το κατούρημα, το ξανάβαλα μέσα κι ανέβασα το φερμουάρ! Στράφηκα. Στεκόντουσαν εκεί περιμένοντας να σωριαστώ.
«Με συγχωρείτε» είπα και πέρασα ανάμεσά τους. Οι κανόνες υγιεινής επέβαλαν να πλύνω τα χέρια μου... Στη συνέχεια ανέβηκα τις σκάλες και κάθισα.
«Μπάρμαν» είπα, «άλλα δύο»...
Το αίμα έτρεχε. Μαντήλι δεν είχα. Σήκωσα τον γιακά του πουκαμίσου και πίεσα το πίσω μέρος του κεφαλιού! Τότε οι δυο κρεμανταλάδες βγήκαν από την τουαλέτα και κάθισαν.
«Μπάρμαν», έγνεψα προς το μέρος τους, «δύο ποτά για τους κυρίους»!
Κι άλλο τζουκ μποξ, κι άλλη κουβέντα... Το κορίτσι δεν είχε απομακρυνθεί από κοντά μου. Όμως δεν ξεχώριζα τα πιο πολλά απ’ αυτά πού 'λεγε! Μετά έπρεπε να ξανακατουρήσω. Σηκώθηκα και ξεκίνησα πάλι για το «ΑΝΔΡΩΝ». Ο ένας απ’ τους παλικαράδες είπε στον άλλον καθώς περνούσα: «δεν γίνεται να το σκοτώσεις το τσογλάνι, είναι τρελός»!
Δεν ξανακατέβηκαν κάτω. Όταν όμως ξανανέβηκα δεν κάθισα δίπλα στην κοπέλα. Είχα αποδείξει κάτι τι και είχα χάσει πια κάθε ενδιαφέρον....