Σάββατο, Μαρτίου 31

Στα "Κόκκινα Χείλη"...

Κι εκεί που νόμιζα ότι σε κρατούσα
εσύ έφευγες
μες απ' τα δάχτυλά μου -αέρας-
σκόνη λαμπρή,
συνεφάκι αχνό εαρινό...

Κι εκεί που νόμιζα ότι έφευγες
εσύ ερχόσουν
κι αναπάντεχα εμφανιζόσουν,
ολόχαρη ερχόσουν προς τα με,
μέθη ενός άνθους αειπάρθενου
δύση καλοκαιριού κατάφορτη από χρώματα
αστραπή εν αιθρία,
σημείο καιρών,
όψη μιας άλλης μέρας....

Πέμπτη, Μαρτίου 29

Η λεηλασία των ταμείων...

Το ερώτημα δεν είναι αν φταίει ο Πρωθυπουργός...
Το ερώτημα είναι πόσο μπορεί να μην φταίει ο Πρωθυπουργός, όταν ο ίδιος αρνείται να μας πει ποιος φταίει...
Όταν το ασκέρι έχει πέσει στο πλιάτσικο, ο σερασκέρης δεν μπορεί να το "παίζει" αδιάφθορος...
Εθνική ντροπή και ξεφτύλα δεν είναι να χάνεις στην μπάλα! Είναι να κλέβεις τα λεφτά των συνταξιούχων...

Τετάρτη, Μαρτίου 28

Προσευχή...

Κύριε,
τι θα έκανα χωρίς εσένα;
Είμαι η ακατοίκητη κάμαρα
κι είσαι ο μεγάλος ξένος
που ευδόκησες να την επισκεφτείς...

Κύριε,
τι θα έκανες χωρίς εμένα;
Είσαι η μεγάλη σιωπηρή άρπα
κι είμαι το εφήμερο χέρι
που ξυπνάει τις μελωδίες σου...

Δευτέρα, Μαρτίου 26

Μάθημα φιλοσοφίας...

Πανεπιστήμιο...
Στην αίθουσα, διδασκαλία... φιλοσοφίας!
Ερώτημα περί του "Είναι"...

Οι τοίχοι είναι μαυρισμένοι
απ' τα λόγια των παιδιών:
"Εδώ θα έγραφα το όνομα της αγαπημένης μου
αν είχα"...

Ο καθηγητής διαβάζει απ' το βιβλίο:
"... οι επτά τρόποι του περιέχοντος
κατανεμημένοι
σε τέσσερις οντολογικούς τομείς.
Το περιεχόμενο που είναι
το ίδιο το είναι..."
Και στους τοίχους:
"Θέλουμε να ξανακάνουμε
τις ιδέες επικίνδυνες".

Στο βιβλίο:
"... ο Λόγος είναι κάτι παραπάνω
από τη φωτίζουσα συνείδηση
ή το ολοκληρώνον πνεύμα!".
Κι ο τοίχος:
"Το μπετόν μας μαθαίνει
την αδιαφορία"...

Το βιβλίο:
"... η υπόσταση αποτελεί το θεμέλιο
και ο Λόγος τον δεσμό
των τρόπων του περιέχοντος
που εμείς είμαστε...".
Και στους τοίχους:
"Έξω οι πολιτικοί κρατούμενοι
και οι ψυχοπαθείς.
Μέσα οι δικαστές
κι οι υγιείς"!

Στο βιβλίο φιλοσοφίας:
"... όσο κατεβαίνουμε
προς την Εμπειρική Ύπαρξη
τόσο υποβιβαζόμαστε, αλλά
συνάμα γινόμαστε ασφαλείς...".
Κι ο τοίχος:
"Όπου και να κοιτάξεις
θα ξεράσεις"....

Παρασκευή, Μαρτίου 23

Νύχτες Αυγούστου με την Κάντυ...



Πιασμένοι χέρι-χέρι, πρωτόπλαστοι στον κήπο της Εδέμ, βγήκαν απ΄ το νερό γελώντας έξω κι άφησαν τα κορμιά τους λεύτερα να κυλιστούν στην άμμο. Κι αφού χορτάσαν γέλιο και παιχνίδι, ξαπλωθήκαν στα ρηχά, εκεί ακριβώς όπου το κύμα ξεψυχούσε…
Τα σώματα μισά μέσα μισά έξω απ’ τη θάλασσα, όμορφα σαν αθάνατα, παίρνανε το λουτρό τους από ασήμι κι εξαγνίζονταν…
Κι όταν πια χόρτασαν φως και τρυφεράδα ξεσηκωθήκαν οι αισθήσεις κι άρχισαν την πάλη… Τα δυο κορμιά ελίσσονταν, στριφογυρνούσαν, ξεγλιστρούσαν παιχνιδιάρικα, πότε το ένα πάνω στ΄άλλο, πότε δίπλα-δίπλα ν’ αγγίζονται και να πετούν φωτιές, μετά πάλι ξεμάκρυναν κι αμέσως γύριζαν και σφίγγονταν μ’ ανείπωτη λαχτάρα και βογκούσαν… σα δυο παιδιά εξαίσια μεθυσμένα, στεφανωμένα απ’ τη φωταψία της ερωτικής τους μέθεξης, πασπαλισμένα άμμο, πάθος και αλμύρα…
«Άσε με να σε προσκυνήσω, αγάπη» είπε ο άντρας και το κορμί της ανατρίχιασε από την προσδοκία… Έπεσε πάνω της με πάθος και γευόταν τις ορμές της και τ’ αλάτια που τη στόλιζαν… να σπαρταρά εκείνη, να τινάζετε στα χέρια του σα χέλι, κραυγές και μουγκρητά ξεχύνονταν στο κύμα και τα βράχια αντιλαλούσαν μες τη νύχτα…
Άπλωσε ο άντρας την παλάμη του που έκαιγε και χάιδεψε απαλά τη μυστική πηγή της. Εκείνη ρίγησε, πιπίλισε το χείλη κι άνοιξε διάπλατα να τον υποδεχτεί…
Το σάλπισμα του έρωτα βάναυσα τους παρέσυρε, ξεφύγαν απ’ τον κόσμο, έπεσε πάνω της πιέζοντας το σώμα της στην άμμο, κι εκεί, με υπόκρουση το φλοίσβο των κυμάτων, ενωθήκαν…
Οι βόγκοι της ξεχύνονταν βραχνοί κι όλο πληθαίνανε καθώς την κατακτούσε, έσμιγαν τα κορμιά σ’ έναν παράφορο χορό, βίαιο και τρυφερό μαζί, ορμητικό κι απεγνωσμένο, άγριο σαν το θάνατο…
«Πάρε με» τον πρόσταξε, και το κορμί του υπάκουσε, λύγισε και τεντώθηκε σαν τόξο, κλείδωσαν γύρω του τα πόδια της, τού καναν κατοχή… Πήρε βαθιά ανάσα και προχώρησε βαθύτερα, αψηφώντας τις δαγκωματιές, τα βογκητά του πόνου και του πάθους τις νυχιές… υπακούοντας στην ακαταμάχητη παρόρμηση τ΄ αρσενικού να κατακτήσει, να χωθεί, να διαπεράσει πέρα ως πέρα τ΄ αντικείμενο του πόθου, να λιώσει… να συγχωνευθεί ξανά στη σκοτεινή τη μήτρα…
Συνέχιζε πιο δυνατά ν΄ ανάβει φλόγες στο κορμί και στην ψυχή της, ώσπου τα φράγματα του εγώ αφανιστήκαν κι οι δυο τους, δίχως όρια, συγχωνευθήκανε για λίγο σ΄ ένα σώμα, μια ψυχή, πού χε δραπετεύσει από χώρο κι από χρόνο και λαμπάδιαζε από έρωτα…
Κι αφού ανελέητα τους λεηλάτησε ένα πάθος δίχως προηγούμενο, αφού τα νύχια της κατέβασαν την πλάτη του λουρίδες και τα νυχτοπούλια σκόρπισαν σκιαγμένα απ’ τις φωνές τους… κάποτε οι αστραπές του πόθου καταλάγιασαν. Εκείνος πήρε μια πολύ βαθιά ανάσα, ψέλλισε ένα φευγαλέο «ευχαριστώ» στο σύμπαν κι έχωσε το κεφάλι του στον κόρφο της βαθιά, γεύτηκε το σκοτάδι της μασχάλης της και στέναξε…
Ξεπηδούσαν από μέσα του βαθιά λησμονημένα συναισθήματα, ξεθωριασμένες αναμνήσεις ευτυχίας… ώσπου φουσκώσαν όλα μέσα του, ξεχείλισε η ψυχή του κι αρχίνισε τα κλάματα…
Ώρα πολύ κουρνιάζοντας στον κόρφο της έκλαιγε σαν παιδί… εκείνη δίχως να μιλά… να του χαϊδεύει το κεφάλι απαλά και να τον νανουρίζει πλάι στο κύμα…

Πέμπτη, Μαρτίου 22

Στη Νεραϊδόνα...


Θέλουν να με πείσουν
πως είσαι σαρκική,
πως είσαι μυρωδιά,
σάλιο...
σφίξιμο της κοιλιάς,
σπασμός οδύνης ... ηδονής!

Σε διαφημίζουν
πότε νέτη σκέτη,
ολόγυμνη
μ' όλες σου τις ατέλειες...
πότε ωραία σαν άγαλμα
μ' όλη του μυστηρίου
την αίγλη περιβεβλημένη...
μα πάντα ίδια
ένας σπασμός ανάμεσα στα σκέλια,
σπασμός οδύνης, ηδονής,
δήθεν απέραντης...
Κι εγώ μονάχα ξέρω,
εγώ μονάχα,
πως είσαι από λεξούλες
καμωμένη,
πως είσαι αγγελική
κι αιώνια!
(Είσαι η ψυχούλα μου,
ορμή που παρασέρνει
τ' άσαρκο σκέλος μου
και το αυγαταίνει,
το πλουταίνει,
το σκορπίζει...)

Τετάρτη, Μαρτίου 21

Ο παππούς του Ασκαρδαμυκτί...

Παππού, σου αρέσει ο Ρουβάς κι ο Σαρμπέλ;

Κυριακή, Μαρτίου 18

Ο Λεωνίδας και οι "300"


Η κινηματογραφική ταινία "300" γνωρίζει ήδη μεγάλη εμπορική επιτυχία! Κάποιοι μάλιστα θέλησαν να της δώσουν και ιδεολογικές προεκτάσεις. "Τεράστια ιδεολογική ήττα της Αριστεράς!" τη χαρακτήρισε το δημοσιογραφικό όργανο του ΛΑΟΣ...
Αντιπαρέρχομαι τα ανωτέρω και στρέφω τον προβληματισμό μου προς άλλη κατεύθυνση. Είναι αναμφισβήτητο γεγονός ότι η ηρωική αντίσταση μιας ολιγάριθμης μονάδας Σπαρτιατών στις Θερμοπύλες έχει λάβει διαστάσεις εθνικού θρύλου! Κι αναρωτιέμαι: γιατί άραγε; Γιατί ως Έλληνες να ταυτιζόμαστε περισσότερο με μια ήττα (έστω και τόσο ηρωική) κι όχι με μια μεγάλη νίκη; Γιατί προτιμάμε τις Θερμοπύλες από τον Μαραθώνα και τις Πλαταιές; Γιατί εκφράζουμε τη λατρεία μας προς έναν άσημο βασιλιά (Λεωνίδα) μιας μάλλον αντιπαθητικής πόλης (Σπάρτης); Και λέω "μάλλον αντιπαθητικής" γιατί, φαντάζομαι, δεν θά θελε κανείς από μας να ζούσε στην Αρχαία Σπάρτη...
Γιατί άραγε θεωρούμε πως μας αντιπροσωπεύει περισσότερο ένας καλός πολεμιστής (ο Λεωνίδας) που όμως ηττήθηκε, κι όχι άλλοι, εξίσου καλοί πολεμιστές (Θεμιστοκλής, Μιλτιάδης) που επιπλέον ήταν ευφυέστεροι και εν πάση περιπτώσει υπήρξαν θριαμβευτές στα πεδία των μαχών; Εις βάρος των ίδιων αντιπάλων (Περσών), έχοντας επίσης, συντρηπτικό αριθμητικό μειονέκτημα αλλά, ενδεχομένως, όχι το πλεονέκτημα μιας τόσο καλά οχυρής θέσης;
Μήπως η περίπτωση του Λεωνίδα και των "300" ταιριάζει περισσότερο στη σύγχρονη κομπλεξική και ηττοπαθή μας διάθεση; Μήπως δεν μπορούμε να φανταστούμε τους εαυτούς μας "νικητές" γι' αυτό αρκούμαστε σε ηρωικές και αξιοπρεπείς ήττες;
Το παράδειγμα των Αθηναίων στο Μαραθώνα αποδεικνύει, αντίθετα, πως μπορούμε να είμαστε ταυτόχρονα και ελεύθεροι πολίτες, και φιλόσοφοι και καλοί πολεμιστές και, κυρίως, νικητές!

Σάββατο, Μαρτίου 17

Ο χορός της BlacK Diamond...


Φορούσε μαύρο μίνι εφαρμοστό που καμπύλωνε προκλητικά στους γλουτούς κι άφηνε να ξεχύνονται ατέλειωτα τα πόδια της θαμπώνοντας τα μάτια των θαμώνων.
Έκλεισε τα μάτια, σήκωσε αργά τα χέρια, ταίριασε τις παλάμες της στον αφαλό, ανέμισε τη λάμψη των μαλλιών της πετώντας πόθους κι αστραπές ολόγυρά της…
Μίλησε τότε μέσα της το αιώνιο θηλυκό! Κι άρχισε αργά με πάθος να λικνίζει το κορμί, να περιστρέφει μ’ έναν ρυθμό υπνωτιστικό τη μέση της, τινάζοντας μπρος πίσω την κοιλιά, τον αφαλό, τα λαγόνια, σύμβολα της χαράς, της γονιμότητας, της παραδείσιας μήτρας που ισόβια λαχταράμε…
Λάγνες οδαλίσκες της Ανατολής, αραπίνες, χανούμισσες απ’ τα ξακουστά χαρέμια των πασάδων ξυπνούσανε στο λογισμό του κάθε αρσενικού, πετάγαν χαχανίζοντας τους φερετζέδες και προβάλλαν μάτια πλάνα, χείλια κατακόκκινα που λήστευαν καρδιές…
Κανείς δεν είχε μάτια πια παρά για κείνη, που δεν χόρευε αλλά παραληρούσε ερωτικά, μυσταγωγούσε ερωτευμένη από πόθο και κρασί, με τα μαλλιά της να σκεπάζουνε τα μάτια και τρεμούλιαζε το λάγνο της κορμί…
Όλα τ’ αρσενικά βύζαιναν τ΄ αρώματα του πόθου κι εκείνη ρούφηξε άπληστα του πάθους τις πνοές απ’ τα τραπέζια, τους γέλασε πλατιά. Η ύπαρξή της ρίγησε καθώς αναλογιόταν το πόσο την ποθούνε, τόσα κορμιά να λιώνουνε για πάρτη της μεσ’ στα υγρά τους όνειρα τα βράδια…
Η σκέψη επέδρασε σαν αφροδισιακό επάνω της, ξεχείλισε από έρωτα και πρόκληση το είναι της… σήκωσε τότε ως τον αφαλό την μπλούζα, πήρε ανάσα, είδε τα μάτια τους πώς έλαμπαν, έριξε το μαλλί μπροστά κι άρχισε να δονεί το κάθε μέλος της ακόμη πιο πρωτόγονα, ακόμη πιο ελεύθερα, ασυγκράτητη, σάτυρος θηλυκός και νύμφη και μαινάδα που την τρέλαινε ο πόθος…
Όλο το μαγαζί κρατούσε την ανάσα του … ώσπου άρχισε απροκάλυπτα να κάνει έρωτα μ’ όλα τ’ αρσενικά εκεί μέσα… έρωτα μανιασμένο χωρίς έλεος, χωρίς όρια, τους κοίταζε στο πρόσωπο έναν-έναν, με τα μάτια της τους έγδυνε και τους ποθούσε ολόψυχα, λαχταρώντας να τους καταπιεί στις σκοτεινές σπηλιές της δίχως να λογαριάζει νιάτα, ρυτίδες, ομορφιά… Τα πρόσφερε όλα σ’ όλους όπως πρόσταζε η καρδιά, κάνοντας έρωτα ολικό με τ΄ αντρικό το γένος…
Σα μαγεμένο το μπουζούκι συντονίστηκε… κι άρχισε να παίζει πιο γοργά… κι εκείνη έγειρε πίσω το κεφάλι, το σώμα της διπλώθηκε στα δυο, τινάζοντας μπροστά το φοβερό της όπλο! Τα μάτια των αντρών γεμίσαν έρωτα και φόνο… κάποιος δεν άντεξε και κάτω απ’ το τραπέζι έμπηξε στις φλέβες του γυαλί! Οι γυναίκες από δίπλα παγωμένες απ΄ της ζήλιας το φαρμάκι, δεν μιλούσαν…
Τέλειωσε το τραγούδι κι έτσι αθόρυβα ήρθε να κάτσει δίπλα του.
Τότε σηκώθηκε εκείνος, αργά περπάτησε μέχρι την πίστα και φώναξε, κάπως βραχνά, στον μπουζουκτζή:
- «Αντιλαλούν οι φυλακές»… στην προπολεμικιά εκτέλεση… τη γνήσια!
Βαρύς, σκυφτός, με το τσιγάρο δαγκωτό άρχισε να χορεύει το ζεϊμπέκικο … κουτσαβάκικα, φυλακίσια όπως ταίριαζε στην ιερότητα της ώρας. Το ζεϊμπέκικο είναι θάνατος, ανάσταση και κλάμα… θέλει σέβας!
Στην αρχή, σχεδόν ακίνητος, μα ύστερα πετάγονταν επάνω, έπαιρνε φόρα κι άρχιζε να στριφογυρνά όλο πιο γρήγορα, πιο μανιασμένα σα μαινόμενος δερβίσης στην τελετουργία του τεκέ…
Σε κάποιο «γύρισμα» του μπουζουκιού τράβηξε απ’ την κάλτσα του έναν σουγιά… πάτησε την ασφάλεια κι ακούστηκε ψυχρός ο ήχος της λεπίδας. Φρύδια ανασηκώθηκαν, κορμιά ανατρίχιασαν, στομάχια σφίχτηκαν…
Κι εκείνος, μη σταματώντας το χορό, άρχισε να καρφώνει τους μηρούς, τις γάμπες, τα μεριά του… Σαν τους παλιούς πολεμιστές ζεϊμπέκηδες που με τις σπάθες τρύπαγαν τα άμοιρα κορμιά τους πάνω σ’ αυτόν τον άγριο εκστατικό χορό …
Μόλις έσβησε κι η τελευταία πενιά, μια λίμνη αίματος είχε σχηματιστεί στην πίστα…

Πέμπτη, Μαρτίου 15

τα "κόκκινα χείλη" αφιερώνουν…



(έτσι θα θελα να με φαντασιωθείς σύντροφέ με…!!!!)


Xιονίζει...Oχι πυκνό χιόνι. Mάλλον παραμυθένιο... Mεστές νιφάδες ευδιάκριτες, αραιές, που στροβιλίζονται απαλά στην ψυχρή νηνεμία, σαν πούπουλα, λίγο πριν γίνουν ένα με το λευκό χαλί που πατάμε...Eίσαι πιο όμορφη από το τοπίο. Tο χιονισμένο δάσος δεν συγκρίνεται με τη θωριά σου. Kαι η ανάσα σου, όπως βγαίνει απ`τα στήθια σου σαν καπνός από τσιγάρο, ορατή στην ήπια παγωνιά, χαϊδεύει το πρόσωπό μου και την αναπνέω σαν γλυκόπιοτο άρωμα. Tόσο κοντά σου είμαι...Γέρνεις στον κορμό της μοναχικής βελανιδιάς, που βασιλεύει στο ξέφωτο -εκεί που νεράιδες και αγρίμια σαν εσένα κατοικούνε- και αφήνεσαι στο φιλί μου. Xείλη με χείλη, ανασεμιά μ`ανασεμιά, γινόμαστε θέαμα για τ`αγρίμια του δάσους που διστακτικά αναζητούν τροφή μέσα στο χιονισμένο πέπλο, που για κείνα μοιάζει σάβανο...Oχι για τον έρωτα όμως, όχι για το πάθος... Δεν αρκεί όλο το χιόνι της οικουμένης να σβήσει τη φλόγα που χορεύει μέσα μου για σένα... Tο χέρι μου παραμερίζει το παλτό σου, βρίσκει το γυμνό δέρμα κάτω από την μάλλινη μπλούζα σου και αναρριχάται στην κοιλιά σου... Δεν φοράς στηθόδεσμο, όπως στο είχα ζητήσει και η παλάμη στο στήθος σου ζεματάει. Σέρνεται η σκληρή (απ΄το κρύο άραγε ή από το ξάναμμα;) ρώγα σου, επάνω στη γραμμή της ζωής. Tρέμεις... Aκόμη αναρωτιέμαι αν είναι από την παγωνιά, ή απ`το άγγιγμά μου. O αντρικός εγωισμός, μου υπαγορεύει να πιστέψω τη δεύτερη εκδοχή. Tο ίδιο και το χαμόγελό σου, τα μισόκλειστα βλέφαρα, τα μισάνοιχτα χείλη σου και η γλώσσα που τα υγραίνει, καθώς με τα χέρια σου ανασηκώνεις την μπλούζα που μοιάζει εμπόδιο και τραβάς το πρόσωπό μου στα γεμάτα στήθια σου.H γλώσσα μου στη θηλή... Tα δόντια μου απαλά στη ρώγα... Tα μάγουλά μου χαϊδεύουν τις ποθητές καμπύλες, καθώς στριμώχνω το πρόσωπό μου στην ζεστασιά της κοιλάδας ανάμεσά τους...Tα χέρια σου στη ζώνη μου, στο φερμουάρ... Tο παντελόνι γλιστρά και τα δάχτυλά σου ξετρυπώνουν το κομμάτι εκείνο της σάρκας που γυρεύουν... Γονατίζεις στο χιόνι. Ω, Θεε...Oι ματιές μας συναντιούνται καθώς τα χείλη σου εγκλωβίζουν τον μυ και τον ρουφάνε αχόρταγα... Nοιώθω να σκληραίνω και να θεριεύω μέσα στην υγρή ζεστασιά που προσφέρει το στόμα σου... Γύρω χιονίζει κι εσύ με καταπίνεις πόντο τον πόντο σε κάθε σου κίνηση. Aνασηκώνεσαι και με φιλάς... Ανασηκώνω τη φούστα σου και διαπιστώνω με ικανοποίηση πως δεν φοράς εσώρουχο ούτε χαμηλά... εγώ γλιστρώ τα δάχτυλά μου στη σχισμή ανάμεσα στα σκέλια σου...Δεν μιλάμε... Bαριανασαίνουμε. Φιλιόμαστε. Xαϊδευόμαστε. Γυρνάς και στηρίζεσαι με τα χέρια στη βελανιδιά. Tο σάρκινο κλειδί βρίσκει το ταίρι του και καρφώνεται στην έτοιμη δίοδο, σαν να είμαστε δύο λύκοι ξαναμμένοι και ξεχασμένοι απ`την αγέλη...Tα χέρια μου στα βαριά στήθια σου κι εγώ χάνομαι στο τούνελ του έρωτα. Oι μύες του κορμιού σου, με σφίγγουν βάναυσα βαθιά μέσα σου, καθώς πλησιάζεις στο ξέσπασμα.O οργασμός σου φτάνει καλπάζοντας να συναντήσει τον δικό μου...Oυρλιάζεις «………» Kι εγώ χύνοντας, φωνάζω: «Σ`αγαπώ!»Tα νύχια σου στο πρόσωπό μου, χάραγμα βαθύ... το παλτό, έχει δώσει τη θέση του σε μεταξωτή κάπα, πλεγμένη μ` άστρα τ` ουρανού. H μπλούζα και το παντελόνι, σ`ένα αραχνοϋφαντο ένδυμα, αντάξιο της νεράιδας του δάσους που το φορά...Mου ρίχνεις ένα βλέμμα και χάνεσαι στο δάσος! Hταν δάκρυ εκείνο που λαμπύριζε στην άκρη του ματιού σου; Mόνος ξανά...Kαι μόνο το τσούξιμο στο μάγουλο, οι αιμάτινες σταγόνες στο χιόνι και το ρίγος μέσα στο στέρνο μου σαν ξυπνάω, μαρτυρούν πως υπήρξες δικιά μου αυτό το βράδυ, έστω και σε όνειρο...

...Μου το αφιέρωσε η black diamond και την ευχαριστώ πολύ!!!!

Χαμόγελο και θλίψη στα δυο του τα μάτια...
Απαλό το ψιθύρισμα σε εκείνης τα αυτιά...
Τρυπώνει σε σκέψεις, όνειρα πλάθει,
υποσχέσεις μετέωρες, φαντασιώσεις με κραυγές...
Το πρώτο δάγκωμα στο λαιμό, ηδονικό είναι τόσο.
Δύο σώματα σε αιώνια πάλη....
Σημάδια μιας μάχης σε αυτό το κορμί.
Ξέπνοο χάμω κυλάει.
Η γλώσσα σε χαρακιές σέρνεται απατηλή
Τις πληγές της μάχης γλείφει...
Το αίμα ρουφάει....
Το γεύμα τελειώνει....
Σηκώνεται... Φεύγει.....
Μα πίσω η φιγούρα, σε τοίχο σκιά,
θηρίο θυμίζει....
και κάτω κοιτάει...!!!

Τετάρτη, Μαρτίου 14

Στην Αλήτισσα...

... Αγαπάω, ματώνω, χάνομαι απ' αγάπη
όμως αλλιώτικα, αλήτικα..
δε δένομαι...
δε δέχομαι δεσμά...
ούτ' επιβάλλω!
Αν θες να το "παλέψουμε" έτσι, ελεύθερα...

Έτσι ειν η αγάπη μαζί μου...
θα ρισκάρεις κι ό,τι βγει...

Θυμήσου,
δεν υπάρχουν εγγυήσεις στην αγάπη...
ούτε δίχτυ ασφαλείας...

Εγώ ψάχνω για νόημα,
εσύ;

Δευτέρα, Μαρτίου 12

Τριλογία... (Στην Παιδίσκη Ερωμένη)

Η ζήλεια...

Α' Παραλλαγή

Ατέλειωτες μέρες και νύχτες στο λιμάνι
φόρτωνα στο χρυσόπλωρο καϊκι της αγάπης
τους θησαυρούς της καρδιάς μου
για να σου τους στείλω...
Μα στο ξεκίνημα κι όλας του δρόμου του
χύμηξαν πάνω του τα άγρια κύματα της Ζήλιας
και το βούλιαξαν μαζί μ' όλο το έχει μου!
Και νά μαι τώρα ο φτωχός, πιο φτωχός
κι απ' τον πιο φτωχό ερημίτη της γης...


Β' Παραλλαγή

Απ' τον μεγάλο ενθουσιασμό της
που σε γνώρισε η καρδιά μου
σκαρφάλωσε στην κορυφή του δέντρου σου
για να διαλαλήσει την απέραντη ευτυχία της...
Μα την ίδια στιγμή
φύσηξε ο παγερός αέρας της Ζήλιας
και την γκρέμισε...
Ευτυχώς όμως ... πρόφτασε και πιάστηκε από ένα κλαδί,
από ένα λευκό κλαδί,
που ήταν το χέρι σου...


Δικός σου!

Νά μαι πάλι γονατιστός μπροστά στα πόδια σου
με τον μεταξένιο σάκκο της νοσταλγίας
στους ώμους μου...
Άπλωσε τ' αγαπημένα χέρια σου και πάρτον,
είναι γεμάτος από σένα....

Σάββατο, Μαρτίου 10

Μαλαφράντζα... (ναυτικές ιστορίες)


Πού να τόξερε πως στο λιμάνι του Σάντος στη Βραζιλία θάπαιρνε το παράσημο της αρρώστιας που λέγεται "μαλαφράντζα"!
Βρέθηκε ξέμπαρκος στη Βραζιλία. Δούλευε ματσακόνι στα παροπλισμένα λόγω της οικονομικής κρίσης καράβια. Έκανε κουράγιο. Πίστευε πως αν περνούσε η κρίση κι ανέβαιναν τα ναύλα, τα καράβια θ' άφηναν τ' αγκυροβόλια και θα τον έπαιρναν μαζί τους...
Βροχή σήμερα το βράδυ δυνατή. Μπόρα τροπική. Υγρασία αφόρητη. Δεν μπορούσες να πάρεις ανάσα. Μ' ανάρια βήματα τριγυρνούσε σ' εκείνη την πόλη με την πνιγερή μυρωδιά. Κι αχνοβόλευε τις γυναίκες με τα νέγρικα χαρακτηριστικά και τα σαρκώδη χείλη...
Χασισοπότικα στέκια, γεμάτα βρωμιά κι αρρώστια! Το νερό του λιμανιού ανέβαινε και κατέβαινε σαν αναπνοή. Τα καράβια κουνιόντουσαν, κι έτριζαν ενοχλητικά τα παλαμάρια...
Ούτε που θυμάται τ' όνομα του ποτού πού πιε. Κι όμως, τό χε παραγγείλει πολλές φορές. Ξανάρχονταν πάλι εκείνη η πικράδα στα χείλη του...
Τα σκοτεινά σοκκάκια ανάμεσα στα χαμόσπιτα...
Ώρες-ώρες αργότερα, μέσα στην παραζάλη του, τα χέρια του σαν τανάλιες αγκάλιαζαν το κορμί μιας νέγρας που τραγουδούσε πάντα στριγγλά. Καμιά γλύκα στη φωνή της που ν' αγγίζει την ψυχή του... Παράπονο ζώου, φάλτσο κάλεσμα τσακαλιού στο φεγγαρόφωτο, κλαψούρισμα σκύλας, η πρωτόγονη φωνή της γυναίκας...
Τούτο είναι το απλό, παμπάλαιο μυστικό της Κίρκης. Να ξαναγυρίζει τον άντρα πίσω στο ζώο! Αυτό είναι το αιώνιο μυστικό της γυναίκας. Κι απ' όλες τις γυναίκες η νέγρα μπόρεσε να δώσει την πιο ειλικρινή μορφή, γυμνώνοντάς το από κάθε αισθηματικότητα και γλύκα!
Οι νέγρες σκύβουν πάνω στον άντρα, στην ερωτική στιγμή, σα νά ναι άρρωστος και θέλουν να τον γιατρέψουν ή σα νά ναι παιδί που φωνάζει κι αυτές ανοίγουν τον κόρφο τους να το θηλάσουν... Η νέγρα σκύβει πάνω στον άντρα σα νά ναι εχθρός που τον έπιασε στον πόλεμο και ξέρει πως έλεος δεν υπάρχει...
Πώς διάολο έφτασε τρικλίζοντας σ' ένα απ' τα παροπλισμένα καράβια που έγινε στέκι του;
"Ξέδωμα", το δικαιολόγησε στον εαυτό του. Φαρμάκι αγιάτρευτο το σώμα της γυναίκας. Όργανο υποτακτικό μιας άλλης δύναμης, πιο μεγάλης, που κανένας δεν μπορεί να της αντισταθεί!
Δεν πέρασε ούτε ένα 24ωρο κι ολόκληρο το σώμα του άρχισε ν' αναρριγεί απ' την αφροδίσια αρρώστια "μαλαφράντζα". Καθόταν μονάχος στην καμπίνα του παροπλισμένου καραβιού κι έκλαιγε από απόγνωση. Πώς μπόρεσε κι άφησε αχαλίνωτο το κορμί του; Σαν πρωτόμπαρκο τζόβενο πήγε κι ανασκάλεψε τη βρωμιά! Τόσα χρόνια στα καράβια ούτε την παραμικρή βλάβη δεν προκάλεσε στην υγεία του. Άρχισε στο κορμί του να φυτρώνουν σπυριά. Νά ναι άραγε της τροπικής βραζιλιάνικης ζέστης. Κι εκείνο το πάλεμα με τη σιχασιά και τον πόνο στην καμπίνα του; Πώς να γυρίσει στην πατρίδα με τούτο το μολεμένο κορμί; Πώς ν' αγκαλιάσει τη βασανισμένη μάνα του; Όλα στραβά τού ρχονταν σ' αυτό το ξεμπάρκο του... σε τούτο το καταραμένο και βρωμερό λιμάνι.
Η ζωή του ναυτικού είναι μαρτύριο όταν αρχίζει να λιμνάζει για καιρό. Χωρίς ν' αρμενίζει στα πέλαγα με συντοφιά το απέραντο γαλάζιο τ' ουρανού και το βαθύ μπλε της θάλασσας.
Ξημέρωνε... Κοίταξε τον εαυτό του γυμνό στον καθρέφτη. Απ' τη μια τον λυπόταν κι απ' την άλλη τον μισούσε. Άνοιξε την πόρτα και βγήκε στην κουβέρτα της γέφυρας. Κοίταξε τον ορίζοντα, τον Σταυρό του Νότου που πήγαινε να βασιλέψει. Τόσο καιρό στο σαπιοκάραβο και δεν ενδιαφέρθηκε να μάθει τ' όνομά του! Έξισε μ' ένα λοστάρι τη σκουριασμένη επιφάνεια και διάβασε: "Ασκαρδαμυκτί"! Του ξέφυγε μια βρισιά για τους κουλτουριάρηδες και τ' ακαταλαβίστικά τους! Χούφτωσε τ' αχαμνά του και φώναξε: "πάρτε τα μαλάκες"... Αλλά δεν του έφταιγαν αυτοί για τα χάλια του...
Τον τραβούσε η θάλασσα. Θέλει να φύγει, να βρεθεί στο πάλεμα, στην μεσοπέλαγη αγωνία. Τι όμορφα που ήταν τότε που ταξίδευε; Τι ανοησία που θεωρούσε ότι το κορμί του ήταν θεοδύναμο; Κι έλαχε, θαρρείς για εκδίκηση, τούτη η πιο κακιά αρρώστια πάνω του!Θυμάται πάλι τη νέγρα. Το πολύχρωμο εξωτικό φόρεμα που το σήκωσε μονάχα χωρίς να το βγάλει. Τα μάτια της αγαθά, προκλητικά, καλόβολα... Τα μεριά και τα λαγόνια φουσκώνουν... χειρονομούσε, σκλήριζε, πιάστηκε η φωνή της. Άναψε το αίμα της, άφριζαν τα χείλη της... Ήταν η φοβερή στιγμή της γυναίκας...
Πέφτει ώρες πολλές σε λήθαργο. Ξάφνου, σα σε όνειρο, εμφανίζεται μπρος του η μάνα. Στέκεται όρθια μπροστά στην ανθισμένη κερασιά της αυλής τους. "Μην σταματάς, πάλευε, αυτός είναι ο δρόμος της χαράς και της μοναξιάς όλων μας" του λέει. Πετάγεται όρθιος. Νιώθει πάλι τη ζωή να τον πλημμυρίζει. Θέλει να τρέξει κοντά της. Πίσω στο ορεινό χωριό του. Με τα γραφικά ξωκλήσια και τα πέτρινα τοξοτά γεφύρια! Το μόνο που τον νοιάζει τώρα είναι να πάρει δραστικά μέτρα. Μπαίνει σε νοσοκομείο στην πρωτεύουσα Μπραζίλ. Μέρα με τη μέρα αναστένεται. Οι γιατροί έχουν να λένε για τη γερή κράση του!
Πολλοί άνθρωποι πιστεύουν στη μοίρα... άλλοι όχι. Τι θα μπορούσε να πει ένας θαλασσινός για τούτο; Μονάχα εσύ θαλασσινέ που ζεις τη μοίρα μπορείς να καταλάβεις!Μονάχα εσύ...
Υ.Γ.: οι λέξεις ήταν: Ασκαρδαμυκτί, μπλε, πάρτε τα, όνειρο, κερασιά, γεφύρια, αναπνοή, απόγνωση, ανάσα, φάλτσο.

Παρασκευή, Μαρτίου 9

Λακωνική κριτική!

Ο νέος νόμος για τα Α.Ε.Ι. περιέχει:

μικρές αλλαγές...
σε δευτερεύοντα ζητήματα...
αμφιβόλου εφαρμοσιμότητας!

Πέμπτη, Μαρτίου 8

Τετάρτη, Μαρτίου 7

Μου το εκμυστηρεύθηκε ένας φίλος...

«με τη σύντροφό μου κάνουμε ό,τι μπορούμε για να συνεχίσουμε να ζούμε μαζί: κοιμόμαστε σε χωριστά δωμάτια, τρώμε χωριστά, πηγαίνουμε χωριστά διακοπές...»

Δευτέρα, Μαρτίου 5

Σε είδα!

Σε είδα...
ύστερα από
τόσα χρόνια!
Και δεν θα σε γνώριζα ίσως
αν δεν ξεχώριζα
πάνω στα χείλη σου
τα ηδονικά και νεανικά
βήματα των χειλιών μου
και μέσα στις λίμνες
των ματιών σου
την εικόνα μου εκείνη
των είκοσι χρόνων...

Παρασκευή, Μαρτίου 2

Σαββατόβραδο στην Καισαριανή...



Το κουτούκι του Κουτσού βρίσκεται λίγο πάνω απ' το γήπεδο του Αστέρα. Υπόγειο, οχτώ τετραγωνικά, τρία τραπέζια, θολούρα απ' τους καπνούς, μυρίζει μπακαλιάρο και κάτω απ' το μεγάλο βαρέλι ... πριονίδι! Στο ένα τραπέζι κάθομαι εγώ, μόνος μου, ζοχαδιασμένος. Δίπλα μια παρέα από γερόντια. Παλιοί κομμουνιστές που μετά τον Γέλτσιν τό ριξαν στο ποτό... δεν είχε πια άλλο νόημα η ζωή τους...

Κάποιο γεροντίδιο σηκώνεται απ' τη θέση του κρατώντας το ποτήρι κι αρχίζει να τραγουδάει Βάρναλη. Ανάμεσα-ανάμεσα φώναζε "βίβα, και στην υγειά μας"! Μόλις είχα κατεβάσει το τρίτο κιλό, δεν ξέρω πώς μου ήρθε και το πέταξα δυνατά:

- Στην υγειά μας και στο θάνατό μας!

Τα γεροντάκια σάστισαν, εκείνος που τραγούδαγε έκατσε στην καρέκλα του και συνέχισαν να πίνουν σιωπηλά. Ο Κουτσός ήρθε και μου το σφίριξε:

- Πώς τους ξηγιέσαι έτσι; Γέροι άνθρωποι ... δεν κάνει ...

Το κλίμα είχε βαρύνει εις βάρος μου. Πλήρωσα το λογαριασμό κι άρχισα να κατηφορίζω προς την Παναγίτσα. Λίγο πιο κάτω έσκυψα στο πεζοδρόμιο κι άρχισα να ξερνάω με την ψυχή μου! Υπολείμματα κεφτέδων, γαστρικών οξέων, φέτας και κρασιού ξεπήδαγαν απ' το στόμα μου ... πιτσιλίστηκαν τα πάντα εκεί γύρω, τα πατζάκια και τα παπούτσια μου...

Μόλις ξαλάφρωσα λίγο πήρα μια μπίρα απ' το περίπτερο κι έκατσα σ' ένα παγκάκι. Βρωμούσα και ζαλιζόμουνα. Άφησα δίπλα μου την μπίρα κι έκλεισα τα μάτια...

Αισθάνθηκα κάποια παρουσία δίπλα μου, ένα άρωμα διακριτικό, κάποια ζέστη μυστήρια. Άνοιξα τα μάτια μου και τι να δω. Ήταν μια γκόμενα ... μου φάνηκε λεπτή, ξανθιά, ωραία! Της έσκασα χαμόγελο ... μάλλον ανταπέδοσε. Έψαχνα εναγωνίως να βρω κάτι έξυπνο, πρωτότυπο, σπινθιροβόλο για να τη ρίξω.

Τελικά μπόρεσα να πω μόνο ένα...

- Μήπως έχετε τσιγάρο;

Εκείνη με κοίταξε καλύτερα. Σίγουρα δεν της άρεσε καθόλου αυτό που έβλεπε! Έβγαλε όμως το πακέτο και μου πρόσφερε.

Κάπνιζε άφιλτρα Gitanes η ευλογημένη. Κι όπως άναψα η μυρωδιά με χάλασε και ξέρασα πάλι! Η γκόμενα σηκώθηκε όλο σιχασιά. Είχε λερωθεί λίγο και το φουστάνι της. Με κοίταξε αγριεμένη.

- Συγγνώμη, δεν το ήθελα! Στάσου...

Εκείνη είχε ήδη σηκωθεί όρθια και με ένα μαντιλάκι καθαρίζονταν.

- Στάσου! της φώναξα ξανά. Άσε με να εξιλεωθώ! Άσε με να σου κάνω ένα γλύψιμο να ξεχάσεις τ' όνομά σου...

Μου είχε γυρίσει ήδη τον κώλο της. Κι ήταν απίθανος, τριφασικός και λάλησα... Μέσα στη σούρα μου άπλωσα χέρι να χαϊδέψω... και "φραπ" άστραψε το χαστούκι!

Μέχρι να συνέλθω η γκόμενα την είχε πουλέψει...