Τρίτη, Αυγούστου 29

Καρπός του πόθου...

Τα μάτια της μαύροι βολβοί
μ’ ανατριχιάζουν...
Κύμα του Αιγαίου το κορίτσι
στρέφει λοξά το πρόσωπο
και με τους γλάρους τα χείλη της αργοπετούν...
(Μην κουμπώνεσαι Άρτεμη
άφησε το λινό να πέσει
στων ποδιών τα δάχτυλα.
Θα το μαζέψουμε στην άκρη
θα βγάλουμε τα σανδάλια σου
θα λύσουμε τα μαλλιά σου
και θα σε χαρούμε επιτέλους
γυναίκα νέα και σφιχτή...)
Βλέπω ομορφιά στις κινήσεις
στα λόγια,
στα μάτια σου.
Μέλι από κερήθρα οι στάσεις
και τα καμώματά σου
σουσάμι ο ιδρώτας που κολλάει
στ’ απαλό σου δέρμα...
(Τρέχει με το σκήπτρο του ο Δίας
κρατώντας απ’ τις μασχάλες
τον μικρό Γανυμήδη.
Το ρούχο του πέφτει
κι η βιασύνη του καρπός του πόθου.
Ταξίδι με μιαν άμαξα
που σέρνουν άλογα στην παραλία
το καλοκαίρι ο έρωτάς τους)
Ψυχή του αισθησιασμού
που άστατη ψάχνει ομορφιά
κι ευαισθησία
κάτι παράξενο κι ελκυστικό.
Κεφάλι, λαιμός, στήθη, κοιλιά
στραμμένα
για να δέχονται ανενόχλητα
τα βλέμματα και τις θωπείες των Θεών...
(Τα χέρια του Φειδία πλάσανε
μαλλιά κοντά, κυματιστά, χωρισμένα στα δύο
και δεμένα αδιάσπαστα με το διάδημα...)
Τα κτίρια, τ’ ανθισμένα περιβόλια
κι οι σκηνές της κόλασης
κάναν σγουρά τα κόκκινα τρελά μαλλιά σου.
Ένα κομμάτι αλάβαστρο μάζεψα
έξω από κάποιο εργαστήρι.
(Ακέφαλη,
με το ρούχο να πέφτει στον ώμο
και το κορμί μισοκρυμμένο
έτοιμη να πέσει αθόρυβη στην κλίνη.
Κρύβεται η Νίκη απ’ τους θνητούς...)