
Τις βρίσκει πολύ αηδιαστικές τις ψεύτικες μάχες με ανύπαρκτους εχθρούς...
Δεν υπάρχει τίποτε πιο γελοίο απ’ το να υποκρίνεσαι πως δίπλα σου σκάνε βόμβες, οι αποθήκες με τα πυρομαχικά ανατινάζονται, εσύ τρέχεις να μεταφέρεις τραυματίες και σκοτωμένους, ή να σκαρφαλώνεις στα κατσάβραχα της Ριτσώνας και να λες πως βρίσκεσαι στα μετόπισθεν του εχθρού!
Τον άφησαν στη σπηλιά μιας βραχονησίδας και τα παπάρια του έχουν παγώσει.
Θα θυμηθούν, τουλάχιστον, να στείλουν το φουσκωτό να τον μαζέψει, ή θα τον ξεχάσουν εκεί να γίνει Άγιος Ζηνόβιος σπηλαιώτης;
Έβγαλε δυο μέρες με μια χούφτα αλάτι, και τον έκοψε η πείνα!
Τα χρόνια περνάνε γρήγορα, οι ώρες αργούν...
Κι αυτό το ηλίθιο τ’ αγριοκάτσικο απέναντι του σπάει να νεύρα.
Σίγουρα θα σκέφτεται πως σε τούτη τη βραχονησίδα βρέθηκε κι ένα πλάσμα ηλιθιότερο απ’ αυτό!
Το βλέπει και του τρέχουν τα σάλια. Εκλεκτός μεζές...
Αλλά πώς θα το ψήσει, που δεν τους αφήνουν ούτε τσιγάρο ν’ ανάψουν;
Αν ήταν στο χωριό του, θα το ψηνε «κλέφτικα». Αλλά εκεί έχει μπόλικο χώμα, ενώ εδώ μόνο βράχια γμτ...
Να, κάτι τέτοιες στογμές ήθελε να ’ταν λυκάνθρωπος!
Θα του ’χωνε τα δόντια στο λαιμό και θα του ’πινε το αίμα με το καλαμάκι του φραπέ!
Ντομάτοτσιουζ...