Για πρώτη φορά πήγα στο νησί καλοκαίρι, πριν από 20 ακριβώς χρόνια.
Με Χέρκουλες από Ελευσίνα.
Τότε το μέρος ήταν βαμμένο στο χακί. Γύρω σου έβλεπες παντού χοντρές λαμαρίνες, αρβύλες, εξατμίσεις που έβγαζαν μαύρο καπνό, πρόσωπα να μετράν το χρόνο με το υποδεκάμετρο...
Δίπλα στις αποχρώσεις του γαλάζιου της θάλασσας στήνονταν φαιοπράσινες στέγες.
Και σύριζα στη γαλήνη των αμπελιών περνούσαν ερπυστριοφόρα.
Παντού διέκρινες το μετέωρο βήμα των συνόρων...
Η γη του νησιού καρπερή, ανθεκτική, θηλυκιά. Μαθημένη να σηκώνει τα αντρικά όνειρα και τους ένστολους εφιάλτες της παραλλαγής...
Παρασκευή βραδάκι ήταν, και σιγόψηνα μια μπαργούμαν. Πτυχιούχα θεατρολόγα και άνεργη.
Παρήγγειλα ούζο.
Μου πρότεινε κοκτέιλ, «φετινή σπεσιαλιτέ» μου είπε.
Δεν θυμάμαι πώς τον έλεγαν το διάολο.
Την παρακολουθούσα που το έφτιαχνε.
Στο τέλος έριξε μέσα μια πρέζα πιπέρι και δυο σταγόνες απ’ την κολόνια της!
«Πολύ αρωματικό!», είπε.
Έμεινα μέχρι να κλείσει το μαγαζί.
«Πού θα πάμε τώρα;», με ρώτησε.
«Πουθενά!», της απάντησα.
Τ’ άλλο βράδυ, τα ΄πινα μόνος σ’ ένα λαϊκό καπηλειό.
Μόνο άντρες είχε το μαγαζί.
Στο τραπέζι δυο φέτες κασέρι σε λαδόκολλα. Κι ολόγυρα μπουκάλια μπύρας. Όλα άδεια εκτός από ένα.
Στο τζιούκ μποξ κάποιος έβαλε Καζαντζίδη. «Ό,τι απαπάω εγώ πεθαίνει»...
Ένας γεροντόμαγκας έκανε να το χορέψει.
Το οινόπνευμα μου ’χει ανέβει στο κεφάλι!
Χτυπάω με δύναμη το μπουκάλι στο τραπέζι και σηκώνομαι ορθός. Στέκομαι έτσι για λίγα δευτερόλεπτα, ώσπου να συμμαζέψω τη γλώσσα μου.
«ΝΤΑΠΟΚΕΙΡΕ!», φώναξα, «ΝΤΑΠΟΚΕΙ παλιοκαριόλες, που όλο γκρίνια είστε και βαμμένο νύχι!».
«ΝΤΑΠΟΚΕΙ ρε καριόλες», συμφώνησαν παραδίπλα δυο γεροντολεβέντες...
Με Χέρκουλες από Ελευσίνα.
Τότε το μέρος ήταν βαμμένο στο χακί. Γύρω σου έβλεπες παντού χοντρές λαμαρίνες, αρβύλες, εξατμίσεις που έβγαζαν μαύρο καπνό, πρόσωπα να μετράν το χρόνο με το υποδεκάμετρο...
Δίπλα στις αποχρώσεις του γαλάζιου της θάλασσας στήνονταν φαιοπράσινες στέγες.
Και σύριζα στη γαλήνη των αμπελιών περνούσαν ερπυστριοφόρα.
Παντού διέκρινες το μετέωρο βήμα των συνόρων...
Η γη του νησιού καρπερή, ανθεκτική, θηλυκιά. Μαθημένη να σηκώνει τα αντρικά όνειρα και τους ένστολους εφιάλτες της παραλλαγής...
Παρασκευή βραδάκι ήταν, και σιγόψηνα μια μπαργούμαν. Πτυχιούχα θεατρολόγα και άνεργη.
Παρήγγειλα ούζο.
Μου πρότεινε κοκτέιλ, «φετινή σπεσιαλιτέ» μου είπε.
Δεν θυμάμαι πώς τον έλεγαν το διάολο.
Την παρακολουθούσα που το έφτιαχνε.
Στο τέλος έριξε μέσα μια πρέζα πιπέρι και δυο σταγόνες απ’ την κολόνια της!
«Πολύ αρωματικό!», είπε.
Έμεινα μέχρι να κλείσει το μαγαζί.
«Πού θα πάμε τώρα;», με ρώτησε.
«Πουθενά!», της απάντησα.
Τ’ άλλο βράδυ, τα ΄πινα μόνος σ’ ένα λαϊκό καπηλειό.
Μόνο άντρες είχε το μαγαζί.
Στο τραπέζι δυο φέτες κασέρι σε λαδόκολλα. Κι ολόγυρα μπουκάλια μπύρας. Όλα άδεια εκτός από ένα.
Στο τζιούκ μποξ κάποιος έβαλε Καζαντζίδη. «Ό,τι απαπάω εγώ πεθαίνει»...
Ένας γεροντόμαγκας έκανε να το χορέψει.
Το οινόπνευμα μου ’χει ανέβει στο κεφάλι!
Χτυπάω με δύναμη το μπουκάλι στο τραπέζι και σηκώνομαι ορθός. Στέκομαι έτσι για λίγα δευτερόλεπτα, ώσπου να συμμαζέψω τη γλώσσα μου.
«ΝΤΑΠΟΚΕΙΡΕ!», φώναξα, «ΝΤΑΠΟΚΕΙ παλιοκαριόλες, που όλο γκρίνια είστε και βαμμένο νύχι!».
«ΝΤΑΠΟΚΕΙ ρε καριόλες», συμφώνησαν παραδίπλα δυο γεροντολεβέντες...
9 σχόλια:
Γειάσου ασκαρούλη...ε,εμ ναί,ευχαριστούμε καταρχάς είσαι ευγενέστατος έχω να πώ...(εννοώ για το νταποκεί ρέ....)μπράβο παιδί μου...ε,και οι άλλοι 'θαμώνες'του μαγαζιού συμφώνησαν κι αυτοί μαζί σου...σαν γνήσια αρσενικά φυσικά..(ε,κόρακας κοράκου μάτι βγάζει? που λένε)...ε,όχι βέβαια...πάντως ωραία ιστοριούλα δε λέω....φιλάκια....
αυτό με τη γκρίνια είναι ενα θέμα.
Όλα τα άλλα θέλετε και τα παθαίνετε.
Τελικά, μόνο με τους παπούδες κάνεις χωριό.
Στριμμένο άντερο.
Άθη, σόρυ μωρέ, σας αδίκησα τα καημένα τα θηλυκά!
Αθηνόβω, για όλα οι άντρες φταίνε μωρέ!
Αν ήμασταν εμείς καλοί, δεν θα μας γκρινιάζατε...
Σπόρια, καλύτερα με τους παπούδες τους «Όθωνες», παρά με τις κόμπρες τις Κλεοπάτρες..
Ασκαρούλη, εγώ στενοχωριέμαι που κάποια στιγμή θα σταματήσεις αυτές τις ιστοριούλες.
Πολύ μου αρέσουν.
Τι να πούν οι γερολεβέντες δεν ξέρς
ότι ο τρελός είδε τον μεθυσμένο και φοβήθηκε??
Τολμά να μιλήσει κανείς??
Τόσο πολύ αγαπάς τις γυναίκες τελικά?
Ευτυχώς που δεν σε αγαπούν εκείνες τόσο....
ή μήπως?
Η Αθήνα φαίνεται διαφορετική οταν αγαπάς τις γυναίκες πάντως...
και άσε τους μαλακολεβέντες να τσαμπουκαλεύονται..........
Δημητρούλα, δεν σας βλέπω να πολυενδιαφέρεστε για τις «ιστοριούλες» μου...
Ζουζού, οι έμπειρες λευκές λεβεντοκεφαλές, δεν μπορεί να μην ξέρουν τίποτα...
Τάκη, η Αθήνα φαίνεται διαφορετική όχι όταν αγαπάς τις γυναίκες, αλλά όταν σε αγαπάνε οι γυναίκες!
Δημοσίευση σχολίου