εφιάλτες μου κι αυτός:
Είμαι παιδί μικρό σε μια αμουδιά
κι έχω χτισμένο με τα χέρια μου
έναν ωραίο πύργο, αψηλό.
Ξάφνου νιώθω από πάνω μου
να πέφτει απειλητική η σκιά
κάποιου άγνωστου κακού ανθρώπου.
Κι εγώ, καθώς δεν είμαι
παρά ένα μικρό παιδί,
κλαίω και σπαράζω σύγκορμο
κι όλο πασχίζω να διακρίνω
πίσω απ' τα πολλά μου δάκρυα
το πρόσωπο του άγνωστου ανθρώπου.
Δεν ξέρω ακόμη, δεν υποπτεύομαι
πως είναι κίνδυνος να δω
στο πρόσωπο του άγνωστου κακού
τον ίδιο τον αυριανό εαυτό μου...
Θάλασσα δεν είχα δει ακόμη. Κι όμως την ονειρευόμουνα και την έπλαθα στην παιδική μου φαντασία σαν κάτι το ιδανικό. Οι συμμαθητές μου ήταν όλοι απλά παιδιά. Εγώ όμως ήμουν το "παιδί των γκαζάδικων"! Κάθε μέρα "σήκωνα άγκυρα" και πήγαινα σε κόσμους μακρινούς κι ονειρεμένους. Ξέφευγα έτσι από τη μιζέρια, τη στέρηση, τη φτώχεια, τους περιορισμούς της γειτονιάς, της μάνας τα "μη", τα "δεν", τα "πρέπει"...
Το ωραιότερο θέαμα στον κόσμο
είν' ένα πλοίο
που ετοιμάζεται να βγει απ' το λιμάνι
και ν' ανοιχτεί στο πέλαγο...
Η ζωή τα 'φερε, χρόνια αργότερα, να βρεθώ στο μεγάλο λιμάνι. Ξέρω ότι ο Πειραιάς δεν ήταν ειδυλλιακός. Πάντα μισούσα εκείνα τα γλέντια της επιστροφής των ναυτικών. Γύριζαν φορτωμένοι με κάθε λογής δώρα για τα μισορφανεμένα παιδιά τους και τις γυναίκες τους που γερνούσαν καρτερώντας τους. Εγώ ποτέ δεν έφερα τίποτα και για κανέναν! Δεν έτρεφα αυταπάτες. Τα δώρα αυτά ήταν απλά μια προσπάθεια εξιλέωσης για όσα είχαμε εκεί μακριά διαπράξει...
Στο περσινό ναυάγιο
έξω απ' τη Γιοκοχάμα
θα είχες κάποιον άγιο
και μάνα σε τρισάγιο
γονατιστή σε τάμα...
(παλιό τραγούδι της Μοσχολιού)
Δεν αναπολώ εκείνα τα χρόνια. Ήταν τρισάθλια ... στου Ξαβέρη, στη Δεξαμενή, στην Παναγίτσα, στην Καλλίπολη, στα Ταμπούρια και στον Κορυδαλλό. Δεν ήταν χρόνια παραδεισένια αλλά αγώνας επιβίωσης στις συνοικίες "το όνειρο"...
Δεν έτυχε ν' ακούσεις
εκείνο το πατερικό
"φεύγε και σώζου";
Τί διεύθυνση μου ζητάς;
Εδώ και κάμποσο καιρό
κατοικώ μόνον εντός μου...
Θυμάμαι τη φτώχεια, τη λάσπη, τα κορίτσια που εκδίδονταν... Ο μύθος των καραβιών με έκανε να επιβιώσω σε δύσκολες εποχές... Με την ψευδαίσθηση ότι ανήκω σ' έναν κόσμο αλλιώτικο από κείνον των στεριανών. Ακόμη και τώρα θαλασσινός αισθάνομαι...
Θα τον πετάξω τον καθρέφτη αυτόν
κάθε φορά που εμπρός του θα περάσω
νομίζω τον εαυτό μου κάποιον άλλον
και την πολυκοσμία δεν την μπορώ, δεν την βαστάω...
Η μεγαλύτερη αγωνία των γονιών μας ήταν μη γίνουμε εγκληματίες! Δεν ήταν και τόσο δύσκολο, ξέρεις, σε τέτοιες περιοχές με τέτοιους ανθρώπους...
Σκέψου!
Ακόμη κι αυτά τα ψεύτικα
-απ' άχυρα φτιαγμένα και πανιά-
τ' ανθρώπινα ομοιώματά μας
τρομάζουνε και διώχνουν τα πουλιά...
Αλήθεια, πόσοι από μας δεν καταλήξαμε σε αναμορφωτήρια και φυλακές!
Aν είναι κάτι που πολύ
πάρα πολύ μισώ
είν' ό,τι ορίζει όρια
ό,τι πασχίζει σε κλουβί να με στιβάξει...
Ένα χέρι δεν απλώθηκε ποτέ να μας σηκώσει, να μας στηρίξει, έστω να μας δείξει...
Πόσους και πόσους
δεν ρωτούσα:
- πάω καλά από δω πατριώτη;
Κι όλοι τους μού λεγαν:
- ναι, ναι, καλά πηγαίνεις...
Κανείς τους δεν με ρώτησε:
- πού θες να πας παιδί μου;
Κάποιοι, που χρόνους είχανε πολλούς για να με δουν, και ξαφνικά ανταμώναμε, εκπλήσσονταν κι εύλογα απορούσαν: "καλά, εσύ είσαι; πώς έγινες έτσι;". Πρόσωπο είχα ακόμη παιδικό μα όχι και τρόπους...
Τώρα, τί να σου αρέσει πια
από τον πίνακά μου αυτόν
με μοναχό στο βάθος του
κάποιο γαλάζιο φόντο...
Έπρεπε να τον έβλεπες κάποτε!
Έδειχνε χελιδόνια να πετούν.
Μα ήταν τόσο αληθινά
που σαν τ' αποζωγράφησα
πέταξαν μακριά και φύγαν...
Είχε πυρόξανθα μαλλιά και μάτια πράσινα, μεγάλα. Μα είχε και μια τρύπα στην καρδιά!
Της είπα σ' αγαπώ
κι από ντροπή
κοκκίνησε
το διπλανό λουλούδι...
Της είπα "θα έρθω"!
Να μού χεις
στο τραπέζι ψωμοτύρι και νερό
κι ένα παλιόρουχο
σε μια γωνιά κατάκοπος να γείρω.
Να μού χεις
κάπου εκεί σιμά
έξω από την πόρτα σου
κι ένα χαλκά, μια πέτρα, ένα δεντρί
κάτι σα δέστρα.
πριν ν' αποκοιμηθώ
να δέσω την Ελπίδα μου
μη φύγει και μ' αφήσει να χαθώ
μες στο βαθύ της νύχτας ύπνο...
Το βαπόρι μας τσακίστηκε στης Σικελίας τα βράχια. Ίσως εκεί που κάποτε η Σκύλλα και η Χάρυβδις ρούφηξαν του Οδυσσέα τα παλικάρια. Το βράδυ εκείνο δεν έπρεπε να πιούμε. Ή, τουλάχιστον, να μην καπνίσουμε...
Κι όμως
δεν έπρεπε
να μου θυμώσει η θάλασσα
μόνο και μόνο γιατί με άκουσε
να λέω πως χρωστά το χρώμα της
στον ουρανό που στέκει πάνωθέ της...
19 σχόλια:
είναι γυναίκα
και άντρας ο ουρανός
γι' αυτό...
"Τί διεύθυνση μου ζητάς;
Εδώ και κάμποσο καιρό
κατοικώ μόνον εντός μου..."
"αν είναι κάτι που πολύ
πάρα πολύ μισώ
είν' ό,τι ορίζει όρια
ό,τι πασχίζει σε κλουβί να με στιβάξει..."
Ξεχωρίζω δύο κομμάτια, διαβάζω το κείμενο πάλι και πάλι και βρίσκω κι άλλα κάθε φορά... Δύσκολο να το γράψεις - πώς να μοιραστείς κάτι τέτοιο; Πήραμε μόνο μια ιδέα, χρειαζόμαστε κι άλλο. Τόσο εμείς, όσο κι εσύ. Έκανες καλά που το ανέβασες.
Καμιά μάχη δεν είναι εύκολη, αλλά οι περισσότεροι δεν ξεκινούν έναν πόλεμο που ξέρουν ότι μπορεί να χάσουν. Εσύ διαφέρεις, και είναι ωραίο το ταξίδι μας στα εντός σου.
ρούφα τόνε τράβα τόνε, το φουντάρισες το μπαπόρο στην ξέρα. θεός σχωρές τα παλικαράκια που χάθηκαν
Εκπληκτικό!!Αλλά και πάλι σκέφτομαι...Τι πίνεις και δεν μας δίνεις;!!!!!!!!Είσαι αφασία δικέ μου.Μιλάμε για καντάρια τρέλα,ή μήπως για μεγάλο συγγραφικό ταλέντο;Ίδωμεν...
"πριν ν' αποκοιμηθώ
να δέσω την Ελπίδα μου
μη φύγει και μ' αφήσει να χαθώ"
αν εχεις βρει τον τροπο να το κανεις αυτο, θελω πολυ να τον μοιραστεις μαζι μου.
γραφεις ομορφα και σκληρα...
buonanotte
Every man's memory is his private literature.
Aldous Huxley
Eσυ ("μαλλον") εχεις ταλεντο...
τελειο!!!!!!!!!!!!!!!
τα φιλια μου
ΚΑΛΗΣΠΕΡΟΥΔΙΑ ΑΣΚΑΡΔΑΜΥΚΤΙ!)))
ΧΑΙΡΟΜΑΙ ΠΟΥ ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΕΣ ΤΗΝ ΠΡΟΤΡΟΠΗ ΜΟΥ ΚΙ ΕΡΙΞΕΣ ΠΟΙΗΜΑ
ΣΤΑΝΙΑΡΑΜΕ;)))
ΥΓ. ΔΕΝ ΣΚΙΖΟΥΜΕ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ, ΔΕΝ ΚΑΙΜΕ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΑ, ΔΕΝ ΚΟΒΟΥΜΕ ΓΕΦΥΡΕΣ.
ΠΑΝΤΑ ΥΠΑΡΧΕΙ ΕΝΑ ΠΑΤΑΡΙ ΝΑ ΤΑ ΚΑΤΑΧΩΝΙΑΣΟΥΜΕ, ΣΕ 40 ΧΡΟΝΙΑ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΤΑ ΑΠΟΖΗΤΗΣΟΥΜΕ...
τι κουβαλάς κι εσύ μες στην ψυχή σου.....και πόσο δυνατά τα διηγείσαι.... σκίζεις!
Είναι ωραία η θάλασσα, γιατί κινείται πάντα...
Είναι ωραία η θάλασσα, γιατί με σένα μοιάζει...
Οσο για τον καθρέφτη, πέτα τον! Όύτε εγώ τον αντέχω! Με παραμορφώνει! Με δείχνει δίποδο, άχρωμο, τρομαχτικό πλάσμα, με δύο χέρια, μακρυά δάχτυλα και μαύρα μαλλιά.. Πώς γίνεται αυτό? Εγώ είμαι απλώς ένα μικρό και πράσινο βατραχάκι....
Δεν πρόκειται περί παραληρήματος
καλέ μου Ασκαρδαμυκτί, γιατί εμένα δε με πείθεις;....
δε μου φαίνεται πως μιλάς για τη θάλασσα αλλά για τον ωκεανό του μυαλού σου και τη χαμένη ατλαντίδα σου.
kalhmera,
einai liges oi meres pou se anakalupsa...
mou aresei o tropos pou grafeis...
se ka8e keimeno sou pistevw oti kruvetai mia fourtouniasmenh 8alassa...
Ερωτά μου μου έδωσες έμπνευση με τη θάλασσα (οχι οτιγενικά δεν με εμπνέεις).Με κάνεις και νιώθω τόσο μικρή, πόσα δεν έχω ζήσει!!!
Η κουμπάρα μου νομίζω σε καταλαβαίνει καλύτερα απο μένα και ζηλεύω λίγο μήπως ταιριάζετε πιο πολύ εσείς?
Ολμάιλάιφ, κι άλλα πολλά ειν ο ουρανός...
Εσύ Αταλάντη μου γράφεις σα να με ξέρεις χρόνια...
Ανώνυμε, γίνε επώνυμος για να σου απαντήσω...
Ίδωμεν Λεωνίδα...
Ανατολίτσα, τραβάς κι εσύ τα λούκια σου βλέπω...
Αλίσια, κάπου αρχίζουμε να επικοινωνούμε πνευματικά...
Αθηνά μου, φυλάει και το Μαράκι μας κάτι "βρυκόλακες" του παρελθόντος της στο πατάρι... Για ρώτα τη τι κέρδισε...
Τις καλησπέρες μου στο δελφινοκόριτσο και στη μικρή μας φρόγκυ... ("όποιος κλέει είναι βλαξ, βρε κε κεξ κουάξ κουάξ")
3 parties, εμπιστεύομαι την κρίση σου...
"Κολλητή", πρέπει ν' αρχίσουμε να τα λέμε πιο συχνά...
Και τώρα οι τρεις μας... Για να μαι πιο ειλικρινής, τα "κόκκινα χείλη" (η κουμπαρούλα) μου φαίνονται λίγο πιο "περπατημένα" από το Μαράκι (τη νυφούλα)... Αλλά θα βρούμε τις ισορροπίες μας!
Μαράκι, πολύ θα ήθελα να ήμουν εγώ το βοτσαλάκι στη λιμνούλα σου...
'γω δε ξαναλέω καλά λόγια...
στο άλλο ποστ με είπαν σοροπιάρα...
Ξέρεις τι παρατήρησα; Όταν είμαστε οι δυο μας τα πάμε περίφημα! Όταν μπαίνουν τρίτοι στη μέση τσακωνόμαστε....
Λέτε να μας φθονούν, που εγώ είμαι Παιδίσκη, κι εσείς.... αχμμμ αυτό θέλει σκέψη...
υπέροχο αγαπητέ μου υπέροχο
μου αρέσει που ενώ μερικές φορές γράφετε πράγματα που με ενοχλούν(όχι εδώ, αλλού αλλά δε θα αποκαλυφτώ!), τα γράφετε με ένα τρόπο που με καθηλώνει.
τη καλημέρα μου
"Εδώ και κάμποσο καιρό
κατοικώ μόνον εντός μου..."
"Τώρα, τί να σου αρέσει πια
από τον πίνακά μου αυτόν
με μοναχό στο βάθος του"
"Να μού χεις
κάπου εκεί σιμά
έξω από την πόρτα σου
κι ένα χαλκά, μια πέτρα, ένα δεντρί
κάτι σα δέστρα.
πριν ν' αποκοιμηθώ
να δέσω την Ελπίδα μου
μη φύγει και μ' αφήσει να χαθώ
μες στο βαθύ της νύχτας ύπνο..."
Τι σχόλια θες γι' αυτά; ... μόνο κι ένα φιλί αλμυρό!
Δημοσίευση σχολίου