Πέμπτη, Ιανουαρίου 11

Ανωνύμου του Έλληνος (Β΄) "Ορειβατικά Γυμνάσματα"


Σάββατο πρωί.
Το λεωφορείο σιγά - σιγά γεμίζει. Γεμίζει με πόθους, ανησυχίες, απογοητεύσεις, ανάκατα με την προσμονή της λύτρωσης και του καθαρμού. Ξεκινάμε για Δυτ. Μακεδονία. Γη Παράξενη , διαφορετική, ξένη, μα και γοητευτική για όλους τους Νότιους. Οι άνθρωποι, ξεδιπλώνουν τον εαυτό τους. Τον άλλο τους εαυτό, αυτόν που ερμητικά κρατάν κλειστό, εντός των τειχών. Θαρρείς πως έχεις δύο εαυτούς: τον πενθήμερο και τον διήμερο. Κι΄αυτό αν είσαι τυχερός. Αν δεν είσαι, τότε άστα..Περίμενε καλύτερα την άλλη ζωή!
Φαίνεται να εγκαταλείπουμε όλο και πιο πολύ, καθώς το κοντέρ γράφει χιλιόμετρα, τη σύγχρονη τεχνολογία. Καλωδιακά και ασύρματα συστήματα, ξεμακραίνουν.
Μαλακάσα, ώρα μηδέν. Η φύση ξύπνησε, και νίκησε τα μπετόν αρμέ και τα τσιμέντα ταχείας πήξεως. Είπαν οι ειδικοί, ότι η κατολίσθηση ήταν ταχύτατη. Πιο γρήγορη και απρόσμενη κι΄απ΄αυτή την κατρακύλα των μετοχών των κατασκευαστριών εταιρειών, στο χρηματιστήριο των αγοραίων αξιών τους.
Μεσημέρι, Θεσσαλικός κάμπος.
«Πυρκαγιά, πυρκαγιά, στο μυαλό μου πυρκαγιά, πυρκαγιά στη Θεσσαλία και στα δώδεκα χωριά», έλεγε ο τροβαδούρος. Δύναμη πολλή έχει αυτός ο τόπος. Αυτός ο κάμπος έχει ζωή. Στέκεται στη μέση της Ελλάδας, όπως τα πνευμόνια και η καρδιά, στο ταλαίπωρο σαρκίο μας.
Λάρισα, ώρα φαγητού. Κι΄η πλατεία ήταν γεμάτη, όχι από φοιτητές, αλλά από γυναίκες. Αλλοτινές μορφές, καμπίσιες αμαζόνες.
Ο Όλυμπος ξεπροβάλλει μες τα σύννεφα. Ωστόσο είναι ξέμακρος. Είναι μόνο για τους Θεούς του. Για μας τους θνητούς άφησαν τις Μούσες, δεν μας κακοπέφτει καθόλου.
Άνοδος προς Σαραντάπορο. Η Μακεδονία αρχίζει να σαλεύει τ’άκρα της. Αγουροξυπνάει από το χειμωνιάτικο ύπνο. Είναι ακόμη χλωμή και γκρίζα. Μα ο ήλιος δε θ΄αργήσει να φωτίσει το πρόσωπό της. Άλλος τόπος κι αυτός, ορεινός μα και πεδινός, τραχύς μα και ήμερος. Λες κι οι Θεοί τέντωσαν το κάμπο απ΄τη Θεσσαλία και τον ξάπλωσαν πάνω στα βουνά, σαν τον τραχανά στο ντιβάνι.
Απομεσήμερο, κατηφορίζουμε προς την κοιλάδα του Αλιάκμονα. Μια Θάλασσα μες τον κάμπο και κάτω απ΄τα βουνά. Και μια γέφυρα να προσπαθεί να ενώσει αυτό που έκοψαν οι μηχανικοί στα δυο.
Σέρβια Κοζάνης. Μετά τα Καλάβρυτα, το Δίστομο, πριν τη Δεσκάτη, την Κάντανο, τα Ζαγόρια και δεξιά τα Πιέρια κι ο Τίταρος. Άπαρτα κάστρα και πυρωμένες ψυχές.
Απόγευμα, Κοζάνη. Πρωτεύουσα της Δυτ. Μακεδονίας, πύλη προς τη βορειοδυτική βαλκανική ενδοχώρα. Πόλη σύμβολο, μαζί με τα Γιάννενα, την Καβάλα, την Κομοτηνή, την Αλεξανδρούπολη. Σύμβολο της νέας βαλκανικής μας αναγέννησης.
Η πόλη – πρωτεύουσα της Αποκριάς, η πόλη του Θεού τράγου, η πόλη των φανών και των φαλλών, του ατέλειωτου γλεντιού, η πόλη της φιλοξενίας και της ντομπροσύνης. Οι Κοζανίτες, ξανθωποί σλαβόσποροι! Άλλη ράτσα, γαλανομάτηδες και μερακλήδες. Και οι γυναίκες τους ψηλές, αφράτες, ηδυντικές και ευφραντικές, εξωτικά μπαχαρικά. Πρωτοξαδέρφες των γυναικών της Λάρισας, ίσως και ετεροθαλείς αδερφές. Τις φοράδες μάνες τους, τις βάτεψε, καθώς φαίνεται το ίδιο ρούσικο αγριάλογο, που στο αλλοπαρμένο διάβα του, έσπερνε παντού μούλικα αγήτευτα αγρίμια και μπάσταρδες καλλονές. Θυμάμαι ως τώρα τη μεσόκοπη φιλόλογο στο Γυμνάσιο, με κότσο και γυαλιά πρεσβυωπίας, να προσπαθεί να με κάνει να καταλάβω τους στίχους του Παλαμά: «ξένη ανθοβολιά σε ντόπιο χώμα», με όρους φυτοβοτανολογίας. Μετά από χρόνια το κατάλαβα..
Κυριακή πρωί. Βελβενδός. Η ανάβαση για το όρος των μουσών ξεκινά. Ο Βελβενδός πνιγμένος στις ροδακινιές και στα τρεχούμενα νερά. Ο πρωινός οργασμός της Μακεδονικής άνοιξης, μας προϊδεάζει για τους καρπούς του καλοκαιριού. Κι ο εραστής χειμώνας, ετοιμάζεται να πέσει σε βαθύ ύπνο, όπως και κάθε άλλος εραστής μετά τη συνουσία.
Ανάβαση. Δύο υπέροχοι Κοζανίτες, οδηγούν το παλιάσκερο. Ρε καρντάση, μου λέει ο ένας, φαίνεσαι γερό παιδί και αλέγκρο, θα με ξαλαφρώσεις λίγο; Ότι θέλεις πατριώτη, του αποκρίνομαι. Και βγάζει δυο μποτίλιες τσίπουρο. Έχω άλλες τέσσερις μου λέει. Πως θα βγάλουμε το βράδυ στο καταφύγιο; Το τοπίο αντάρτικα ανταριασμένο, και πιο πάνω χιονισμένο. Οι ανάσες γρήγορες, κοφτές και ρυθμικές, σαν το χτύπο του παλιού ξυπνητηριού. Τα βήματα αργά και ζυγισμένα, θαρρείς χορός ηπειρώτικος. Και το σφύριγμα το Κοζανίτη, συνεχές, αδιάκοπο. Σα ν΄άκουγες ταυτόχρονα τα χάλκινα του Μπρέγκοβιτς, τα κλαρίνα των Χαλκιάδων, τα βιολιά των Κονιτοπουλαίων, τις Μυκονιάτικες τσαμπούνες, τις κοντυλιές των Κρητικών λυράρηδων. Όλη η Ελλάδα, όλα τα Βαλκάνια, ένα σφύριγμα.
Καταφύγιο Μερκούρης Κυρατσούς. Οι Κοζανίτες άνοιξαν βήμα. Έφτασαν πρώτοι. Τα είχαν ετοιμάσει όλα σαν καλοί νοικοκυραίοι. Στο τζάκι καίγονταν τρία χοντρά πελέκια, η πετρελαιογεννήτρια στο φουλ. Πλαστικά ποτηράκια με τσιπουράκι για την υποδοχή των μουσαφιραίων. Κι΄ένα περίεργο γλυκό, κάτι μεταξύ ραβανί και χαλβά, πεσκέσι από την κυρία Προέδρου Ορειβατικού Συλλόγου Βελβενδού. Το γλέντι κράτησε μέχρι αργά. Ευτυχώς την άλλη μέρα δεν είχαμε πολύ κόπο. Η κορυφή ήταν κοντά. Μια ώρα σκάρτη. Οι μισοί προτίμησαν το άγιο τσιπουράκι.
Κατάβαση. Τραγουδάγανε όλοι. Ο καθένας το σκοπό του. Άλλος νησιώτικα, άλλος ρεμπέτικα, άλλος σουξέ της εποχής. Η πιτσιρίκα της παρέας, αρκέστηκε στο walkman. Κι΄ο μπάρμπα – Χρήστος το χαβά του: «Βροντάει ο Όλυμπος, αστράφτει η Γκιόνα, μουγκρίζουν τ΄ Άγραφα, σειέται η Στεριά, στ΄Άρματα – στ΄Άρματα..». Παλιός αντάρτης, είχε φάει τα βουνά με το κουτάλι. Είχε φάει και τρεις σφαίρες όπως μας έλεγε, στο Βίτσι κατά την οπισθοχώρηση. Γερό σκαρί.
Ο μπάρμπα – Χρήστος έκανε πολύ παρέα με τον κυρ – Κώστα. Παλιός χωροφύλακας αυτός. Ήταν κοντοχωριανοί. Απ΄το Μικρό Χωριό ο ένας, απ’ το Μεγάλο ο άλλος. Ένα ποτάμι τους χώριζε. Κάποια εποχή όμως παραφούσκωσε κι επνιξε πολλά παλικάρια, και απ΄το΄να χωριό, και από τ΄άλλο. Ήταν απόλαυση να τους αφουγκράζεσαι. Καμιά φορά τσακώνονταν για παλιές ιστορίες. Τις πιο πολλές ξεκαρδίζονταν στα γέλια, σα να αγγελοθωρούσαν.. Και σιγοτραγούδαγαν: «Κίνησαν τα καράβια, να παν στην ξενιτιά, τα καημένα». Είχαν κι΄οι δυο παιδιά μακριά. Ο Δεξιός στην Αμερική, ο Αριστερός στη Γερμανία...
Επιστροφή. Ύπνος βαθύς στο σκοτεινό λεωφορείο, κι΄ονείρατα αλαφροΐσκιωτα, μπερδεμένα, ακατάληπτα...

12 σχόλια:

marilia είπε...

Εύγε! Πολύ ωραίο κείμενο! :)

Παιδίσκη ερωμένη είπε...

Για Γρεβενά δεν είδα τίποτα,
και συγχύζομαι...

soulmates είπε...

xeimaros...
me mia anasa to diavasa...
filia

candy's τετραδιάκι είπε...

Πολυ καλο..!
Πολυ εκδρομικο...:)

Alkyoni είπε...

ναι ωραία όλα αυτά...παραξενεύτηκα με το team member κόκκινα χείλη...
τί είναι αυτό;;;
ΔΕΝ σου ανήκει πλέον το μπλογκ;;;
:|

Ανώνυμος είπε...

Αλκυόνη μου τα κόκκινα χείλη είναι πλέον συγκάτοικος!!!

Το Βελβενδός εμείς το λέμε Βελβεντό...

Ετσι έτσι οι νότιοι ανακαλύψτε το Βορρά!!!

Ασκαρδαμυκτί είπε...

Παιδιά, πράγματι, πολύ ωραίο το κειμενάκι!
Σας υπενθυμίζω όμως ότι συγγραφέας του είναι ο "Ανώνυμος ο Έλλην", γνωστός επισκέπτης του μλογκακίου και ... προσφάτως ... έκτακτος (και με τις δύο έννοιες)συνεργάτης!

Αλκυόνη μου, θα στο πω πιο απλά:
τα "κόκκινα χείλη" τα σπίτωσα...

Το Σαββατοκύριακο θα είναι αφιερωμένο στο ... βατραχάκι μας!
΄
Αλήθεια, τόσο καιρό είμαι με το Μαράκι και κανένας από σας δεν αναρωτήθηκε πώς τα πάμε ... σεξουαλικά;
Το Μαράκι έχει τη συνήθεια να κρατάει ημερολογόγιο, το βρήκα στο κομωδίνο της και σας το παρουσιάζω!
Άντε, να φεύγω για το εξοχικό της Ουρανούπολης γιατί η γυναίκα μου παραπονιέται ότι την ξέχασα...
Σας περιμένουμε αύριο...

Αλητισσα είπε...

κι εγω θελω εκδρομη!!!!!

3 parties a day είπε...

Το ωραιότατο αυτό κείμενο, θα μπορούσε πάντως να είναι και δικό σου...

candy's τετραδιάκι είπε...

Aληθεια ασκαρδαμυκτακο μου πως τα πατε σεξουαλικα?:PPPP

Xexexexexexe

Παιδίσκη ερωμένη είπε...

Μια χαρά τα πάνε Κάντυ μου...
Μη ξύνεις πληγές.. κλαψ

Ασκαρδαμυκτί είπε...

Αλήτισσα, εκδρομή να σε πάει ο αντρούλης σου!

3 parties, μη θέλουμε όλα τα ωραία δικά μας!

Καλά σου λέει βρε καντουλίνιο η Παιδίσκη! Φουντώνει εύκολα το κορίτσι μας...