Το καφέ-μπαρ της γωνίας ήταν κακόφημο.
Γυναίκες δεν τολμούσαν να μπουν.
Ή, μάλλον, όσες έμπαιναν το έκαναν με δική τους ευθύνη!
Το μαγαζί άνοιγε στις 7 κάθε πρωί.
Ο μπάρμαν πήγαινε απ’ τις 5. Για σφουγγάρισμα, προμήθειες και τα σχετικά...
Κάθε μέρα, αξημέρωτα, πέντε και τέταρτο τζαστ, χτυπούσα την πόρτα του μαγαζιού.
Ο μπάρμαν μου ’κανε τη χάρη να μου ανοίγει και να μ’ αφήνει να κάθομαι σε ένα σκαμπό.
Ό,τι έπινα μέχρι τις 7 ήταν κερασμένο απ’ το μαγαζί.
Ακριβώς στις 7 μου έλεγε «Λοιπόν, ανοίγω, από δω και πέρα ό,τι πιεις το πληρώνεις»!
Είχα πάντα μερικά κέρματα στην τσέπη.
Ίσα που έφταναν για το πρώτο ποτό.
Πάντα είχα την ελπίδα πως μετά όλο και κάποιος θα βρίσκονταν να με κεράσει...
Στην πραγματικότητα ήμουν απλά ένα «αγοράκι», την ώρα που όλοι οι άλλοι προσπαθούσαν να βρούνε δουλειά, να κάνουν λεφτά και τα ρέστα...
Εγώ, όμως, έμενα καθημερινά κρυμμένος στο σκοτεινό μπαρ.
Έτσι, δεν έπρεπε να δουλεύω οχτώ ώρες τη μέρα, να χτυπάω κάρτα, να οδηγώ αμάξι, να παρακολουθώ τα πολιτικά...
Ήταν μια καλή κρυψώνα!
Το μόνο που έπρεπε να κάνω ήταν να κάθομαι και να περιμένω...
Πίστευα πως όλο και κάτι συναρπαστικό θα γινόταν εκεί μέσα.
Αλλά δεν συνέβη ποτέ τίποτα. Ήταν όλα πολύ συνηθισμένα...
Στις δύο το πρωί το μαγαζί έκλεινε.
Πήγαινα στο υπόγειο διαμερισματάκι να κοιμηθώ λιγάκι.
Γιατί στις 5 έπρεπε να σηκωθώ...
Γυναίκες δεν τολμούσαν να μπουν.
Ή, μάλλον, όσες έμπαιναν το έκαναν με δική τους ευθύνη!
Το μαγαζί άνοιγε στις 7 κάθε πρωί.
Ο μπάρμαν πήγαινε απ’ τις 5. Για σφουγγάρισμα, προμήθειες και τα σχετικά...
Κάθε μέρα, αξημέρωτα, πέντε και τέταρτο τζαστ, χτυπούσα την πόρτα του μαγαζιού.
Ο μπάρμαν μου ’κανε τη χάρη να μου ανοίγει και να μ’ αφήνει να κάθομαι σε ένα σκαμπό.
Ό,τι έπινα μέχρι τις 7 ήταν κερασμένο απ’ το μαγαζί.
Ακριβώς στις 7 μου έλεγε «Λοιπόν, ανοίγω, από δω και πέρα ό,τι πιεις το πληρώνεις»!
Είχα πάντα μερικά κέρματα στην τσέπη.
Ίσα που έφταναν για το πρώτο ποτό.
Πάντα είχα την ελπίδα πως μετά όλο και κάποιος θα βρίσκονταν να με κεράσει...
Στην πραγματικότητα ήμουν απλά ένα «αγοράκι», την ώρα που όλοι οι άλλοι προσπαθούσαν να βρούνε δουλειά, να κάνουν λεφτά και τα ρέστα...
Εγώ, όμως, έμενα καθημερινά κρυμμένος στο σκοτεινό μπαρ.
Έτσι, δεν έπρεπε να δουλεύω οχτώ ώρες τη μέρα, να χτυπάω κάρτα, να οδηγώ αμάξι, να παρακολουθώ τα πολιτικά...
Ήταν μια καλή κρυψώνα!
Το μόνο που έπρεπε να κάνω ήταν να κάθομαι και να περιμένω...
Πίστευα πως όλο και κάτι συναρπαστικό θα γινόταν εκεί μέσα.
Αλλά δεν συνέβη ποτέ τίποτα. Ήταν όλα πολύ συνηθισμένα...
Στις δύο το πρωί το μαγαζί έκλεινε.
Πήγαινα στο υπόγειο διαμερισματάκι να κοιμηθώ λιγάκι.
Γιατί στις 5 έπρεπε να σηκωθώ...
11 σχόλια:
Σε ποιο μπαρ είπες δουλεύει η σερβιτόρα; Πάντα έτσι ντύνεται στη δουλειά;
Μεγάλος λυγούρης είσαι αδελφάκι μου...
Μετά από δυο παιδιά, το δικαιούμαι...
Εξακολουθείς να μην είσαι καλά, η μπαργούμαν, όμως, είναι καλή...
έκανες και δεύτερο ρε καρπερέ;
Αμάν ρε μορταλάκο με τα βυζιά της μπαργούμαν. Πολύ γεώδες και υλικό φρόνημα έχετε...
πραγματικά περίμενα κάτι πολύ καλύτερο από το στις 5 πήγαινα να κοιμηθώ.
ραντεβού στις πέντε!
Αν πήγαινες απ'τις 5 για την μπαργούμαν χαλάλι σου αλλά για ποτό τότε έχεις πρόβλημα Ασκαρούλη!
Μανούλι, στις 2 πήγαινα να κοιμηθώ και στις 5:15 χτυπούσα την πόρτα του μπαρ να μου ανοίξουν...
Σάμμυ, ναι... στις 5 στην πλατεία Σουηδίας!
Ζουζού, σώπα καλέ!
Πρόβλημα εγώ;
Καλησπέρα ασκαρούλη...ε,εμ ό-λοι αυτό το...'συναρπαστικό'περιμένουν στη ζωή τους...που όμως ΔΕΝ γίνεται πο-τέ...απλά το περιμένουμε,πάντα και ζούμε γι'αυτό...αλλά αυτό ή αργεί πολύυυ να έρθει,ή δ εν έρχεται ποτέ...έτσι είναι...ωραία ιστοριούλα πάντως...το τραγουδάκι,πολύ ωραίο και αγαπημένο...καλησπέρες....και φιλούμπες.....
Ρε Άθη, πολύ μόρτικο αυτό το «φιλούμπες»!
Δημοσίευση σχολίου