Χρειαζόμουν επειγόντως απομόνωση. Έπρεπε να ξεφύγω για λίγο από έγνοιες κι από γυναίκες...
Έστησα τη σκηνούλα μου σε μια περιοχή ήσυχη, μακριά απ' τα μπαρ, τα ξενοδοχεία και τους θορύβους.
Στα πεντακόσια μέτρα ένας ντόπιος είχε φτιάξει μια παράγκα, κάτι σαν καντίνα. Πάνω στην άμμο είχε βάλει ψάθινες καρέκλες και κάτι σαν τραπεζάκια, φτιαγμένα από κορμούς δέντρων.
Εντελώς ξαφνικά, ή, τουλάχιστον, έτσι μου φάνηκε, εμφανίζονται τρεις κοπέλες που λικνίζονταν στους ρυθμούς ρέγγε που έβγαινε από αόρατα μεγάφωνα στο εσωτερικό της παράγκας. Ήταν μαυρούλες και λαχταριστές...
Κάθισα σε μια καρέκλα κι αγνάντευα τη σκοτεινή θάλασσα. Κάπου απέναντι ήταν το Μαϊάμι.
Το σάντουιτς με τυρί και σαλάμι ήταν υποφερτό. Αλλά η μπύρα χλιαρή, αφού δεν υπήρχε ψυγείο λόγω έλλειψης ηλεκτρικού...
Πάλι ξαφνικά με πλησιάζει ένας νεαρός μαυρούλης μαζί με μια απ' τις κοπέλες που χόρευαν.
"Θέλεις γυναίκα;"
Η κοπέλα φορούσε λευκό κολλητό παντελόνι και λευκό πουκάμισο χωρίς σουτιέν. Τα χείλη της θύμιζαν άγουρες φράουλες. Οι θηλές της τέντωναν το ύφασμα και πρόβαλλαν στητές σαν κάνες περιστρόφου! Είχα να πάω με μαύρη απ' την Αθήνα. Οι καλύτερες έκαναν πιάτσα στην Κολλιάτσου...
"Ναι!"
Εκείνος κάτι της είπε στη γλώσσα της κι έφυγε. Η κοπέλα έκατσε δίπλα μου με το βλέμμα στραμμένο στον ορίζοντα. Είχε γνωρίσει αρκετούς Έλληνες. Ήταν εύθυμοι και πλακατζήδες!
Παρήγγειλα μια μπύρα για πάρτη της.
Το δέρμα της ήταν απαλό και μοσχοβολούσε. Ανέδυε ένα άρωμα φυκιών και πεύκου. Της φίλησα τον καρπό της και με κοίταξε τρυφερά...
Είχε γνωρίσει άντρες κάθε εθνικότητας. Παρήγγειλα κι άλλη μπύρα.
Κανονίσαμε να πάμε πιο πέρα. Είχε το δικό της στέκι. Μια λακκούβα που την έκρυβαν κάτι θάμνοι.
Την πλήρωσα προκαταβολικά κι έβαλε τα λεφτά στην τσέπη του παντελονιού της.
Γύρω μας ακούγονταν αναστεναγμοί και φωνές. Κάποιοι είχαν προηγηθεί. Οι άλλες δυο κοπέλες δεν φαίνονταν πουθενά...
Γδυθήκαμε και ξαπλώσαμε στη λακκούβα.
Η σάρκα της ήταν σφιχτή. Της άνοιξα τα πόδια και τη χάιδεψα κάτω απ' την κοιλιά. Υγρές σταγόνες κόλλησαν στα δάχτυλά μου...
Κι ύστερα κάτι έγινε και χάλασε η μαγεία!
Εμφανίστηκε ο νεαρός που την έφερε και κάτι της είπε. Μιλούσαν έντονα. Εκείνη άρχισε να ντύνεται βιαστικά.
"Ποιος είν' αυτός;", τη ρώτησα.
"Ο αδελφός μου!"
"Και τι συμβαίνει;"
"Η αδελφή μου", είπε με λυγμό, "την μαχαίρωσε έναν Μεξικάνος πελάτης της!"
"Πού;"
"Σε μια λακκούβα πέρα από δω"
Σκέφτηκα να ζητήσω τα λεφτά μου πίσω, μα δεν το έκανα.
Ντύθηκα και τράβηξα προς τις ψαροταβέρνες.
Γούσταρα να φάω χταπόδι στα κάρβουνα. Να πιώ και κάμποσο ρούμι. Για να χωνέψω το χταπόδι και το φιάσκο.
Απόψε δεν με ήθελε...
Έστησα τη σκηνούλα μου σε μια περιοχή ήσυχη, μακριά απ' τα μπαρ, τα ξενοδοχεία και τους θορύβους.
Στα πεντακόσια μέτρα ένας ντόπιος είχε φτιάξει μια παράγκα, κάτι σαν καντίνα. Πάνω στην άμμο είχε βάλει ψάθινες καρέκλες και κάτι σαν τραπεζάκια, φτιαγμένα από κορμούς δέντρων.
Εντελώς ξαφνικά, ή, τουλάχιστον, έτσι μου φάνηκε, εμφανίζονται τρεις κοπέλες που λικνίζονταν στους ρυθμούς ρέγγε που έβγαινε από αόρατα μεγάφωνα στο εσωτερικό της παράγκας. Ήταν μαυρούλες και λαχταριστές...
Κάθισα σε μια καρέκλα κι αγνάντευα τη σκοτεινή θάλασσα. Κάπου απέναντι ήταν το Μαϊάμι.
Το σάντουιτς με τυρί και σαλάμι ήταν υποφερτό. Αλλά η μπύρα χλιαρή, αφού δεν υπήρχε ψυγείο λόγω έλλειψης ηλεκτρικού...
Πάλι ξαφνικά με πλησιάζει ένας νεαρός μαυρούλης μαζί με μια απ' τις κοπέλες που χόρευαν.
"Θέλεις γυναίκα;"
Η κοπέλα φορούσε λευκό κολλητό παντελόνι και λευκό πουκάμισο χωρίς σουτιέν. Τα χείλη της θύμιζαν άγουρες φράουλες. Οι θηλές της τέντωναν το ύφασμα και πρόβαλλαν στητές σαν κάνες περιστρόφου! Είχα να πάω με μαύρη απ' την Αθήνα. Οι καλύτερες έκαναν πιάτσα στην Κολλιάτσου...
"Ναι!"
Εκείνος κάτι της είπε στη γλώσσα της κι έφυγε. Η κοπέλα έκατσε δίπλα μου με το βλέμμα στραμμένο στον ορίζοντα. Είχε γνωρίσει αρκετούς Έλληνες. Ήταν εύθυμοι και πλακατζήδες!
Παρήγγειλα μια μπύρα για πάρτη της.
Το δέρμα της ήταν απαλό και μοσχοβολούσε. Ανέδυε ένα άρωμα φυκιών και πεύκου. Της φίλησα τον καρπό της και με κοίταξε τρυφερά...
Είχε γνωρίσει άντρες κάθε εθνικότητας. Παρήγγειλα κι άλλη μπύρα.
Κανονίσαμε να πάμε πιο πέρα. Είχε το δικό της στέκι. Μια λακκούβα που την έκρυβαν κάτι θάμνοι.
Την πλήρωσα προκαταβολικά κι έβαλε τα λεφτά στην τσέπη του παντελονιού της.
Γύρω μας ακούγονταν αναστεναγμοί και φωνές. Κάποιοι είχαν προηγηθεί. Οι άλλες δυο κοπέλες δεν φαίνονταν πουθενά...
Γδυθήκαμε και ξαπλώσαμε στη λακκούβα.
Η σάρκα της ήταν σφιχτή. Της άνοιξα τα πόδια και τη χάιδεψα κάτω απ' την κοιλιά. Υγρές σταγόνες κόλλησαν στα δάχτυλά μου...
Κι ύστερα κάτι έγινε και χάλασε η μαγεία!
Εμφανίστηκε ο νεαρός που την έφερε και κάτι της είπε. Μιλούσαν έντονα. Εκείνη άρχισε να ντύνεται βιαστικά.
"Ποιος είν' αυτός;", τη ρώτησα.
"Ο αδελφός μου!"
"Και τι συμβαίνει;"
"Η αδελφή μου", είπε με λυγμό, "την μαχαίρωσε έναν Μεξικάνος πελάτης της!"
"Πού;"
"Σε μια λακκούβα πέρα από δω"
Σκέφτηκα να ζητήσω τα λεφτά μου πίσω, μα δεν το έκανα.
Ντύθηκα και τράβηξα προς τις ψαροταβέρνες.
Γούσταρα να φάω χταπόδι στα κάρβουνα. Να πιώ και κάμποσο ρούμι. Για να χωνέψω το χταπόδι και το φιάσκο.
Απόψε δεν με ήθελε...
22 σχόλια:
Ελπίζω να μη θυμώσει η Κατερίνα που ανέβασα τη φωτογραφία της...
εμ τα έχει τα ρίσκα του το θέμα σενιόρ Ασκάρ.
A, ρε ιερόσυλε! Έχεις χάρη που οι φίλες μου δεν είναι κάργιες σαν κι εμένα!
Δε βαριέσε βρε Μανούλα, πάνω απ' όλα ψυχραιμία και ... "δεν βαριέσαι αδελφέ"!
Αστέρω, κορμάρα η φίλη σου, έτσι;
Kαι μυαλάρα η φίλη μου, έτσι; Κι άλλα πολλά η φίλη μου! Ρεμάλι! Ε, ρεμάλι!
Χταπόδι μωρέ να χωνέψεις το φιάσκο?
Και το χταπόδι πως το χώνεψες μετά!
Κάτι θα βρήκες δεν μπορεί!
Χμμμ... ρούμι για να χωνέψω το χταπόδι και το φιάσκο!
Μπερδέψαμε τα ... χταποδοποδάρια μας!
Διακοπές στην Κούβα λοιπόν: οι μισοί πάνε για σεξ και τα σχετικά και οι άλλοι μισοί για Hasta Siempre και προσκύνημα στη Σάντα Κλάρα. Έχω υπόψη μου παρέες που πήγαν και έφυγαν τσακωμένοι... Μονόχνωτοι, δεν μπορούσαν να τα συνδυάσουν!!
Σωστό σε βρίσκω να μη ζητήσεις τα χρήματα πίσω..
κάπως πρέπει να ζήσουν και αυτοί..
αν δεν υπήρχαν αλτρουιστές σαν εσένα...τι θα έκαναν?
Αυτό που δεν κατάλαβα είναι "το χταπόδι στα κάρβουνα"...
τόσο δρόμο για χταπόδι στα κάρβουνα!..και λίγα έπαθες..
Ορεινέ, θέτεις ένα απ' τα μεγαλύτερα προβλήματα της εποχής μας: την αδυναμία να συνυπάρξουμε. Γι' αυτό και γύρω μας σπάνια βλέπουμε μια υγιή σχέση, φιλική, ερωτική, συζυγική ή συγγενική!
Λίγοι γνωριζουν και εφαρμόζουν τον "χρυσό κανόνα": "δεν παίζεις μόνο εσύ, υπάρχουν κι άλλοι"!
Αυτός είναι και ο τίτλος ενός πολύ ενδιαφέροντος βιβλίου του Νίκου Σιδέρη, εκδόσεις Μεταίχμιο.
Τάκη, όσο ήσουν στα Παρίσια σε βλέπαμε συχνότερα.
Που λες, ακόμα τα κλαίω εκείνα τα 5 δολαριάκια! Πώς να το κάνουμε; Είμαι λίγο ... σκρουτζάκος!
υ.γ.: πώς το παθες ρε χαμένες και τα ΄ριξες στην Κατερινούλα της φωτογραφίας; Φοβήθηκες τις απειλές της Καλλιανέζενας;
Ο Τάκης είναι κύριος και να πλένεις το στόμα σου με αγιασμό αγιορείτικο, όταν τον πιάνεις στο στόμα σου, γεροντομπεμπέκε μούχλα που θα μας μιλήσεις και για την Κούβα, ό,τι θυμάσαι χαίρεσαι! Να εύχεσαι κακομοίρη μου να μη δω προκοπή οικονομικά και κατέβω Ελλάδα, γιατί θα σε περιλάβω με το σκουπόξυλο και πού σε πονεί και πού σε σφάζει! Και σε κάθε μία που θα τρως θα τραγουδάς και τον ύμνο της Δ' Διεθνούς πριν πας εθελοντής στο γκούλαγκ σου!
Είπον!
Δεν γίνεται να τραγουδήσω καλύτερα τον ύμνο της ΕΠΟΝ του Βύρωνα;
Άσε Αστερούλα, τον τελευταίο καιρό βλέπω κάτι περίεργα όνειρα.
Τη μια πως πολεμάω στον Ισπανικό Εμφύλιο εναντίον του Φράνκο και την άλλη πως είμαι γαυριάς-σαλταδόρος στον Βύρωνα τον καιρό της Κατοχής!
Ξυπνάω, πιάνω χαρτί και μολύβι και γράφω...
Κάποια στιγμή θα τα κάνω ποστάκια. Θέλετε;
Εσύ επί Κατοχής ήσουν στην Αχτίδα Μοσχάτο-Καλλιθέα-Νέα Σμύρνη.
Είχαμε κόντρα ποιος θα βγάλει περισσότερα "χωνιά" στους δρόμους!
Σας κερδάγαμε γιατί μαζί μας είχαμε και τους Καισαριανιώτες...
Πού να στα λέω Ελενίτσα...
Εγω να σου πω ιστορίες απο τον Πελοποννησιακό πόλεμο....
εκεί, έξω απο την Ελευσίνα πως τσακίσαμε τους Αθηναίους...
Φιλί στην Αστέρω.
Ρε ουρτ από δω, που θα πουλήσετε και αντριλίκι στους Αθηναίους!
Θυμάσαι ρε χαμένε το 425 π.Χ. τι μεγάλο χουνέρι σας κάναμε στην Πύλο;
Ο Δημοσθένης με 600 νοματαίους σας πήρε το ντου, πληγώσαμε το βασιλιά σας Βρασίδα, του πήραμε την ασπίδα και τη στήσαμε τρόπαιο;
Κι όταν σε λίγες μέρες ήρθαν και τα πλοία μας, εσείς, παλιόκοτες λιράτες, κλειστήκατε στο λιμάνι του Ναυαρίνου και δεν τολμούσατε να ξεμυτήσετε!
Αλλά εμείς μπουκάραμε και απ' τα δύο στόμια και σας πήραμε και τα σώβρακα!
Μάθε του ιστορία βρε συ Αστέρω!
Φίλε μου, άλλη φορά να προσέχεις τις λακούβες!
Ό,τι έχει να κάνει με τρύπα, θέλει μεγάλη προσοχή φίλε Σαλωνίτη!
Η Αστέρω ρε κακομοίρη άλλα πράγματα θέλω να με μάθει ..
οχι ιστοριούλες για τα κρύα χειμωνιάτικα βράδια..
ΥΓ εσύ κουπί τραβούσες στο Ναυαρίνο?..κάπου σε πήρε το μάτι μου..
Εγώ φύλαξα την ασπίδα του Βρασίδα!
Τη κρατάω καλά κρυμμένη, μαζί με την αιματοβαμμένη σημαία του Πολυτεχνείου, σε μυστική κρυψώνα...
Εγω λέω να απλώσουμε τη σημαία να βάλουμε και την ασπίδα πάνω να βρούμε καλό χταπόδι, κόκκινο κρασί και να γιορτάσουμε τη σωτηρία του άσωτου ξεπουπουλιασμένου μπουρδελιάρη...φαντάσου να σε είχαν βρεί μέσα σε κανένα λάκο των αναστεναγμών...
Εμένα μόνο λάκος των λεόντων μου ταιριάζει!
Χμμμ... και ο "λάκος των θρυλεόντων" καλός είναι!
Τον έχει ξεσκίσει η Μπάρτσα τον βάζελο...
Eγώ πάλι λέω να αρχίσω να τρίβω λυχνάρια, μπας και βγει κανένα τζίνι να με γυρίσει πίσω στο χρόνο, να γίνω Σπαρτιάτισσα μάνα και να σας πετάξω στον Καιάδα!
Βρε, ανιστόρητοι, υπογράφτηκε επιτέλους συνθήκη ειρήνης μεταξύ Αθήνας και Σπάρτης επί δημαρχίας Αβραμόπουλου!
Υ.Γ. Το χταπόδι να είναι στα κάρβουνα και καλά γουλιασμένο! Και θέλω και φάβα!
Ο Αβραμόπουλος όλα τα υπέγραφε όλα τα μαχαίρωνε!
Μόνο αυτός θα μπορούσε ως Δήμαρχος να στήσει τη βάση του αγάλματος του Μεγαλέξανδρου, να γράψει με κίτρινα γράμματα πως το άγαλμα έγινε επί της δημαρχείας του, κι ακόμα η βάση να χάσκει μοναχούλα περιμένοντας υπομονετικά εδώ και 15 χρόνια να την πατήσει ο Βουκεφάλας...
Δημοσίευση σχολίου