Δω πάνω δεν έχει παραμύθια! Έχει θρύλους ευσεβείς... Σαν ανθισμένο δεντρί, και μιας κι είμαστε εδωνά, πρέπει να μάσουμε τον καρπό του θεού!
Αχ Θε μου, πού 'ναι τα κορίτσια τα έμορφα, τ' αρχαγγελικά, με τα μαλλιά τα γελαστά και τα βαθιά τα χρώματα στα μάτια; Να δουν και να θαμάξουν τον κήπο τούτο του Υμεναίου...
Στο Βατοπέδι, πλάι κει στο καθολικό είν' η εικόνα η σεπτή.
Ήταν εποχή, πάνε πάνω από επτά αιώνες, που 'χε φτάσει το μοναστήρι τούτο σε κραιπάλη! Είχε πάρει τον δρόμο τον άσχημο, του Σατανά...
Ήταν νύχτα, κοιμόντουσαν οι μοναχοί, αμπαρωμένη η Μονή. Και ξάφνου πλακώνει, σ' άγνοιά τους, στόλος βαρύς, πειρατικός. Οργή θεία και δίκαση επουράνια...
Είναι συνήθιο, ως νυχτώνει, τα κλειδιά της ξώπορτας να τα παραδίνει ο πορτάρης στον ηγούμενο. Βάζει αυτός μετάνοια στην Παναγιά και τα κρεμάει κάτουθέ της, σ' ένα καρφί, να φυλάει τη νύχτα η αμάραντη το μοναστήρι.
Πάει το πρωί ο καθηγούμενος να πάρει τα κλειδιά, ν' ανοίξουνε οι πύλες. Βάνει μετάνοια της Παναγιάς, μα κείνη η άχραντη βγάζει γλώσσα και φωνή και λέγει: "ετοιμαστείτε να διώξετε τους πειρατές που οπ' ούναι και πλακώσαν"!
Τότες παίρνει άγρια μορφή κι ανταριασμένη το Παιδί, ο Ιησούς που κείται στην αγκάλη της, κι απλώνει το χεράκι του το στόμα της να φράξει!
"Μην τους σώζεις μητέρα" ήταν σα να 'λεγε, "γιατί είν' ανάξιοι της σωτηρίας οι κακοδαιμονισμένοι, κι τα λεφούσια οι πειρατές ειν' του Πατρός μου η τιμωρία"!
Μα πρόφτασε ο ηγούμενος κι άκουσε τον κίνδυνο κι ούτε τις πύλες άνοιξε, και διάταξε να ετοιμάσουν τους σωλήνες με τα βραστά νερά και τάνυσαν τα τόξα από τις πολεμίστρες. Και τους ζουμάτιξαν και τους ετόξεψαν τους πειρατές, κι έκοψαν όσους τόλμησαν στο κάστρο να ανέβουν.
Κι εσώθηκε το μοναστήρι χάρη της Παναγιάς, και της εβάλαν μετάνοιες πολλές. Μα μένει ακόμα σηκωμένο το χέρι του Παιδιού να φράζει το πάνσεπτο το στόμα!
Και πάμπολλα είν' τα θάματα που κάνει τούτη η Εικόνα. Ένα μονάχα δεν μπορεί να κάνει: τους αδιόρθωτους να διορθώσει!
Αχ Θε μου, πού 'ναι τα κορίτσια τα έμορφα, τ' αρχαγγελικά, με τα μαλλιά τα γελαστά και τα βαθιά τα χρώματα στα μάτια; Να δουν και να θαμάξουν τον κήπο τούτο του Υμεναίου...
Στο Βατοπέδι, πλάι κει στο καθολικό είν' η εικόνα η σεπτή.
Ήταν εποχή, πάνε πάνω από επτά αιώνες, που 'χε φτάσει το μοναστήρι τούτο σε κραιπάλη! Είχε πάρει τον δρόμο τον άσχημο, του Σατανά...
Ήταν νύχτα, κοιμόντουσαν οι μοναχοί, αμπαρωμένη η Μονή. Και ξάφνου πλακώνει, σ' άγνοιά τους, στόλος βαρύς, πειρατικός. Οργή θεία και δίκαση επουράνια...
Είναι συνήθιο, ως νυχτώνει, τα κλειδιά της ξώπορτας να τα παραδίνει ο πορτάρης στον ηγούμενο. Βάζει αυτός μετάνοια στην Παναγιά και τα κρεμάει κάτουθέ της, σ' ένα καρφί, να φυλάει τη νύχτα η αμάραντη το μοναστήρι.
Πάει το πρωί ο καθηγούμενος να πάρει τα κλειδιά, ν' ανοίξουνε οι πύλες. Βάνει μετάνοια της Παναγιάς, μα κείνη η άχραντη βγάζει γλώσσα και φωνή και λέγει: "ετοιμαστείτε να διώξετε τους πειρατές που οπ' ούναι και πλακώσαν"!
Τότες παίρνει άγρια μορφή κι ανταριασμένη το Παιδί, ο Ιησούς που κείται στην αγκάλη της, κι απλώνει το χεράκι του το στόμα της να φράξει!
"Μην τους σώζεις μητέρα" ήταν σα να 'λεγε, "γιατί είν' ανάξιοι της σωτηρίας οι κακοδαιμονισμένοι, κι τα λεφούσια οι πειρατές ειν' του Πατρός μου η τιμωρία"!
Μα πρόφτασε ο ηγούμενος κι άκουσε τον κίνδυνο κι ούτε τις πύλες άνοιξε, και διάταξε να ετοιμάσουν τους σωλήνες με τα βραστά νερά και τάνυσαν τα τόξα από τις πολεμίστρες. Και τους ζουμάτιξαν και τους ετόξεψαν τους πειρατές, κι έκοψαν όσους τόλμησαν στο κάστρο να ανέβουν.
Κι εσώθηκε το μοναστήρι χάρη της Παναγιάς, και της εβάλαν μετάνοιες πολλές. Μα μένει ακόμα σηκωμένο το χέρι του Παιδιού να φράζει το πάνσεπτο το στόμα!
Και πάμπολλα είν' τα θάματα που κάνει τούτη η Εικόνα. Ένα μονάχα δεν μπορεί να κάνει: τους αδιόρθωτους να διορθώσει!
5 σχόλια:
Εξαιρετο!!!
Καλησπέρα. Τί είπες πάλι..
Οι αδιόρθωτοι από την Κύπρο..
Αυτούς μόνο ο Άι- Λαός μπορεί να τους τακτοποιήσει..
Μου αρέσουν οι παγανιστικές ιστορίες....
Πάω τώρα να ρίξω μια ματιά αν εχει κύμα στον Νείλο...με περιμένει μια φελούκα ..
Τώρα το διάβασα με ηρεμία και το χάρηκα.
Πότε θα αρχίσεις πάλι να γράφεις;
Δημοσίευση σχολίου