Τετάρτη, Απριλίου 8

Εσπρεσάκηδες, φραπεδάκηδες, καπουτσινάκηδες ...

... όπως όλοι γνωρίζετε στα καταστήματα που μας σερβίρουν τους καφέδες μας, μας πιάνουν τα οπίσθια υπερχρεώνοντας τα ροφήματα, κερδοσκοπώντας σε βάρος των απλών καταναλωτών.
Ένα απλό προϊόν που στα σούπερ μάρκετ κοστίζει ανάμεσα στα 0,75 - 4 ευρώ η συσκευασία, στα καφέ που βρίσκονται σε κεντρικά σημεία και στις περιοχές αναψυχής και διασκέδασης της Αθήνας, των μεγάλων αστικών κέντρων και των τουριστικών προορισμών, οι τιμές ξεπερνούν κάθε φαντασία.
Ένας ελληνικός καφές ξεκινάει από 2,5 ευρώ, η τιμή εκκίνησης του γαλλικού είναι στα 3 ευρώ, ενώ ο καπουτσίνο -ως προϊόν ιταλικής φινέτσας και μόδας- ξεκινάει στα 3,5 ευρώ. Όλα αυτά συμβαίνουν την ώρα, που στο εξωτερικό οι τιμές αυτών το υπηρεσιών, δεν ξεπερνούν ούτε κατά το ήμισυ των παραπάνω "ελληνικών" τιμών.
Συνήθως οι τιμές του καφέ εκτινάσσονται σε περιόδους πολέμου. Τελικά, η Ελλάδα βρίσκεται σε ακήρυχτο πόλεμο με τη γενιά των 700 ευρώ - τους συνήθεις πελάτες, λόγω ηλικίας, των καφετεριών. Τα παιδιά αυτά τιμούν τον παραδοσιακό τρόπο συνεύρεσης και κοινωνικοποίησης των Ελλήνων, δίνοντας με αυτό τον τρόπο ζωή και οικονομική στήριξη στις επιχειρήσεις και στους χιλιάδες εργαζόμενους αυτών.
Καλούμε, λοιπόν, όλους εσάς να διεκδικήσετε δυναμικά τον απαιτούμενο σεβασμό προς τον πελάτη, την τσέπη του και τη νοημοσύνη του. Το Σάββατο 11 Απριλίου 2009 δεν θα πάμε για τον καθιερωμένο καφέ με φίλους. Ας απολαύσουμε τη βόλτα μας στα μαγαζιά και στους δρόμους και ας μαζευτούμε στα σπίτια μας για καφέ. Αν λοιπόν αυτές οι επιχειρήσεις θέλουν να επιβιώσουν εν μέσω κρίσης, ας ρίξουν τις τιμές, προκειμένου να διατηρήσουν την πελατεία τους.
Σάββατο 11 Απριλίου 2009 Μποϊκοτάζ στις καφετέριες!



30 σχόλια:

marilia είπε...

Βόλτα χωρίς καφέ το Σάββατο, λοιπόν!

Τελικά... δε σαβουροακούς πάντα, ε; Πολύ όμορφο τραγούδι! :)

ΣΠΙΘΑΣ είπε...

Η σκυλίτσα είναι η "σαρδέλα" του Ράδιο-αρβύλα, ρε απροσέγγιστε;
Σε σπίτι θα "προσεγγίσουμε";:)

Ασκαρδαμυκτί είπε...

Σνουπίτσα, τω ξέρουμε... θα μας πιάσει στερητικό σύνδρομο, αλλά θα το παλαίψουμε ρε γμτ...

Σπίθα, την ξέρεις την παροιμία "λαγός την φτέρη κούναγε, κακό της κεφαλής του";

Δήμητρα είπε...

Όλοι στις παραλίες το Σάββατο με καφέ απ το σπίτι...Καλύτερα θα περάσουμε...

ΣΠΙΘΑΣ είπε...

Όχι δεν την ξέρω:)
Θα μου την μάθεις ρε γαύρε- πασόκε;

candy's τετραδιάκι είπε...

A...εγω αμα δεν τα "ακουμπησω" δεν μπορω!

Ειμαι παιδι του shoping therapy ακομα και στο καφε..!

;)

Αλεξάνδρα είπε...

Συμφωνώ απολύτως!

Καφεδάκι από το σπίτι το Σάββατο!

Αλητισσα είπε...

Ωραιότατο το μποϋκοτάζ..
Να το κάνετε εσείς που έχετε ακόμα χρόνο να πηγαίνετε για καφέ τα Σάββατα!!

Σπύρος είπε...

Σίγουρα η τιμή του καφέ είναι ακριβή για κάποιον που πάει σε καφετέρια για μια ωρίτσα ή και λιγότερο.
Οι πιτσιρικάδες όμως,Άσκαρ,με 3 ευρώ περνάνε όλο τους το απόγευμα πιάνοντας το τραπέζι,χτυπώντας ακόμα και 5άωρα.
Ας μην ξεχνάμε και τις δημοτικές αρχές που παίρνουν τρελά λεφτά για κάθε τετραγωνικό πεζοδρομίου.
Το σκάνδαλο στις τιμές του καφέ,είναι εκεί που η αξία του είναι σχεδόν μηδενική,στο χέρι δηλαδή!!

habilis είπε...

Σάββατο χωρίς καφέ.
Αν και με μποικοτάζ μιάς ημέρας δεν βλέπω να πάρουν χαμπάρι .

ZouZouna είπε...

Aυτά τα κόπυ πάστες μου την "δίνουν".
και ξανασχολιάζω...

Τι λέτε ρε, έφτασα 50 και άσε τι είχα απο το σπίτι μου, προσφέρω στον εαυτό μου, αρκετές πολυτέλειες.
Η γενιά των 700 να κάτσει σπίτι της. Θα έχουμε περισσότερη ησυχία να απολαύσουμε, εμείς η γενιά των 2000-3000 κλπ παραπάνω ευρώ (ναι ναι, δύο- τριών χιλιάδων ευρώ καλά διαβάσατε) ένα Σάββατο που μας μένει, φαγητό και καφέ έξω και δεν μου το στερώ. Α!

Candy, μην μασάς!
Ασκαρ, γιατι γκρινιάζεις?

Αστερόεσσα είπε...

O εσπρέσσος, άστα. Ό,τι και να πεις ταχύτατος παραμένει.

Ο καπουτσίνος.... Αααααχ, ο καπουτσίνος!

Δε βαριέσαι όμως... η πλειοψηφία των Ελλήνων στο φραπέ καταφεύγει παντοιοτρόπως.

(Πληρώστε τον καφέ, βόδια, από 3,5 έως 15 ευρώ. Εγώ τον πληρώνω 5 κορώνες και σε καλό καφέ 15-20 κορώνες, δηλαδή το πολύ 2,5 ευρώ με συνοδεία Baileys!)

Ασκαρδαμυκτί είπε...

Δήμητρα, από το Σάββατο τα βυζάκια έξω στις παραλίες;

Σπίθα, μάθε πρώτα απ' έξω τον εθνικό ύμνο κι έλα ύστερα να σε "προσεγγλισω"!

Καντούλα, εσύ παιδί μου είσαι γνωστή ... χλιδογκόμενα!

Αλεξάνδρα, κερνάς καφεδάκι στο σπιτάκι σου;
(καλώς μας ήρθες!)

Αλητούλα, εσύ πηγαίνες στη Χάνδακος τις Παρασκευές τα απογεύματα...

Σπύρο, η αλήθεια είναι πως στην Αθήνα οι δεξιοί δήμαρχοι τα τελευταία 20 χρόνια μάς έχουν ρημάξει στα δημοτικά τέλη.
Πάντως, το κόστος δεν πάει αναλογικά με την ώρα που πιάνεις το τραπέζι. Αν συνέβαινε αυτό, τότε το φραπόγαλο στη Σαλονίκη θα είχε 15 ευρώ! Τα καρντάσια εκεί πάνω χτυπάνε άνετα δεκάωρα στην παραλία...

Πρωτόγονε, δεν θα πάρουν χαμπάρι για μια μέρα, αλλά αν εγώ, π.χ., συνηθίσω να πίνω το κεφεδάκι μου στο σπιτάκι της Αλεξάνδρας, ξέρεις πόσα θα χάσουν;

Ζουζούνα, είναι περίοδο νηστείας και σεξουαλικής αποχής, οπότε είναι φυσικό να έχω λίγα νευράκια παραπάνω και να γκρινιάζω συνέχεια.
Πολύ ενδιαφέρουσες οι πληροφορίες για τα εισοδηματάκια σου... με παντρεύεσαι; (μόνο γάμο δέχομαι, θρησκευτικό με δόξα και τιμή!)
Τώρα, ως προς το άλλο: νομίζω πως εδώ και χρόνια το έχουμε ξεκαθαρίσει το πράγμα. Οι μπλόγκερς δεν είναι απλά μοναχικοί καβαλάρηδες. Δρουν και συλλογικά. Θυμάσαι το καλοκαίρι με τις φωτιές πόσες χιλιάδες μαζευτήκαμε στο Σύνταγμα;
Άλλο ότι μετά εσείς πήγατε και ψηφίσατε Καραμανλή (άμεσα ή έμμεσα) για να ολοκληρώσει το ... έργο του!

Ασκαρδαμυκτί είπε...

Αστερούλα, την Κυριακή θα φύγω για να μονάσω για κάμποσες μέρες. Μπορεί να στέλνω πού και πού μερικά θεοτικά ποστάκια. Σε αφήνω στο πόδι μου...
Στο στέκι μου στα Εξάρχεια πληρώνω τον νες με γάλα 3 ευρώ! Δεν είναι και υπερβολικά αν αναλογιστείς ότι διαβάζω και τις εφημερίδες όλων των θαμώνω...

Αστερόεσσα είπε...

Άσε το Σπιθουλίνι ήσυχο και μην το πειράζεις κι έλα να σε "προσεγγίσω" εγώ:

Σὲ γνωρίζω ἀπὸ τὴν κόψι
τοῦ σπαθιοῦ τὴν τρομερή,
σὲ γνωρίζω ἀπὸ τὴν ὄψι
ποὺ μὲ βία μετράει τὴν γῆ.

Ἀπ’ τὰ κόκαλα βγαλμένη
τῶν Ἑλλήνων τὰ ἱερά,
καὶ σὰν πρῶτα ἀνδρειωμένη,
χαῖρε, ὦ χαῖρε, Ἐλευθεριά!

Ἐκεῖ μέσα ἐκατοικοῦσες
πικραμένη, ἐντροπαλή,
κι ἕνα στόμα ἀκαρτεροῦσες,
«ἔλα πάλι», νά σου πῇ.

Ἄργειε νάλθῃ ἐκείνη ἡ μέρα,
κι ἦταν ὅλα σιωπηλά,
γιατί τὰ ’σκιαζε ἡ φοβέρα
καὶ τὰ πλάκωνε ἡ σκλαβιά.

Δυστυχής! Παρηγορία
μόνη σοῦ ἕμενε νὰ λὲς
περασμένα μεγαλεία
καὶ διηγώντας τα νὰ κλαῖς.

Καὶ ἀκαρτέρει καὶ ἀκαρτέρει
φιλελεύθερη λαλιά,
ἕνα ἐκτύπαε τ’ ἄλλο χέρι
ἀπὸ τὴν ἀπελπισιά,

Κι ἔλεες: «Πότε, ἅ, πότε βγάνω
τὸ κεφάλι ἀπὸ τσ’ ἐρμιές;».
Καὶ ἀποκρίνοντο ἀπὸ πάνω
κλάψες, ἄλυσες, φωνές.

Τότε ἐσήκωνες τὸ βλέμμα
μὲς στὰ κλάιματα θολό,
καὶ εἰς τὸ ροῦχο σου ἔσταζ’ αἷμα,
πλῆθος αἷμα ἑλληνικό.

Μὲ τὰ ροῦχα αἰματωμένα
ξέρω ὅτι ἔβγαινες κρυφὰ
νὰ γυρεύῃς εἰς τὰ ξένα
ἄλλα χέρια δυνατά.

Μοναχὴ τὸ δρόμο ἐπῆρες,
ἐξανάλθες μοναχή·
δὲν εἴν' εὔκολες οἱ θύρες
ἐὰν ἡ χρεία τὲς κουρταλῇ.

Ἄλλός σοῦ ἔκλαψε εἰς τὰ στήθια,
ἀλλ' ἀνάσασι καμμιά·
ἄλλος σου ἔταξε βοήθεια
καὶ σὲ γέλασε φρικτά.

Ἄλλοι, ὀϊμέ, στὴ συμφορά σου
ὀποῦ ἐχαίροντο πολύ,
«σύρε νὰ 'βρῃς τὰ παιδιά σου,
σύρε», ἔλεγαν οἱ σκληροί.

Φεύγει ὀπίσω τὸ ποδάρι
καὶ ὀλογλήγορο πατεῖ
ἢ τὴν πέτρα ἢ τὸ χορτάρι
ποὺ τὴ δόξα σοῦ ἐνθυμεῖ.

Ταπεινότατή σου γέρνει
ἡ τρισάθλια κεφαλή,
σὰν πτωχοῦ ποὺ θυροδέρνει
κι εἶναι βάρος του ἡ ζωή.

Ναί, ἀλλὰ τώρα ἀντιπαλεύει
κάθε τέκνο σου μὲ ὁρμή,
ποὺ ἀκατάπαυστα γυρεύει
ἢ τὴ νίκη ἢ τὴ θανῆ.

Ἀπ' τὰ κόκαλα βγαλμένη
τῶν Ἑλλήνων τὰ ἱερά,
καὶ σὰν πρῶτα ἀνδρειωμένη,
χαῖρε, ὦ χαῖρε, Ἐλευθεριά!

Μόλις εἶδε τὴν ὁρμή σου
ὁ οὐρανὸς ποὺ γιὰ τσ' ἐχθροὺς
εἰς τὴ γῆ τὴ μητρική σου
ἔτρεφ' ἄνθια καὶ καρπούς,

ἐγαλήνεψε· καὶ ἐχύθει
καταχθόνια μιὰ βοή,
καὶ τοῦ Ρήγα σοῦ ἀπεκρίθη
πολεμόκραχτη ἡ φωνή.

Ὅλοι οἱ τόποι σου σ' ἐκράξαν
χαιρετώντας σὲ θερμά,
καὶ τὰ στόματα ἐφωνάξαν
ὅσα αἰσθάνετο ἡ καρδιά.

Ἐφωνάξανε ὡς τ' ἀστέρια
τοῦ Ἰονίου καὶ τὰ νησιά,
κι ἐσηκώσανε τὰ χέρια
γιὰ νὰ δείξουνε χαρά,

μ' ὅλον ποὺ 'ναι ἀλυσωμένο
τὸ καθένα τεχνικά,
καὶ εἰς τὸ μέτωπο γραμμένο
ἔχει: «Ψεύτρα Ἐλευθεριά».

Γκαρδιακὰ χαροποιήθει
καὶ τοῦ Βάσιγκτον ἡ γῆ,
καὶ τὰ σίδερα ἐνθυμήθει
ποὺ τὴν ἔδεναν κι αὐτή.

Ἀπ' τὸν πύργο τοῦ φωνάζει,
σὰ νὰ λέῃ σὲ χαιρετῶ,
καὶ τὴ χήτη τοῦ τινάζει
τὸ λιοντάρι τὸ Ἰσπανό.

Ἐλαφιάσθη τῆς Ἀγγλίας
τὸ θηρίο, καὶ σέρνει εὐθὺς
κατὰ τ' ἄκρα τῆς Ρουσίας
τὰ μουγκρίσματα τσ' ὀργῆς.

Εἰς τὸ κίνημα τοῦ δείχνει,
πὼς τὰ μέλη εἴν' δυνατά·
καὶ στοῦ Αἰγαίου τὸ κύμα ρίχνει
μιὰ σπιθόβολη ματιά.

Σὲ ξανοίγει ἀπὸ τὰ νέφη
καὶ τὸ μάτι τοῦ Ἀετοῦ,
ποὺ φτερὰ καὶ νύχια θρέφει
μὲ τὰ σπλάχνα τοῦ Ἰταλοῦ·

καὶ σ' ἐσὲ καταγυρμένος,
γιατί πάντα σὲ μισεῖ,
ἔκρωζ' ἔκρωζ' ὁ σκασμένος,
νὰ σὲ βλάψῃ, ἂν ἠμπορῇ.

Ἄλλο ἐσὺ δὲν συλλογιέσαι
πάρεξ ποὺ θὰ πρωτοπᾷς·
δὲν μιλεῖς καὶ δὲν κουνιέσαι
στὲς βρισιὲς ὀποῦ ἀγρικᾷς·

σὰν τὸ βράχο ὀποῦ ἀφήνει
κάθε ἀκάθαρτο νερὸ
εἰς τὰ πόδια του νὰ χύνῃ
εὐκολόσβηστον ἀφρό·

ὀποῦ ἀφήνει ἀνεμοζάλη
καὶ χαλάζι καὶ βροχὴ
νὰ τοῦ δέρνουν τὴ μεγάλη,
τὴν αἰώνιαν κορυφή.

Δυστυχιά του, ὦ, δυστυχιά του,
ὀποιανοὺ θέλει βρεθεῖ
στὸ μαχαίρι σου ἀποκάτου
καὶ σ' ἐκεῖνο ἀντισταθεῖ.

Τὸ θηρίο π' ἀνανογιέται
πὼς τοῦ λείπουν τὰ μικρά,
περιορίζεται, πετιέται,
αἷμα ἀνθρώπινο διψᾷ·

τρέχει, τρέχει ὅλα τὰ δάση,
τὰ λαγκάδια, τὰ βουνά,
κι ὅπου φθάσει, ὅπου περάσει,
φρίκη, θάνατος, ἐρμιά·

Ἐρμιά, θάνατος καὶ φρίκη
ὅπου ἐπέρασες κι ἐσύ·
ξίφος ἔξω ἀπὸ τὴ θήκη
πλέον ἀνδρείαν σου προξενεῖ.

Ἰδού, ἐμπρός σου ὁ τοῖχος στέκει
τῆς ἀθλίας Τριπολιτσᾶς·
τώρα τρόμου ἀστροπελέκι
νὰ τῆς ρίψῃς πιθυμᾷς.

Μεγαλόψυχο τὸ μάτι
δείχνει πάντα ὁπὼς νικεῖ,
κι ἂς εἴν' ἅρματα γεμάτη
καὶ πολέμιαν χλαλοή.

Σοῦ προβαίνουνε καὶ τρίζουν
γιὰ νὰ ἰδῇς πὼς εἴν' πολλά·
δὲν ἀκοῦς ποὺ φοβερίζουν
ἄνδρες μύριοι καὶ παιδιά;

Λίγα μάτια, λίγα στόματα
θά σας μείνουνε ἀνοιχτά.
γιὰ νὰ κλαύσετε τὰ σώματα
ποὺ θὲ νὰ 'βρῃ ἡ συμφορά!

Κατεβαίνουνε, καὶ ἀνάφτει
τοῦ πολέμου ἀναλαμπῆ·
τὸ τουφέκι ἀνάβει, ἀστράφτει,
λάμπει, κόφτει τὸ σπαθί.

Γιατί ἡ μάχη ἐστάθει ὀλίγη;
Λίγα τὰ αἵματα γιατί;
Τὸν ἐχθρὸ θωρῶ νὰ φύγῃ
καὶ στὸ κάστρο ν' ἀνεβεῖ.

Μέτρα! Εἴν' ἄπειροι οἱ φευγάτοι,
ὀποῦ φεύγοντας δειλιοῦν·
τὰ λαβώματα στὴν πλάτη
δέχοντ', ὥστε ν' ἀνεβοῦν.

Ἐκεῖ μέσα ἀκαρτερεῖτε
τὴν ἀφεύγατη φθορά·
νά, σᾶς φθάνει· ἀποκριθεῖτε
στῆς νυκτὸς τὴ σκοτεινιά!

Ἀποκρίνονται καὶ ἡ μάχη
ἔτσι ἀρχίζει, ὀποῦ μακριὰ
ἀπὸ ράχη ἐκεῖ σὲ ράχη
ἀντιβούιζε φοβερά.

Ἀκούω κούφια τὰ τουφέκια,
ἀκούω σμίξιμο σπαθιῶν,
ἀκούω ξύλα, ἀκούω πελέκια,
ἀκούω τρίξιμο δοντιῶν.

Ἅ, τί νύκτα ἦταν ἐκείνη
ποὺ τὴν τρέμει ὁ λογισμός!
Ἄλλος ὕπνος δὲν ἐγίνει
πάρεξ θάνατου πικρός.

Τῆς σκηνῆς ἡ ὥρα, ὁ τόπος,
οἱ κραυγές, ἡ ταραχή,
ὁ σκληρόψυχος ὁ τρόπος
τοῦ πολέμου, καὶ οἱ καπνοί,

καὶ οἱ βροντὲς καὶ τὸ σκοτάδι
ὀποῦ ἀντίσκοφτε ἡ φωτιά,
ἐπαράσταιναν τὸν ᾍδη
ποὺ ἀκαρτέρειε τὰ σκυλιά·

Τ' ἀκαρτέρειε. Ἐφαῖνον' ἴσκιοι
ἀναρίθμητοι, γυμνοί,
κόρες, γέροντες, νεανίσκοι,
βρέφη ἀκόμη εἰς τὸ βυζί.

Ὂλη μαύρη μυρμηγκιάζει,
μαύρη ἡ ἐντάφια συντροφιά,
σὰν τὸ ροῦχο ὀποῦ σκεπάζει
τὰ κρεβάτια τὰ στερνά.

Τόσοι, τόσοι ἀνταμωμένοι
ἐπετιοῦντο ἀπὸ τὴ γῆ,
ὅσοι εἴν' ἄδικα σφαγμένοι
ἀπὸ τούρκικην ὀργή.

Τόσα πέφτουνε τὰ θερι-
σμένα ἀστάχια εἰς τοὺς ἀγρούς·
σχεδὸν ὅλα ἐκειὰ τὰ μέρη
ἐσκεπάζοντο ἀπ' αὐτούς.

Θαμποφέγγει κανέν' ἄστρο,
καὶ ἀναδεύοντο μαζί,
ἀνεβαίνοντας τὸ κάστρο
μὲ νεκρώσιμη σιωπή.

Ἔτσι χάμου εἰς τὴν πεδιάδα,
μὲς στὸ δάσος τὸ πυκνό,
ὅταν στέλνει μίαν ἀχνάδα
μισοφέγγαρο χλωμό,

Ἐὰν οἱ ἄνεμοι μὲς στ' ἄδεια
τὰ κλαδιὰ μουγκοφυσοῦν,
σειοῦνται, σειοῦνται τὰ μαυράδια,
ὀποῦ οἱ κλῶνοι ἀντικτυποῦν.

Μὲ τὰ μάτια τοὺς γυρεύουν
ὅπου εἴν' αἵματα πηχτά,
καὶ μὲς στὰ αἵματα χορεύουν
μὲ βρυχίσματα βραχνά·

καὶ χορεύοντας μανίζουν
εἰς τοὺς Ἕλληνες κοντά,
καὶ τὰ στήθια τοὺς ἐγγίζουν
μὲ τὰ χέρια τὰ ψυχρά.

Ἐκειὸ τὸ ἔγγισμα πηγαίνει
βαθειὰ μὲς στὰ σωθικά,
ὅθεν ὅλη ἡ λύπη βγαίνει,
καὶ ἄκρα αἰσθάνονται ἀσπλαχνιά.

Τότε αὐξαίνει τοῦ πολέμου
ὁ χορὸς τρομακτικά,
σὰν τὸ σκόρπισμα τοῦ ἀνέμου
στοῦ πελάου τὴ μοναξιά.

Κτυποῦν ὅλοι ἀπάνου κάτου·
κάθε κτύπημα ποὺ ἐβγεῖ
εἶναι κτύπημα θανάτου
χώρις νὰ δευτερωθῇ.

Κάθε σῶμα ἱδρώνει, ρέει·
λὲς κι ἐκείθενε ἡ ψυχὴ
ἀπ' τὸ μίσος ποὺ τὴν καίει
πολεμάει νὰ πεταχθῇ.

Τῆς καρδίας κτυπίες βροντᾶνε
μὲς στὰ στήθια τους ἀργά,
καὶ τὰ χέρια ὅπου χουμᾶνε
περισσότερο εἴν' γοργά.

Οὐρανὸς γι' αὐτοὺς δὲν εἶναι,
οὐδὲ πέλαγο, οὐδὲ γῆ·
γι' αὐτοὺς ὅλους τὸ πᾶν εἶναι
μαζωμένο ἀντάμα ἐκεῖ.

Τόση ἡ μάνητα κι ἡ ζάλη,
ποὺ στοχάζεσαι μὴ πὼς
ἀπὸ μία μεριὰ καὶ ἀπ' ἄλλη
δὲν εἴνει ἕνας ζωντανός.

Κοιτᾷ χέρια ἀπελπισμένα
πὼς θερίζουνε ζωές!
Χάμου πέφτουνε κομμένα
χέρια, πόδια, κεφαλές,

καὶ παλάσκες καὶ σπαθία
μὲ ὀλοσκόρπιστα μυαλά,
καὶ μὲ ὀλόσχιστα κρανία,
σωθικὰ λαχταριστά.

Προσοχὴ καμιὰ δὲν κάνει
κανείς, ὄχι, εἰς τὴ σφαγή·
πᾶνε πάντα ἐμπρός. Ὦ, φθάνει,
φθάνει· ἕως πότε οἱ σκοτωμοί;

Ποιὸς ἀφήνει ἐκεῖ τὸν τόπο,
πάρεξ ὅταν ξαπλωθεῖ;
Δὲν αἰσθάνονται τὸν κόπο
καὶ λὲς κι εἶναι εἰς τὴν ἀρχή.

Ὀλιγόστευαν οἱ σκύλοι,
καὶ «Ἀλλά», ἐφώναζαν, «Ἀλλά»,
καὶ τῶν Χριστιανῶν τὰ χείλη
«φωτιά», ἐφώναζαν, «φωτιά».

Λιονταρόψυχα, ἐκτυπιοῦντο,
πάντα ἐφώναζαν «φωτιά»,
καὶ οἱ μιαροὶ κατασκορπιοῦντο,
πάντα σκούζοντας «Ἀλλά».

Παντοῦ φόβος καὶ τρομάρα
καὶ φωνὲς καὶ στεναγμοί·
παντοῦ κλάψα, παντοῦ ἀντάρα,
καὶ παντοῦ ξεψυχισμοί.

Ἦταν τόσοι! Πλέον τὸ βόλι
εἰς τ' αὐτιὰ δὲν τοὺς λαλεῖ.
'Ὁλοι χάμου ἐκείτοντ' ὅλοι
εἰς τὴν τέταρτην αὐγή.

Σὰν ποτάμι τὸ αἷμα ἐγίνη
καὶ κυλάει στὴ λαγκαδιά,
καὶ τὸ ἀθῶο χόρτο πίνει
αἷμα ἀντὶς γιὰ τὴ δροσιά.

Τῆς αὐγῆς δροσάτο ἀέρι,
δὲν φυσὰς τώρα ἐσὺ πλιὸ
στῶν ψευδόπιστων τὸ ἀστέρι·
φῦσα, φῦσα εἰς τὸ ΣΤΑΥΡΟ!

Ἀπ' τὰ κόκαλα βγαλμένη
τῶν Ἑλλήνων τὰ ἱερά,
καὶ σὰν πρῶτα ἀνδρειωμένη,
χαῖρε, ὦ χαῖρε, Ἐλευθεριά!

Τῆς Κορίνθου ἰδοὺ καὶ οἱ κάμποι·
δὲν λάμπ' ἥλιος μοναχὰ
εἰς τοὺς πλάτανους, δὲν λάμπει
εἰς τ' ἀμπέλια, εἰς τὰ νερά.

Εἰς τὸν ἥσυχον αἰθέρα
τώρα ἀθώα δὲν ἀντηχεῖ
τὰ λαλήματα ἡ φλογέρα,
τὰ βελάσματα τὸ ἀρνί.

Τρέχουν ἅρματα χιλιάδες
σὰν τὸ κύμα εἰς τὸ γιαλό,
ἀλλ' οἱ ἀνδρεῖοι παλληκαράδες
δὲν ψηφοῦν τὸν ἀριθμό.

Ὦ τρακόσιοι, σηκωθεῖτε
καὶ ξανάλθετε σέ μας·
τὰ παιδιά σας θέλ' ἰδεῖτε
πόσο μοιάζουνε μέ σας.

Ὂλοι ἐκεῖνοι τὰ φοβοῦνται
καὶ μὲ πάτημα τυφλὸ
εἰς τὴν Κόρινθο ἀποκλειοῦνται
κι ὅλοι χάνουνται ἀπ' ἐδῶ.

Στέλνει ὁ ἄγγελος τοῦ ὀλέθρου
πείνα καὶ θανατικό,
ποὺ μὲ σχήμα ἑνὸς σκελέθρου
περπατοῦν ἀντάμα οἱ δυό·

καὶ πεσμένα εἰς τὰ χορτάρια
ἀπεθαίνανε παντοῦ
τὰ θλιμμένα ἀπομεινάρια
τῆς φυγῆς καὶ τοῦ χαμοῦ.

Κι ἐσὺ ἀθάνατη, ἐσὺ θεία,
ποὺ ὅτι θέλεις ἠμπορεῖς.
εἰς τὸν κάμπο, Ἐλευθερία,
ματωμένη περπατεῖς.

Στὴ σκιὰ χεροπιασμένες,
στὴ σκιὰ βλέπω κι ἐγὼ
κρινοδάχτυλες παρθένες
ὀποῦ κάνουνε χορό.

Στὸ χορὸ γλυκογυρίζουν
ὡραία μάτια ἐρωτικά,
καὶ εἰς τὴν αὔρα κυματίζουν
μαῦρα, ὀλόχρυσα μαλλιά.

Ἡ ψυχή μου ἀναγαλλιάζει
πὼς ὁ κόρφος καθεμιᾶς
γλυκοβύζαστο ἐτοιμάζει
γάλα ἀνδρείας κι ἐλευθεριάς.

Μὲς στὰ χόρτα, τὰ λουλούδια,
τὸ ποτήρι δὲν βαστῶ·
φιλελεύθερα τραγούδια
σὰν τὸν Πίνδαρο ἐκφωνῶ.

Ἀπ' τὰ κόκαλα βγαλμένη
τῶν Ἑλλήνων τὰ ἱερά,
καὶ σὰν πρῶτα ἀνδρειωμένη,
χαῖρε, ὢ χαῖρε, Ἐλευθεριά!

Πῆγες εἰς τὸ Μεσολόγγι
τὴν ἡμέρα τοῦ Χριστοῦ,
μέρα ποὺ ἄνθισαν οἱ λόγγοι
γιὰ τὸ τέκνο τοῦ Θεοῦ.

Σοῦ 'λθε ἐμπρὸς λαμποκοπώντας
ἡ Θρησκεία μ' ἕνα σταυρό,
καὶ τὸ δάκτυλο κινώντας
ὀποῦ ἀνεῖ τὸν οὐρανό,

«σ' αὐτό», ἐφώναξε, «τὸ χῶμα
στάσου ὀλόρθη, Ἐλευθεριά!».
Καὶ φιλώντας σου τὸ στόμα
μπαίνει μὲς στὴν ἐκκλησιά.

Εἰς τὴν τράπεζα σιμώνει,
καὶ τὸ σύγνεφο τὸ ἀχνὸ
γύρω γύρω τῆς πυκνώνει
ποὺ σκορπάει τὸ θυμιατό.

Ἀγρικάει τὴν ψαλμωδία
ὀποῦ ἐδίδαξεν αὐτή·
βλέπει τὴ φωταγωγία
στοὺς Ἁγίους ἐμπρὸς χυτή.

Ποιοὶ εἴν' αὐτοὶ ποὺ πλησιάζουν
μὲ πολλὴ ποδοβολή,
κι άρματ', ἅρματα ταράζουν;
Ἐπετάχτηκες ἐσύ!

Ἅ, τὸ φῶς ποὺ σὲ στολίζει,
σὰν ἡλίου φεγγοβολῆ,
καὶ μακρίθεν σπινθηρίζει,
δὲν εἶναι, ὄχι, ἀπὸ τὴ γῆ.

Λάμψιν ἔχει ὅλη φλογώδη
χεῖλος, μέτωπο, ὀφθαλμός·
φῶς τὸ χέρι, φῶς τὸ πόδι,
κι ὅλα γύρω σου εἶναι φῶς.

Τὸ σπαθί σου ἀντισηκώνεις,
τρία πατήματα πατᾷς,
σὰν τὸν πύργο μεγαλώνεις,
κι εἰς τὸ τέταρτο κτυπᾷς.

Μὲ φωνὴ ποὺ καταπείθει
προχωρώντας ὁμιλεῖς:
«Σήμερ', ἄπιστοι, ἐγεννήθη,
ναί, τοῦ κόσμου ὁ Λυτρωτής.

Αὐτὸς λέγει, ἀφοκρασθεῖτε
«Ἐγὼ εἴμ' Ἄλφα, Ὠμέγα ἐγώ·
πέστε, ποὺ θ' ἀποκρυφθεῖτε
ἐσεῖς ὅλοι, ἂν ὀργισθῶ;

Φλόγα ἀκοίμητήν σας βρέχω,
πού, μ' αὐτὴν ἂν συγκριθῇ
κείνη ἡ κάτω ὀποῦ σας ἔχω,
σὰν δροσιὰ θέλει βρεθεῖ.

Κατατρώγει, ὠσὰν τὴ σχίζα,
τόπους ἄμετρα ὑψηλούς,
χῶρες, ὅρη ἀπὸ τὴ ρίζα,
ζῶα καὶ δέντρα καὶ θνητούς.

Καὶ τὸ πᾶν τὸ κατακαίει,
καὶ δὲν σώζεται πνοή,
πάρεξ τοῦ ἄνεμου ποὺ πνέει
μὲς στὴ στάχτη τὴ λεπτή».

Κάποιος ἤθελε ἐρωτήσει
Τοῦ θυμοῦ Τοῦ εἴσ' ἀδελφή;
Ποιὸς εἴν' ἄξιος νὰ νικήσῃ
ἢ μὲ σὲ νὰ μετρηθῇ;

Ἡ γῆ αἰσθάνεται τὴν τόση
τοῦ χεριοῦ σου ἀνδραγαθιά,
ποὺ ὅλην θέλει θανατώσῃ
τὴ μισόχριστη σπορά.

Τὴν αἰσθάνονται καὶ ἀφρίζουν
τὰ νερά, καὶ τ' ἀγρικῶ
δυνατὰ νὰ μουρμουρίζουν
σὰν ρυάζετο θηριό.

Κακορίζικοι, ποὺ πᾶτε
τοῦ Ἀχελώου μὲς στὴ ροῆ
καὶ πιδέξια πολεμᾶτε
ἀπὸ τὴν καταδρομὴ

νὰ ἀποφύγετε; Τὸ κύμα
ἔγινε ὅλο φουσκωτό·
ἐκεῖ εὑρήκατε τὸ μνῆμα
πρὶν νὰ εὑρεῖτε ἀφανισμό.

Βλασφημάει, σκούζει, μουγκρίζει
κάθε λάρυγγας ἐχθροῦ,
καὶ τὸ ρεῦμα γαργαρίζει
τὲς βλασφήμιες τοῦ θυμοῦ.

Σφαλερὰ τετραποδίζουν
πλῆθος ἄλογα, καὶ ὀρθὰ
τρομασμένα χλιμιντρίζουν
καὶ πατοῦν εἰς τὰ κορμιά.

Ποιὸς στὸ σύντροφον ἀπλώνει
χέρι, ὠσὰν νὰ βοηθηθῇ·
ποιὸς τὴ σάρκα τοῦ δαγκώνει
ὅσο ποὺ νὰ νεκρωθῇ.

Κεφαλὲς ἀπελπισμένες,
μὲ τὰ μάτια πεταχτά,
κατὰ τ' ἄστρα σηκωμένες
γιὰ τὴν ὕστερη φορά.

Σβιέται -αὐξαίνοντας ἡ πρώτη
τοῦ Ἀχελώου νεροσυρμῆ-
τὸ χλιμίντρισμα καὶ οἱ κρότοι
καὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ γογγυσμοί.

Ἔτσι ν' ἄκουα νὰ βουίξῃ
τὸν βαθὺν Ὠκεανό,
καὶ στὸ κύμα του νὰ πνίξῃ
κάθε σπέρμα ἀγαρηνό!

Καὶ ἐκεῖ ποὺ 'ναι ἡ Ἁγία Σοφία
μὲς στοὺς λόφους τοὺς ἑπτά,
ὅλα τ' ἄψυχα κορμιά,
βραχοσύντριφτα, γυμνά,

σωριασμένα νὰ τὰ σπρώξῃ
ἡ κατάρα τοῦ Θεοῦ,
κι ἀπ' ἐκεῖ νὰ τὰ μαζώξῃ
ὁ ἀδελφὸς τοῦ Φεγγαριοῦ.

Κάθε πέτρα μνῆμα ἂς γένει,
κι ἡ Θρησκεία κι ἡ Ἐλευθεριὰ
μ' ἀργὸ πάτημα ἂς πηγαίνει
μεταξύ τους καὶ ἂς μετρά.

Ἕνα λείψανο ἀνεβαίνει
τεντωτό, πιστομητό,
κι ἄλλο ξάφνου κατεβαίνει
καὶ δὲν φαίνεται, καὶ πλιὸ

καὶ χειρότερα ἀγριεύει
καὶ φουσκώνει ὁ ποταμός·
πάντα, πάντα περισσεύει·
πολὺ φλοίσβισμα καὶ ἀφρός.

Ἅ, γιατί δὲν ἔχω τώρα
τὴ φωνὴ τοῦ Μωυσῆ;
Μεγαλόφωνα τὴν ὥρα
ὀποῦ ἐσβιοῦντο οἱ μισητοί,

τὸ Θεὸν εὐχαριστοῦσε
στοῦ πελάου τὴ λύσσα ἐμπρός,
καὶ τὰ λόγια ἠχολογοῦσε
ἀναρίθμητος λαός.

Ἀκλουθάει τὴν ἁρμονία
ἡ ἀδελφὴ τοῦ Ἀαρῶν,
ἡ προφήτισσα Μαρία,
μ' ἕνα τύμπανο τερπνὸν

καὶ πηδοῦν ὅλες οἱ κόρες
μὲ τσ' ἀγκάλες ἀνοικτές,
τραγουδώντας, ἀνθοφόρες,
μὲ τὰ τύμπανα κι ἐκειές.

Σὲ γνωρίζω ἀπὸ τὴν κόψι
τοῦ σπαθιοῦ τὴν τρομερή,
σὲ γνωρίζω ἀπὸ τὴν ὄψι
ποὺ μὲ βία μετράει τὴ γῆ.

Εἰς αὐτήν, εἴν' ξακουσμένο,
δὲν νικιέσαι ἐσὺ ποτέ·
ὅμως, ὄχι, δὲν εἴν' ξένο
καὶ τὸ πέλαγο γιὰ σέ.

Τὸ στοιχεῖον αὐτὸ ξαπλώνει
κύματ' ἄπειρα εἰς τὴ γῆ,
μὲ τὰ ὁποῖα τὴν περιζώνει,
κι εἶναι εἰκόνα σου λαμπρή.

Μὲ βρυχίσματα σαλεύει
ποὺ τρομάζει ἡ ἀκοή·
κάθε ξύλο κινδυνεύει
καὶ λιμνιώνα ἀναζητεῖ.

Φαῖνετ' ἔπειτα ἡ γαλήνη
καὶ τὸ λάμψιμο τοῦ ἡλιοῦ,
καὶ τὰ χρώματα ἀναδίνει
τοῦ γλαυκότατου οὐρανοῦ.

Δὲν νικιέσαι, εἴν' ξακουσμένο,
στὴν ξηρὰν ἐσὺ ποτέ·
ὅμως ὄχι δὲν εἴν' ξένο
καὶ τὸ πέλαγο γιὰ σέ.

Περνοῦν ἄπειρα τὰ ξάρτια,
καὶ σὰν λόγγος στριμωχτὰ
τὰ τρεχούμενα κατάρτια,
τὰ ὀλοφούσκωτα πανιά.

Σῦ τὲς δύναμές σου σπρώχνεις,
καὶ ἀγκαλὰ δὲν εἴν' πολλές,
πολεμώντας, ἄλλα διώχνεις,
ἄλλα παίρνεις, ἄλλα καῖς.

Μ' ἐπιθυμία νὰ τηράζῃς
δυὸ μεγάλα σὲ θωρῶ,
καὶ θανάσιμον τινάζεις
ἐναντίον τοὺς κεραυνό.

Πιάνει, αὐξαίνει, κοκκινίζει,
καὶ σηκώνει μιὰ βροντή,
καὶ τὸ πέλαο χρωματίζει
μὲ αἰματόχροη βαφή.

Πνίγοντ' ὅλοι οἱ πολεμάρχοι
καὶ δὲν μνέσκει ἕνα κορμί·
χαίρου, σκιὰ τοῦ Πατριάρχη,
ποὺ σὲ πέταξαν ἐκεῖ.

Ἐκρυφόσμιγαν οἱ φίλοι
μὲ τσ' ἐχθρούς τους τὴ Λαμπρή,
καὶ τοὺς ἔτρεμαν τὰ χείλη
δίνοντάς τα εἰς τὸ φιλί.

Κειες τὲς δάφνες ποὺ ἐσκορπίστε
τώρα πλέον δὲν τὲς πατεῖ,
καὶ τὸ χέρι ὀποῦ ἐφιλῆστε
πλέον, ἅ, πλέον δὲν εὐλογεῖ.

Ὂλοι κλαψτε· ἀποθαμένος
ὁ ἀρχηγὸς τῆς Ἐκκλησιάς·
κλάψτε, κλάψτε· κρεμασμένος
ὠσὰν νὰ 'τανε φονιάς!

Ἔχει ὀλάνοικτο τὸ στόμα
π' ὧρες πρῶτα εἶχε γευθεῖ
τ' Ἅγιον Αἷμα, τ' Ἅγιον Σῶμα·
λὲς πὼς θὲ νὰ ξαναβγῇ

ἡ κατάρα ποὺ εἶχε ἀφήσει,
λίγο πρὶν νὰ ἀδικηθῇ,
εἰς ὁποῖον δὲν πολεμήσει
καὶ ἠμπορεῖ νὰ πολεμῇ.

Τὴν ἀκούω, βροντάει, δὲν παύει
εἰς τὸ πέλαγο, εἰς τὴ γῆ,
καὶ μουγκρίζοντας ἀνάβει
τὴν αἰώνιαν ἀστραπή.

Ἡ καρδιὰ συχνοσπαράζει.
Πλὴν τί βλέπω; Σοβαρὰ
νὰ σωπάσω μὲ προστάζει
μὲ τὸ δάκτυλο ἡ θεά.

Κοιτάει γύρω εἰς τὴν Εὐρώπη
τρεῖς φορὲς μ' ἀνησυχιά·
προσηλώνεται κατόπι
στὴν Ἑλλάδα, καὶ ἀρχινά:

«Παλληκάρια μου, οἱ πολέμοι
γιὰ σας ὅλοι εἶναι χαρά,
καὶ τὸ γόνα σας δὲν τρέμει
στοὺς κινδύνους ἐμπροστά.

Ἀπ' ἐσᾶς ἀπομακραίνει
κάθε δύναμη ἐχθρική,
ἀλλὰ ἀνίκητη μιὰ μένει
ποὺ τὲς δάφνες σας μαδεῖ.

Μία, ποὺ ὅταν ὠσὰν λύκοι
ξαναρχόστενε ζεστοί,
κουρασμένοι ἀπὸ τὴ νίκη,
ἄχ, τὸ νοῦ σᾶς τυραννεῖ.

Ἡ Διχόνοια ποὺ βαστάει
ἕνα σκῆπτρο ἡ δολερὴ
καθενὸς χαμογελάει,
«πάρ' το», λέγοντας, «καὶ σῦ».

Κειο τὸ σκῆπτρο πού σας δείχνει
ἔχει ἀλήθεια ὡραία θωριά·
μὴν τὸ πιάστε, γιατί ρίχνει
εἱσὲ δάκρυα θλιβερά.

Ἀπὸ στόμα ὀποῦ φθονάει,
παλληκάρια, ἂς μὴν πωθεῖ,
πὼς τὸ χέρι σας κτυπάει
τοῦ ἀδελφοῦ τὴν κεφαλή.

Μὴν εἰποῦν στὸ στοχασμό τους
τὰ ξένα ἔθνη ἀληθινά:
«Ἐὰν μισοῦνται ἀνάμεσό τους
δὲν τοὺς πρέπει ἐλευθεριά».

Τέτοια ἀφήστενε φροντίδα·
ὅλο τὸ αἷμα ὀποῦ χυθεῖ
γιὰ θρησκεία καὶ γιὰ πατρίδα
ὅμοιαν ἔχει τὴν τιμή.

Στὸ αἷμα αὐτό, ποὺ δὲν πονεῖτε
γιὰ πατρίδα, γιὰ θρησκειά,
σᾶς ὁρκίζω, ἀγκαλισθεῖτε
σὰν ἀδέλφια γκαρδιακά.

Πόσο λείπει, στοχασθεῖτε,
πόσο ἀκόμη νὰ παρθῇ·
πάντα ἡ νίκη, ἂν ἐνωθῇτε,
πάντα ἐσᾶς θ' ἀκολουθεῖ.

Ὦ ἀκουσμένοι εἰς τὴν ἀνδρεία,
καταστῆστε ἕνα Σταυρὸ
καὶ φωνάξετε μὲ μία:
«Βασιλεῖς, κοιτάξτ' ἐδῶ!

Τὸ σημεῖον ποὺ προσκυνᾶτε
εἶναι τοῦτο, καὶ γι' αὐτὸ
ματωμένους μας κοιτᾶτε
στὸν ἀγῶνα τὸ σκληρό.

Ἀκατάπαυστα τὸ βρίζουν
τὰ σκυλιὰ καὶ τὸ πατοῦν
καὶ τὰ τέκνα τοῦ ἀφανίζουν,
καὶ τὴν πίστι ἀναγελοῦν.

Ἐξ αἰτίας τοῦ ἐσπάρθη, ἐχάθη
αἷμα ἀθῶο χριστιανικό,
ποὺ φωνάζει ἀπὸ τὰ βάθη
τῆς νυκτός: Νὰ ἐκδικηθῶ.

Δὲν ἀκοῦτε, ἐσεῖς εἰκόνες
τοῦ Θεοῦ, τέτοια φωνή;
Τώρα ἐπέρασαν αἰῶνες
καὶ δὲν ἔπαυσε στιγμή.

Δὲν ἀκοῦτε; Εἰς κάθε μέρος
σὰν τοῦ Ἄβελ καταβοᾷ·
δὲν εἴν' φύσημα τοῦ ἀέρος
ποὺ σφυρίζει εἰς τὰ μαλλιά.

Τί θὰ κάμετε; Θ' ἀφῆστε
νὰ ἀποκτήσωμεν ἐμεῖς
λευθεριάν, ἢ θὰ τὴν λύστε
ἐξ αἰτίας πολιτικῆς;

Τοῦτο ἀνίσως μελετᾶτε
ἰδοὺ ἐμπρός σας τὸν Σταυρό:
Βασιλεῖς, ἐλᾶτε, ἐλᾶτε,
καὶ κτυπήσετε κι ἐδῶ!»

Ασκαρδαμυκτί είπε...

Αστερούλα, μπράβο! κλαπ-κλαπ (χειροκρότημα) Κέρδισες επάξια την πρώτη θέση στην ευρωλίστα του ΛΑΟΣ.
Αν και νομίζω θα σε κόψουν γιατί έγραψες "βία" αντί για "βιά"!

BUTTERFLY είπε...

Παντως εγω Παρισι που πηγα ο καφες ειχε το λιγοτερο 4 ευρω και ηταν και νεροπλυμα (αν και μονο το ειδα δεν το ηπια)...

Αστερόεσσα είπε...

Να το "προσεγγίσω" και το ΛΑΟΣ!
Ξέρεις τι ωραία που "προσεγγίζω";

Γιατί, παιδί μου δεν κάθεσαι να σε "προσεγγίσει" ο Σπίθας που "προσεγγίζει" και με τρυφερότητα;

mahler76 είπε...

να κανουμε μποικοτάζ και για τα ποτά και τα σουβλάκια και για όλα

Αστερόεσσα είπε...

Nα κάνουμε μποϋκοταζ και για τα μποϋκοτάζ! :)

Ασκαρδαμυκτί είπε...

Χριστίνα, στις όχθες του Σικουάνα λογικό είναι να κάνει 4 ευρώ το κεφεδάκι...

Αστερούλα, σήμερα δεν με εμπνέει ο Σπίθας. Είναι αξύριστος!

Ναι ρε Μαλεράκο, τελευταία έχουν ακριβύνει και τα προφυλακτικά!

Αστερούλα, να μποϋκοτάρουμε και την αναπνοή μας...

mahler76 είπε...

Α όχι το γαμήσι δεν το κόβουμε. μόνο αυτό μας έχει μείνει.

ΣΠΙΘΑΣ είπε...

Ελένη, τον κοίμισες τον μπουμπούνα και θα πώς θα τον προσεγγίσω κοιμισμένο;

Ασκαρ, σε "προσεγγίζει" η Αστερόεσσα ρε χαμένε και θα σε τουμπάρει χωρίς να πάρεις χαμπάρι!!!

Ασκαρδαμυκτί είπε...

Με τις αγαμίες που μας δέρνουν Μαλεράκο, ουσιαστικά το κόψαμε κι αυτό...

Σπίθα, μακάρι να με "τουμπάρει"! Μου αρέσει το "από κάτω στυλ", είναι ραχατιλίδικο και σουλτανικό. Ο άντρας δεν πρέπει να πολυκουράζεται!
Άλλωστε το γκτούπατις-γκτούπατις είναι ευρωπαϊκοί νεωτερισμοί!
Ο άντρας πρέπει να κάθετε ξάπλα και ανάσκελα και η γυναίκα να κάνει τα ακροβατικά!
Θα σου φύγω ρε συ την Κυριακή για κάμποσες μέρες και θα βελάξεις! Εκτός κι αν με ακολουθήσεις στο μοναστήρι. Έχρεσαι ρε, ή φοβάσαι τις "προσσεγίσεις"; Πάντως, να φυλάγεσαι απ' τα πισινά της Αστερόεσσας κι απ' τα μπροστινά των καλογέρων...

Αστερόεσσα είπε...

Kαι γιατί παρακαλώ να φυλάγεται απ' τα πισινά μου;

Τι είμαι; Η γάτα με τις εννιά ουρές;

ΣΠΙΘΑΣ είπε...

Τώρα που τον "προσεγγίσαμε". Ελένη, μας την κοπανάει!
Μην ξεχαστείς εκεί!
Και να προσέχεις, ποιόε ξέρει τι μπορεί να συμβεί :)

Ασκαρδαμυκτί είπε...

Αστερούλα, όχι ακριβώς... απλά, είσαι γάτα με πέταλα!

Σπίθα, αργά η γρήγορα θα έρθεις κι εσύ! Πόσο θ' αντέξεις να μην σου κάθεται γυναίκα...
Σας καληνυχτίζω τώρα, έχω απόδειπνο!

Αστερόεσσα είπε...

Σπίθα, άσε! Βαρειά περίπτωση!

Ξέρεις τι θα πει απόδειπνο; Θα πει να προσεύχεσαι να μη σου σηκώνεται! Πάει αυτός... Κρίμα το παλικάρι!

ΣΠΙΘΑΣ είπε...

θα επιστρέψει δυνατός και ακμαίος!
Για να ψηφίσει:)

Τον ξεπάτωσες, δεν αντέχει και πολύ!
Είναι και τα χρόνια... ο καημενούλης ο Ασκαρ:)

BUTTERFLY είπε...

Καλε ποιο Σηκουανα;
Για το ξενοδοχειο λεω, που ηταν και τριτης κατηγοριας! Στο Σηκουανα θα ηταν απλησιαστος!