Δαίμονας κακόβουλος και πονηρός συνήργησε κείνο το βράδυ, 17 Νοέμβρη, να τη συναντήσω στην «Ταβέρνα του Κουτσού».
Εγώ, σαραντάρης θεολόγος, πήγα με τα γεροντοπαλίκαρα να πιούμε κάνα ξύδι.
Εκείνη, δεκαεξάχρονη, όλο ζωή κι ενέργεια, την έβλεπες και ξεχνούσες χρέη, διαζύγια, διατροφές, θάνατο...
Καθόταν στο διπλανό τραπέζι, και το κρασί είχε απορυθμίσει κάθε τυπικότητα!
«Στην υγειά σου δάσκαλε», μου είπε, κι εγώ παρατηρούσα τα χείλη της και τα φανταζόμουν ν’ ανοίγουν και να κλείνουν, να σουφρώνουν, να τεντώνονται, ανάλογα με το μέρος του κορμιού μου που ’χαν ν’ αντιμετωπίσουν και να λατρέψουν ηδονικά...
Μια παρέα γύφτων μπαίνουν στο μαγαζί.
Η μικρή τούς παρήγγειλε να παίξουν τ’ αγαπημένο της τραγούδι. «Ό,τι αγαπάω εγώ πεθαίνει»...
Έκλεισε τα μάτια της κι έδειχνε να ονειροπολεί.
Μόλις τέλειωσαν οι γύφτοι, αρπάζω το μαχαίρι απ ’ τη μπριζόλα, και με μια γρήγορη σφάζω το νταούλι!
Δεν θα ’φηνα να ξανακούσουν άλλα αυτιά αυτό τον ήχο, που την έκανε να ταξιδέψει ποιος ξέρει πού...
Η Καντούλα δεν είχε τίποτα απ’ την ανούσια αναίδεια και την ανεμελιά της εφηβικής ηλικίας.
Η μάνα της είχε μικροπαντρευτεί. Και στα 25 της είχε ήδη 6 παιδιά. Είχε κερδίσει επάξια, με το μουνί της, το επίδομα πολυτέκνου!
Μόλις πρωτόδα την Κάντυ, αποφάσισα να βάλω στο γκομενικό χρονοντούλαπο όλες τις καριόλες που μου ’χαν κάνει τη ζωή ρημαδιό...
Και σκέφτηκα την Π. που προχθές, πριν βροντήξει οριστικά την πόρτα πίσω της, μου ’κανε δώρο ένα κουκλάκι Πινόκιο, για να μου δείξει, μάλλον, πως τα ήξερε όλα!
Όμως, τούτη δω, την Καντούλα, την αγάπησα. Μ’ έ ναν έρωτα αγνό. Σαν αυτόν που νιώθουν οι καλόγριες της Αγίας Ελεούσας για το Χριστό!
Ευτυχώς, είχα πιεί πολύ και δεν το πήρα κατάκαρδα όταν η Κάντυ με κάλεσε να τη συναντήσω το επόμενο βράδυ στα μπουρδέλα του Καρπενησίου, πάνω στα Ρόβλια.
Τοίχο-τοίχο ανέβηκα την ανηφόρα.
Δεν ήθελα να με αναγνωρίσει κανείς.
Κάθισα στην αίθουσα αναμονής, σ’ έναν ξεφτισμένο καναπέ.
Κάποια στιγμή εμφανίστηκε κι η τσατσά, με κοίταξε με οίκτο (ή έτσι μου φάνηκε) και μου ’πε: «η σειρά σου τσαχπίνη μου»!
Η Καντούλα, που θα μπορούσε άνετα να ’ναι κόρη μου, με υπ οδέχτηκε με επαγγελματικό τρόπο.
Τα μαλλιά της μύριζαν σπέρμα κι η ανάσα της υγρό αποπλύματος.
Κι όμως, εγώ έψαχνα τα χείλη της, να γευτώ το μύρο της εφηβικής της αγάπης...
Μάταιος κόπος.
Εκείνη είχε συνεχώς το βλέμμα της στο πλάι. Τα μάτια της ήταν καρφωμένα στο ρολόι.
Μήπως και ξεπεράσω την ώρα που μου αναλογούσε...
Δεν ένιωθε το πάθος μου που θάμπωνε τη ματιά μου κι έκοβε τ ην ανάσα μου.
Εγώ, σαραντάρης θεολόγος, πήγα με τα γεροντοπαλίκαρα να πιούμε κάνα ξύδι.
Εκείνη, δεκαεξάχρονη, όλο ζωή κι ενέργεια, την έβλεπες και ξεχνούσες χρέη, διαζύγια, διατροφές, θάνατο...
Καθόταν στο διπλανό τραπέζι, και το κρασί είχε απορυθμίσει κάθε τυπικότητα!
«Στην υγειά σου δάσκαλε», μου είπε, κι εγώ παρατηρούσα τα χείλη της και τα φανταζόμουν ν’ ανοίγουν και να κλείνουν, να σουφρώνουν, να τεντώνονται, ανάλογα με το μέρος του κορμιού μου που ’χαν ν’ αντιμετωπίσουν και να λατρέψουν ηδονικά...
Μια παρέα γύφτων μπαίνουν στο μαγαζί.
Η μικρή τούς παρήγγειλε να παίξουν τ’ αγαπημένο της τραγούδι. «Ό,τι αγαπάω εγώ πεθαίνει»...
Έκλεισε τα μάτια της κι έδειχνε να ονειροπολεί.
Μόλις τέλειωσαν οι γύφτοι, αρπάζω το μαχαίρι απ ’ τη μπριζόλα, και με μια γρήγορη σφάζω το νταούλι!
Δεν θα ’φηνα να ξανακούσουν άλλα αυτιά αυτό τον ήχο, που την έκανε να ταξιδέψει ποιος ξέρει πού...
Η Καντούλα δεν είχε τίποτα απ’ την ανούσια αναίδεια και την ανεμελιά της εφηβικής ηλικίας.
Η μάνα της είχε μικροπαντρευτεί. Και στα 25 της είχε ήδη 6 παιδιά. Είχε κερδίσει επάξια, με το μουνί της, το επίδομα πολυτέκνου!
Μόλις πρωτόδα την Κάντυ, αποφάσισα να βάλω στο γκομενικό χρονοντούλαπο όλες τις καριόλες που μου ’χαν κάνει τη ζωή ρημαδιό...
Και σκέφτηκα την Π. που προχθές, πριν βροντήξει οριστικά την πόρτα πίσω της, μου ’κανε δώρο ένα κουκλάκι Πινόκιο, για να μου δείξει, μάλλον, πως τα ήξερε όλα!
Όμως, τούτη δω, την Καντούλα, την αγάπησα. Μ’ έ ναν έρωτα αγνό. Σαν αυτόν που νιώθουν οι καλόγριες της Αγίας Ελεούσας για το Χριστό!
Ευτυχώς, είχα πιεί πολύ και δεν το πήρα κατάκαρδα όταν η Κάντυ με κάλεσε να τη συναντήσω το επόμενο βράδυ στα μπουρδέλα του Καρπενησίου, πάνω στα Ρόβλια.
Τοίχο-τοίχο ανέβηκα την ανηφόρα.
Δεν ήθελα να με αναγνωρίσει κανείς.
Κάθισα στην αίθουσα αναμονής, σ’ έναν ξεφτισμένο καναπέ.
Κάποια στιγμή εμφανίστηκε κι η τσατσά, με κοίταξε με οίκτο (ή έτσι μου φάνηκε) και μου ’πε: «η σειρά σου τσαχπίνη μου»!
Η Καντούλα, που θα μπορούσε άνετα να ’ναι κόρη μου, με υπ οδέχτηκε με επαγγελματικό τρόπο.
Τα μαλλιά της μύριζαν σπέρμα κι η ανάσα της υγρό αποπλύματος.
Κι όμως, εγώ έψαχνα τα χείλη της, να γευτώ το μύρο της εφηβικής της αγάπης...
Μάταιος κόπος.
Εκείνη είχε συνεχώς το βλέμμα της στο πλάι. Τα μάτια της ήταν καρφωμένα στο ρολόι.
Μήπως και ξεπεράσω την ώρα που μου αναλογούσε...
Δεν ένιωθε το πάθος μου που θάμπωνε τη ματιά μου κι έκοβε τ ην ανάσα μου.
23 σχόλια:
Να'τα! είδες τι έπαθες με τα 16χρονα??
Και ο έρωτας σου σαν των καλογριών τι έγινε ξεθύμανε στο ρολόι ή στο μ.. της πιτσιρίκας??
Να προσέχεις, αυτά παθαίνουν οι θεολόγοι γιατί τ'αλάνια της κόβουν από μίλια μακριά:))
Οι θεολόγοι είναι χαζομουνάκηδες!
χααααααααχααααααααααααχααααααααχααααααααχααααααααχααααααααχαααααααχααααα! καλό ασκαρούλη!ε,εμ αυτά παθαίνει όποιος μπλέκει με δεκαεξάχρονα..μα...κι εσύ με δεκαεξάχρονο ρε παιδί μου?χάθηκε καμιά τριαντάρα? τουλάχιστον?....άκου εκεί με δεκαεξάχρονο....φιλάκια,καλησπέρες...
Ας γελάσω και εγώ....
αχαχχαχαχαχα
"χάθηκε μια τριαντάρα?"...
και τώρα πραγματικά.. ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ !!
ΥΓ Το ρολόϊ μάλλον σταματημένο θα ήταν...πως να μην την πιάσει κρύος ιδρώτας...
ΥΓ2 Τελικά τι να διαλέξουμε,τα πάθη "που θαμπώνουν τη ματιά και κόβουν την ανάσα"..
ή τον "αγνό έρωτα των καλογραιών της Αγ Ελεούσας"?
Θα περιμένω την ερμηνεία της ΚΑΝΤΥ..κάτι περισσότερο θα ξέρει.
Η Αγία Ελεούσα να σε κάνει καλά...
Διαβάζοντας σκέφτηκα πολύ ερωτική ιστορία με αγάπη, αγνό έρωτα.. αλλά από Καντούλα μας προέκυψε η Φρύνη των ορέων.. να κοιτάει το ρολόϊ και να μη νοιώθει το πάθος σου.. Τι τραβούν και οι Θεολόγοι...
ρενα
..ηταν πια χειμωνας και η μικρη πλατεια του Καρπενησιου ειχε αδιασει τα φυλλαρακια απ τα πλατανια της απ'τον προηγουμενο κιολας μηνα.
Ξενοι και ντοπιοι μπαινοβγαιναν στο "σπιτι",αφηναν μια ανασα...μια "πινελια" που λεγαν και οι διανοουμενοι καθηγηταδες και κατι ψευτοδημοσιογραφοι που ερχοντουσαν για να δοκιμασουν "ορεσιβιο πραμα".
Η "γρια"¨μας μαζευε απο νωρις και μας μαθαινε πως να στινομαστε και πως να κουνιομαστε και πως να δενουμε τις καλτσοδετες -λες κι εμεις δεν ξεραμε απ αυτα.
-Ο αντρας θελει και το κανακεμα,θελει και το γλυκολογο,οχι μονο κρεας μπαινει κρεας βγαινει!!
Τ'ακουτε μωρε ή τζαπα σας πληρωνω??
Χα..."τζαπα σας πληρωνω.."Εμετος μου ρχοταν οταν το ακουγα αυτο!Τι λες μωρη πουτανα???Που το μαλλι μας μυριζει σπερμα,που το κορμι μας ειναι γεματο μελανιες απ τις ανωμαλιες του καθενος...
Εκεινο λοιπον το βραδυ που με ειχε βγαλει εξω απ τα ρουχα μου και μ'αφησε στη κυριολεξια μονο με τον κορσε,απο σιχαμαρα μου ρθε να γινει κατι και να της το κλεισω το μπουρδελο....!!!Εκεινο το γαμημενο βραδυ ελαχε να ρθει κι ο δασκαλος...πιστος στη προσκληση μου απ το προηγουμενο βραδυ που εγινα στουπι στη ταβερνα.
Το κορμι του...ω ναι το κορμι του!!
Ωριμο,γυρω στα σαραντα,μαλακο και λειο..,το πουλι του σκληρο και μυτερο σαν κωνος...περασαμε αμεσως στο παρασυνθημα!
Οταν τελιωσαμε εμεινε κολλημενος πανω μου για κανα δεκαλεπτο ενω η σκατογρια χτυπησε τη πορτα κανα δυο φορες "τελιωνετε μωρηηη".
"Φυγε" του ειπα "ξαναελα αυριο" κατι ψελισσε σαν βρυσια κι εφυγε κλεινοντας τη πορτα ενω το δακρυ του κυλουσε ακομα αναμεσα στο στηθος μου και εφτασε μεχρι τον αφαλο.
Ο Δασκαλος δεν ξαναρθε ποτε απο κεινο το βραδυ κι ουτε ξανακουσα κατι γι αυτον.
Φυλαω ακομα ομως εκεινο το κορσε.
Υ.Γ Τakis....εσυ ας πουμε τι θα διαλεγες?
;)
γυναίκα.
αγία και πόρνη.
ευτυχώς στη ζωή που υπάρχουνε πότες.
καλή εβδομάδα.
Άθη, τα «έρηξα» και σε σένα, την 30χρονη, κι έφαγα πόρτα!
Οπότε... άτποπον!
Τι γελάς εσύ ρε χάχα!
Τις 30άρες, πλην Άθης, τις έχουμε στο τσεπάκι, γι’ αυτό κι αισθανόμαστε άνετα χτυπώντας δεκαοχτούρες!
Μόρταλ, ελπίζω να είσαι αθώοα ψυχή και να πιάνουν οι ευχές σου!
Καντούλα, με τρέλανε η αντίθεση: τα πλατανόφυλλα που πέφτουν και το κονωειδές πουλί του θεολόγου που ανεβαίνει...
Σάμμυ, απλά συμπληρώνω, για να μην αδικούμε και το θεολόγο, πως πρόκειται για έναν «άγιο-αμαρτωλό»!
@καντυ και ασκαρδαμυκτι
Παρα πολυ ωραιο γραψιμο! Γιατι δεντη συνεχιζετε την ιστορια; Μια ο ενας μια ο αλλος! Ενδιαφερον θα εχει!
Βutty....τα εχουμε ξανακανει αυτα στη "Γκαρσονιερα στα Πατησια" αλλα ο Ασκαρουλης το χρυσο μου πεταξε για παντα το κλειδι και ο κλειδαρας κοστιζει...εκτος αν βρεθει κανενας σωστος τυχοδιωκτης και σπασει καμια πορτα.
Αλλα...ποιος απο μας ειναι δυνατος να ξεθαψει τετοιες αναμνησεις?
Xριστινάκι, αν ήταν «να συνεχίσουμε την ιστορία», δεν θα το κάναμε γράφοντας...
Καντούλα, παλιά ξινά σταφύλια;
Δε νομίζεις πως η «γκαρσονιέρα» έκλεισε τον κύκλο της;
ΚΑΝΤΥ, ΑΣΚΑΡ
Σε φόρμα σας βρίσκω....
Μήπως βγάλουμε τον κορσέ σε πλειστηριασμό?
σαν τα κυλοτάκια της Μαίρυλυν Μονρόε...
Εγω πάντως διαλέγω τον αγνό έρωτα των καλογραιών για τον Ιησού (ντυμένο ή γυμνό)
είναι πιό κίνκυ......
Ε ναι...γι'αυτο λεω περι αναμνησεων..
;)
Takis...επειδη διαλεγεις αυτον τον ερωτα δεν μου καθεσαι???
;)
Άτιμο πράγμα τα νιάτα!
Γονατιστό σε παρακαλάει το κορίτσι να του κάτσεις ρε άχρηστε, κι εσύ ασχολείσαι με πλειστηριασμούς;
Κίτσο, άτακτα τα νιάτα, αλλά και οι μεσόκοποι κάνουν τις μεγάλες τσιρκατσουλιές!
Άψογη η Καντούλα.
Μόνο που δεν κατάλαβα γιατί έπιασες στο στόμα σου και τη μαμά της.
Γιατι ηταν συμμαθητες στο Γυμνασιο!
;)
Άσκαρ , καλά κάνεις ...άστους να λένε !
εγώ σε διάβασα και ξέχασα την κρίση !
μπορεί τον εαυτό σου να τον ξεπουλάς με τα 16years old (παιδαιραστεία να το πώ !) αλλά εμείς σε απολαμβάνουμε να απαγγέλεις τα κατορθωματά σου (αλήθεια -ψέματα) σαν τους θαλασσόλυκους που αναγκάστηκαν να αγκαζάρουν τη στεριά !
μπράβο απο μένα !
Αλέξια η αναλογία ψεύδους-αλήθειας είναι 80-20!
Και μια κι είπες για ιστορίες με θαλασσόλυκους, θμήθηκα πως έχω ακόμα για ανάρτηση καμιά 300ριά από δαύτες...
Δημοσίευση σχολίου