
Η μάνα μου με συμβούλευε να παντρευτώ νέος και να κάνω τρία παιδιά. Το τρίτο να είναι κορίτσι και να του δώσω τ΄όνομά της. Δεν διαφωνούσα με τις υποδείξεις της αλλά είχα πάντα μια πολύ ευρεία αντίληψη για τη νεότητα, ώστε ποτέ δεν μου φαινόταν πως είναι πολύ αργά...
Φαντάζομαι τον εαυτό μου στα ενενήντα. Σαν κλασικός πορνόγερος θα δηλώνω τουλάχιστον δέκα χρόνια μεγαλύτερος για να δείχνω σε πολύ καλή κατάσταση, παρά την ηλικία μου...
Στα Εξάρχεια οι μπάτσοι δεν θα μου κάνουν πλέον αναγνώριση στοιχείων. Θα με θεωρούν ακίνδυνο. Και τα κοριτσόπουλα θα προσπαθούν με χίλιους δυο τρόπους να με προκαλέσουν, πιστεύοντας πως θα είμαι εκτός λειτουργίας. Όλο και κάποια -η θρασύτερη- θα μου πετάξει κι ένα "σου σηκώνεται γέρο;". Κι εγώ, μάλλον, κατακόκκινος από ντροπή και με σκυμμένο το κεφάλι θα γυρίζω σπίτι ενώ στο δρόμο θα με βασανίζει το γνωστό διαβολάκι που μας σφυρίζει στο αυτί τις αποστομωτικές απαντήσεις που δεν δώσαμε εγκαίρως...
Θα ψάχνω απεγνωσμένα στα ενενήντα μου να γνωρίσω τον πρώτο μεγάλο έρωτα της ζωής μου. Την ιδανική γυναίκα που πάντα αναζητούσα: καυλωμένη καλόγρια στα δεκαοχτώ της, πουτάνα πολυτελείας στα σαράντα, βασίλισσα της Βαβυλωνίας στα εβδομήντα και αγία στα εκατό της...
Θα με κοιτάζει σοβαρά κατευθείαν στα μάτια και θα μου λέει: "γιατί άργησες τόσο πολύ να με γνωρίσεις;"...
Θα της δίνω ραντεβού στο ξενοδοχείο "Γλάρος" στον Σκαραμαγκά (ελπίζω να μην κλείσει ως τότε). Θα πηγαίνω με το αστικό και θα κουβαλώ πάντα μαζί μου τον αγαπημένο μου πίνακα μ΄ένα σφυρί κι ένα καρφί για να τον κρεμάσω πάνω απ' το κρεβάτι. Δείχνει μια καλόγρια που ο ζωγράφος απήγαγε απ' το μοναστήρι της και την έκανε γυναίκα του. Λένε πως τον ζωγράφισε μ' ένα πινέλο δικής του κατασκευής: το έφτιαξε με τρίχες που ξερίζωνε απ' την ουρά του σκύλου του...
Θα της βγάζω τα ρούχα ένα-ένα, όπως ακριβώς αρέσει στους γέρους - δεν ξέρω γιατί. Δεν πρέπει, όμως, να το καθυστερώ και πολύ. Πρέπει όλα να γίνουν προτού "η σούπα κρυώσει"...
Ένα αστέρι θα λάμπει στον τριανταφυλλένιο ουρανό, ο καπετάνιος ενός γκαζάδικου θα τραβάει τη μπουρού, το καράβι θα απομακρύνεται μ' έναν απαρηγόρητο αποχαιρετισμό κι εγώ θα νιώθω ένα σφίξιμο στο λαιμό, σαν γόρδιο δεσμό, για τους έρωτες που θα μπορούσαν να είχαν υπάρξει και δεν υπήρξαν...
Φαντάζομαι τον εαυτό μου στα ενενήντα. Σαν κλασικός πορνόγερος θα δηλώνω τουλάχιστον δέκα χρόνια μεγαλύτερος για να δείχνω σε πολύ καλή κατάσταση, παρά την ηλικία μου...
Στα Εξάρχεια οι μπάτσοι δεν θα μου κάνουν πλέον αναγνώριση στοιχείων. Θα με θεωρούν ακίνδυνο. Και τα κοριτσόπουλα θα προσπαθούν με χίλιους δυο τρόπους να με προκαλέσουν, πιστεύοντας πως θα είμαι εκτός λειτουργίας. Όλο και κάποια -η θρασύτερη- θα μου πετάξει κι ένα "σου σηκώνεται γέρο;". Κι εγώ, μάλλον, κατακόκκινος από ντροπή και με σκυμμένο το κεφάλι θα γυρίζω σπίτι ενώ στο δρόμο θα με βασανίζει το γνωστό διαβολάκι που μας σφυρίζει στο αυτί τις αποστομωτικές απαντήσεις που δεν δώσαμε εγκαίρως...
Θα ψάχνω απεγνωσμένα στα ενενήντα μου να γνωρίσω τον πρώτο μεγάλο έρωτα της ζωής μου. Την ιδανική γυναίκα που πάντα αναζητούσα: καυλωμένη καλόγρια στα δεκαοχτώ της, πουτάνα πολυτελείας στα σαράντα, βασίλισσα της Βαβυλωνίας στα εβδομήντα και αγία στα εκατό της...
Θα με κοιτάζει σοβαρά κατευθείαν στα μάτια και θα μου λέει: "γιατί άργησες τόσο πολύ να με γνωρίσεις;"...
Θα της δίνω ραντεβού στο ξενοδοχείο "Γλάρος" στον Σκαραμαγκά (ελπίζω να μην κλείσει ως τότε). Θα πηγαίνω με το αστικό και θα κουβαλώ πάντα μαζί μου τον αγαπημένο μου πίνακα μ΄ένα σφυρί κι ένα καρφί για να τον κρεμάσω πάνω απ' το κρεβάτι. Δείχνει μια καλόγρια που ο ζωγράφος απήγαγε απ' το μοναστήρι της και την έκανε γυναίκα του. Λένε πως τον ζωγράφισε μ' ένα πινέλο δικής του κατασκευής: το έφτιαξε με τρίχες που ξερίζωνε απ' την ουρά του σκύλου του...
Θα της βγάζω τα ρούχα ένα-ένα, όπως ακριβώς αρέσει στους γέρους - δεν ξέρω γιατί. Δεν πρέπει, όμως, να το καθυστερώ και πολύ. Πρέπει όλα να γίνουν προτού "η σούπα κρυώσει"...
Ένα αστέρι θα λάμπει στον τριανταφυλλένιο ουρανό, ο καπετάνιος ενός γκαζάδικου θα τραβάει τη μπουρού, το καράβι θα απομακρύνεται μ' έναν απαρηγόρητο αποχαιρετισμό κι εγώ θα νιώθω ένα σφίξιμο στο λαιμό, σαν γόρδιο δεσμό, για τους έρωτες που θα μπορούσαν να είχαν υπάρξει και δεν υπήρξαν...