
Ο πόλεμος του ’40 τον βρήκε κλεισμένο στην Ακροναυπλία. Πάνω στην αναμπουμπούλα απέδρασε, ξαναντάμωσε τους συντρόφους του κι ετοιμαζόταν να βγει στο βουνό!
Έπεσε όμως η «καρφωτή» και βρέθηκε πάλι φυλακισμένος στο Γεντί Κουλέ με τους μελλοθανάτους!
Δυο μέρες πριν τον μεταφέρουν για εκτέλεση στου «Παύλου Μελά» κατόρθωσε πάλι ν’ αποδράσει.
Γύρισε στο βουνό κι αργότερα εντάχθηκε στο επιτελείο του Μάρκου Βαφειάδη. Ανέλαβε κι αρχισυντάκτης της εφημερίδας των Σλαβόφωνων αγωνιστών του Δημοκρατικού Στρατού.
Τέλη Αυγούστου του ’49 ο εμφύλιος τέλειωσε. Το αρχηγείο του Βαφειάδη αποχωρεί συντεταγμένο από τη βάση του στο Γράμμο. Μαζί τους κι ο Ντμίτρι...
Τα απομεινάρια του Δημοκρατικού Στρατού ανασυγκροτούνται λίγο μέσα στα αλβανικά σύνορα. Η σκιά της ήττας είναι βαριά, το ηθικό ανύπαρκτο.
Επιβιβάζονται στο σοβιετικό σκαρί «Βλαδίμηρος» και ξεκινούν για Ρωσία. Το ρωσικό πλοίο κάνει συνεχώς κύκλους στην Ανατολική Μεσόγειο για ν’ αποφύγουν τις περιπολίες των Δυτικών.
Κάποια στιγμή περνούν τα Δαρδανέλλια και τον Βόσπορο και κατεβαίνουν στο Βατούμι. Ρωσίδες νοσοκόμες τους υποδέχονται, τους γδύνουν και τους ψεκάζουν για τις ψείρες! Πόσο άβολα αισθάνονται οι μπαρουτοκαπνισμένοι άντρες, να στέκονται ολοτσίτσιδοι μπροστά στα μάτια τόσων νεαρών γυναικών...
Ο Ντμίτρι έμεινε στην Τασκένδη δέκα χρόνια. Τότε ο Τίτο αποφάσισε να κάνει δεκτούς τους ελληνικής προέλευσης Σλαβομακεδόνες στη «Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας». Τους έδωσε σπίτια στα Σκόπια και δουλειές στις φάμπρικες...
Η ζωή του Ντμίτρι μπήκε, επιτέλους, σε μία τάξη! Το 1985 κατέβηκε στην Αθήνα και γνώρισε από κοντά το εγγόνι ενός παλιού συμπολεμιστή του. Κι έκτοτε αλληλογραφεί μαζί του ...
Του γράφει ελληνικά γιατί ακόμη ονειρεύεται στα ελληνικά!