Η θάλασσα αγαπάει όσους την αγαπάνε. Ξέρει πως σ' αυτούς ανήκω κι εγώ...Ούτε που κατάλαβα πώς βρέθηκα να συμμετέχω σε τούτη την απαίσια κρουαζέρα. Τώρα που το καλοσκέφτομαι, θά λεγα, μάλλον, ως ... συνοδός!
Όμως, τό παμε στην αρχή. Η θάλασσα με αγαπάει. Νιώθει πως σήμερα το πρωί γουστάρω νά μαι μόνος. Γι' αυτό και σήκωσε κύματα! Τέτοια, που έστειλαν τους περισσότερους στα κάγκελα να ξερνοκοπάν...
Είχα πάρει κάμποσες μπύρες κι είχα απομονωθεί σε μια άκρη του καταστρώματος. Γύρω μου ένα πολύγλωσσο ανθρωπομάνι βούιζε σα σφυκοφωλιά! Κι εγώ μιλάω όλες τις γλώσσες του κόσμου αλλά μόνο μετά το δέκατο μπουκάλι μπύρας! Σε λίγο θα μπορούσα άνετα να συνεννοηθώ μαζί τους...
Είχα ήδη "κουδουνίσει" σαν αποφάσισα να γυρίσω στην καμπίνα μας. Μάλλον μπέρδεψα τα πατώματα και μόλις άνοιξα την πόρτα δεν αντίκρυσα τη Βαλέρια. Εκτός κι αν η Βαλέρια είχε κοπεί στα δύο και κάθε κομμάτι της είχε τα μισά της χρόνια, τα μισά της κιλά και πολύ πιο υπέροχα βυζιά και κωλομέρια...
Οι δυο άγνωστες και ολόγυμνες γυναίκες άρχισαν να τσιρίζουν. Η μία έτρεξε να κρυφτεί στο μπάνιο. Μόλις που πρόλαβα να τη δω. Η άλλη, κατατρομαγμένη, ανέβηκε όρθια στο κρεβάτι της κρύβοντας το στήθος με τα δυο της χέρια. Νόμισα πως έβλεπα την αναδυόμενη Αφροδίτη αλλά χωρίς την αχιβάδα! Άσε που στον πίνακα του Μποτιτσέλλι η θεά δεν φωνάζει "αστυνομία" και "βοήθεια"...
Ήθελα να χυμήξω πάνω της αλλά τα ουρλιαχτά της με αποθάρρυναν. Έκλεισα βιαστικά την πόρτα και συνέχισα να βαδίζω στον μακρόστενο διάδρομο. Τα είχα βάλλει με την μοίρα μου!
Έβριζα τις νεράιδες που μάλλον κι αυτές είχαν μεθύσει όταν γεννήθηκα κι έσκυψαν πάνω από την κούνια μου γελώντας σαν τρελές... Αν ξαναγύριζαν και μου έλεγαν "κάνε μια ευχή" θα τους απαντούσα: "θέλω να ευχηθώ να μην χρειάζεται κανείς από δω και πέρα να κάνει ευχές!"... Και τότε οι νεράιδες θα έπεφταν στην ανεργία στον αιώνα τον άπαντα!
Το ξέρω ... είναι κάπως σατανικό, αλλά ο καθένας εκδικείται όπως μπορεί...