Όταν τη γνώρισα ήμουν μικρός κι άπειρος.
Ο έρωτάς της στριμώχθηκε δίπλα σ' άλλους έρωτες, "μοναδικούς", παθιασμένους, "αληθινούς"...
Εγώ, κολακευμένος απ' την όλη φάση, ανώριμος να συγκρίνω και να καταλάβω την αξία του, τον έζησα όπως ακριβώς αναμενόταν να τον ζήσω: γρήγορα κι επιπόλαια...
Για κείνη, κάπου στην πορεία, το "θεματάκι μας" σοβάρεψε. Εγώ χαμπάρι δεν πήρα...
Σε όσα ξεκίνησε να μου λέει, της απαντούσα με μεγάλα λόγια, αδυνατώντας να κατανοήσω πως ό,τι μου 'λεγε μπορεί και να τα ένιωθε...
Κι όσο εκείνα τα άγουρα αισθήματα μεγάλωναν, τόσο εγώ έμπαινα στον πειρασμό να δοκιμάσω πάνω της την επιρροή μου.
Της απαξίωνα τους φίλους της, της απαγόρευμα να ντύνεται προκλητικά, την έκανα κάποιες φορές να κλάψει, μέχρι και χέρι σήκωσα πάνω της...
Εκείνη θεωρούσε πως άξιζε να κάνει μερικές παραχωρήσεις για να μ' έχει ευτυχισμένο.
Εγώ απλά θεωρούσα πως άξιζα να είμαι ευτυχισμένος!
Χωρίς να τη σκέφτομαι...
Ήμασταν σ' ένα ξενοδοχείο ημιπαραμονής όταν τη ρώτησα γιατί κλαίει.
"Πες μου πως με θέλεις και έξω απ' αυτό το δωμάτιο", μου είπε.
Τότε κατάλαβα πως τα "μεγάλα λόγια" τέλειωσαν.
Πήγα γρήγορα στο ντους.
Σα να 'θελα να τη βγάλω από πάνω μου...
Ξέρω, θ' ακουστεί "κάπως", αλλά ώρες-ώρες νιώθω σαν τον άγιο Εφραίμ το Σύρο!
Ο τύπος στα νιάτα του ήταν μεγάλο αλάνι!
Φιλακόβιος, μπορεί και μπουρδελιάρης.
Ήταν περίπου στην ηλικία μου όταν έγραφε:
"Ήμουν άμυαλος, σκύλιαζα για το τίποτα, ριχνόνουν στις αισχρές επιθυμίες, είχα την εντύπωση πως όλα στον κόσμο γίνονται στην τύχη. Θυμάμαι τις αμαρτίες μου και ταράζομαι και πιάνω να κλαίγω, και θα 'πεφτα στην απελπισία αν δεν έτρεχαν να με δυναμώσουν, όπως είμαι μισοπεθαμένος, ο Ληστής, ο Τελώνης και η Αμαρτωλή Γυναίκα"...