
Τις νύχτες γονατίζω
μπροστά σε τίγρεις
που δεν μ’ αφήνουν να ησυχάσω.
Τα χρόνια κι οι έρωτες είναι φτιαγμένα
για να πηγαίνουν χαμένα.
Να ξερνάμε σε βουλωμένες τουαλέτες
σε νοικιασμένα δωμάτια
γεμάτα κατσαρίδες και ποντίκια...
(Δεν υπάρχει τίποτα τόσο βαρετό
όσο η αθανασία)
Χαίρομαι το κακό φαγητό
το φτηνό ποτό,
ταιριάζω με γυναίκες
απ’ την κόλαση,
σκορπάω τις μέρες μου
σαν χαρτοπετσέτες...
Ξαφνικά χτυπά το τηλέφωνο
και μια γυναίκα λέει
«απόψε είμαι ελεύθερη»!
Καλά... δεν είσαι και τόσο,
μα ούτε κι εγώ είμαι.
Έχεις τεράστια μπούτια
και πάντα βλαστημάς όταν μεθύσεις.
Όταν βγήκες απ’ το μπάνιο
έσκυψες
κι είδα ολάκερο τον κώλο σου
σαν έβαζες να παίξει Μότσαρτ...
Το δέρμα σου είναι λευκό και πλαδαρό
φοράς μοβ κιλότα.
Κάτι τέτοιες σκηνές δημιουργούν
σπουδαίους πίνακες
άριες
αυτοκτονίες και
ερημίτες...
Όλ’ αυτά τα χρόνια
κοιτάζω μέσα απ’ τους πάτους των μπουκαλιών
καθώς η πόλη αδειάζει τη θλίψη της
σε κρασομπούκαλα και μπαγιάτικα φιλιά
κι οι χειροπέδες και τα δεκανίκια και οι ταφόπλακες
συνουσιάζονται με τρέλα...
Αχ! Υπάρχουν κάποια
θεσπέσια πράγματα στη ζωή μας!
Όπως, ας πούμε, τα πόδια των γυναικών
σαν βγαίνουν απ’ το αυτοκίνητο.
Κι εγώ τώρα, ψεκάζω με κατσαριδοκτόνο
ένα καινούργιο ζευγάρι κάλτσες,
πατώντας σε χαλιά με τρύπες
από αναμμένα τσιγάρα...
Γυρίζω και βλέπω στον σκοτεινό καθρέφτη,
τον εαυτό μου σε 20 χρόνια
το πούρο
η πεσμένη κοιλιά μου
εγώ
γέρος
βάζω τα γέλια...
Πάντα έψαχνα τον καλύτερο τρόπο
για να ξεμπερδεύεις απ’ τους μπελάδες.
Κάποιες φορές είναι το γαμήσι
κάποιες άλλες η τρέλα
και κάποιες η αυτοκτονία!
Ό,τι σου βρίσκεται πρόχειρο...
Πηγαίνω στην κουζίνα
να πιω ένα ποτήρι νερό.
Ανάβω το φως
σκοτώνω το όνειρο της κατσαρίδας
στη συνέχεια σκοτώνω
και την ίδια την κατσαρίδα!
(Η βροχή σαν ένα νεαρό κορίτσι
έρχεται προς το μέρος μου)
Οι ωραίες λέξεις,
όπως κι οι όμορφες γυναίκες,
κάποτε
ζαρώνουν και ξεψυχάνε...