30 Αυγούστου 2003, αν θυμάμαι καλά. Ζέστη πολύ, στο λιμάνι του Λαυρίου. Φτάσαμε νωρίς, να πιάσουμε το κλίμα της συναυλίας. Ανεβήκαμε από τους πρώτους στο φέρι που θα πας πέρναγε από το στενό του διαβόλου, απέναντι. Κόσμος πολύς ανέβηκε. Πρόσωπα θυμωμένα μα και γαλήνια, κορμιά ταλαιπωρημένα αλλά και ζωντανά, βλέμματα απλανή και φιδίσια συνάμα. Όλοι κοιτούσαμε απέναντι. Ταξίδι στο χρόνο, βαθιά στη μνήμη και στα κιτρινισμένα φύλλα των βιβλίων.
Φτάσαμε! Ξερότοπος. Αυτό το τοπίο είναι σκληρό... δεν υπάρχει νερό, μονάχα φως! Το Υπουργείο Πολιτισμού είχε κάνει καλή δουλειά, παλιά λεωφορεία της ΕΑΣ, μας μετέφεραν στο χώρο της συναυλίας. Να, να, εδώ ήταν το Τάγμα Σκαπανέων, ακούστηκε να λέει ένας ξερακιανός και καλοσυνάτος γεράκος, και άρχισε να γελά, αμήχανα. Που το’ βρισκε το κουράγιο, εκείνος ο Μήτσος από τα Γρεβενά, είπε. Όσο κι’ αν έσκαβε, έβρισκε κι΄έλεγε αστεία, και γελάγαμε όλοι, και οι θύτες και τα θύματα. Όταν χαμογελάνε ένα μικρό χελιδόνι βγαίνει μέσα απ’ τα άγρια γένια τους, σιγοτραγούδησε. Υπήρχαν άραγε θύτες σε τούτο το μέρος, ρώτησε ένας νεότερος; Όχι, λάθος, μόνο θύματα, απάντησε ορθά – κοφτά, ο γέρος. Μπιθικώτσηδες και Θεοδωράκηδες, όλοι Θύματα. Η Ελλάδα, η Δημοκρατία στο Απόσπασμα, είπε κάποιος άλλος.
Ανηφορίζουμε το μονοπάτι για το αμφιθέατρο. Οι διοργανωτές είχαν ρίξει θειάφι, να διώχνει τα φίδια. Θυμήθηκα το μπαρμπα Θανάση από το χωριό. Μού’ χε πει για έναν άνυδρο σκορπιό, που τον είχε δαγκώσει στη σκηνή. Τον είχε σώσει κάποιος γιατρός από την Καρδίτσα. Ήταν ψηλός και όμορφος. Ήταν και αμετάπειστος, τον πήγανε στο "σύρμα". Έμαθαν ότι πέθανε... Πώς γίνεται να βρίσκονται οι μισοί κάτω από το χώμα; Περιμέναμε το Μίκη. Έφτασε με συνοδεία αστυνομίας, λιμενικού και κορυφαίων Υπουργών και Πολιτικών. Όχι σαν Δεσμώτης όμως. Είναι σπουδαία αυτή η βραδιά, είπε κάποιος. Απόψε θα αναπαυθούν οι ψυχές, θα γαληνέψει ο τόπος, θα μείνουν τα κυπαρίσσια κι’ ο δαφνώνας.
Ο Μίκης σηκώνεται όρθιος. Οι νέοι τραγουδιστές μεριάζουν, σκύβοντας το κεφάλι, μετά φόβου και πίστεως. Όταν σφίγγουν το χέρι, ο ήλιος είναι βέβαιος για τον κόσμο. Ο Μπάσης, μόλις και μετά βίας μπορεί και κρατάει το ίσο. Ο Μπέζος δεν αντέχει. Ανεβαίνει στην πλαγιά και ξεσπά σε κλάματα. Κοιτάω τριγύρω, υψωμένες γροθιές και ρυθμικά παλαμάκια, μάτια δακρύβρεχτα, σπινθήριζαν σαν κολοφωτιές στο αντιφέγγισμα του φεγγαριού.
Στην προκυμαία, κάποιοι Τζιώτες, είχαν στήσει πανηγύρι, με τσαμπούνες και λαγούτα. Πρόσεξα, με την άκρη του ματιού μου, μια φιγούρα σαν τον Κατράκη. Πλησίασα με προσοχή. Κοιτούσε το πέλαγο. Τραγούδαγε μη λυγμό: κλαίει κι’ η μάνα μου στο μνήμα, κλαίει – κλαίει κι’ η Παναγιά.
Η Παναγιά – η Μαντόνα – My Mantonna.