Τετάρτη, Φεβρουαρίου 28

Πρωτότυπο σκονάκι...









Αριστερά σας βλέπετε την πιο διάσημη πλάτη της μπλογκοκοινωνίας! Ανήκει στο Κατερινάκι, μιας εκ των γυναικών του Άσκαρ! Αλλά μιλάμε για «ΤΗ» γυναίκα! Από τον Πύργο Ηλείας! Αυτό τα λέει όλα…
Το Κατερινάκι, που λέτε, είχε την καλοσύνη να μου χαρίσει την πλάτη της! «Παρ την» μου λέει «και καν την ό,τι θες»! «Θα την εκμεταλλευτώ!» της λέω. «Δεν με νοιάζει» μου λέει… «όλη για πάρτη σου!».
Την πήρα, που λέτε, και την έφερα σπίτι μου. Το βράδυ δεν με κόλλαγε ύπνος… «Κανένα πρόβλημα» σκέφτομαι. Κι αρχίζω να μετράω τις ελίτσες της πλατούλας… μία, δύο, τρεις, τέσσερις, πέντε … και πτουπ … με παίρνει ο ύπνος!
Το πρωί σήμερα έδινα το τελευταίο μάθημα της εξεταστικής. Δεν μπορούσα να συγκρατήσω χρονολογίες και ονόματα, οπότε το μυαλό μου πήγε αμέσως στην πλάτη! Έκατσα και έγραψα πάνω της το πιο πρωτότυπο σκονάκι… Και την έβαλα να κάτσει στο μπροστινό μου κάθισμα για να αντιγράφω άνετα…
Ξέχασα να σας πω πως η πλάτη είναι και θεοσεβούμενη! Μόλις μπήκαμε στη Θεολογική και βρέθηκε μπροστά στο παρεκκλήσιο της Σχολής, έπεσε στα γόνατα και προσευχήθηκε!



























Κυριακή, Φεβρουαρίου 25

Οπτασία...



μεσάνυχτα..
λαχτάρα για άγγιγμα,
κι η φωτιά να πέφτει
από τον ουρανό βροχή.
Διαβαίνω πέρα,
απ'τ'όνειρο πιο πέρα,
φλογισμένη.
Σέρνω τις ώρες μου
σ'άμαξα πυρωμένη.
Παίζω και γελώ με τους αγγέλους.
Μυρίζουν τ'άρωμά μου,
κι έρχονται κοντά μου.
Τους δίνω νερό
στη φούχτα μου να πιουν,
π'αντλώ απ'την πηγή
της οπτασίας...
Κι έρχονται χιλιάδες
χρυσαλίδες μευθυσμένες
να παίξουν με των αγγέλων τα φτερά
Τους φιλούν οι παιχνιδιάρες στο στόμα
να ξεδιψάσουν τάχα...
Δε ζηλεύω...
Εγώ σκύβω και φιλώ
έναν άγγελο μονάχα,
π'άφησαν αφίλητο
και μοναχό...


Παρασκευή, Φεβρουαρίου 23

Η πρεζού...


Τη γνώρισε στη Σόλωνος, απέναντι απ' τη Νομική, έξω απ' τον "Γρηγόρη". Εκεί έκανε πιάτσα! Ήταν μόνο είκοσι χρονών αλλά φαίνονταν για πολύ μεγαλύτερη. Και ρούφαγε οτιδήποτε κυκλοφορούσε σε σκόνη...

Μερικές φορές την έπαιρνε σπίτι του. Συζητούσαν σα φιλαράκια. Εκείνος την κέρναγε ουισκάκι και την τάιζε με το ζόρι ... δύο μπουκιές... σπάνια έτρωγε.

Λέγανε για ποίηση, για λογοτεχνία... Πουτάνα διαβασμένη και ψαγμένη, σπάνιο πράγμα... Μιλάγαμε για Μπάροουζ, για Καβάφη, για Μπλωνταίρ, για Μπουκόφσκι... όλους εκείνους τους τρισκατάρατους που είχαμε για πρότυπα.

Σπίτι υπήρχε μια μεγάλη βιβλιοθήκη. Εκστατική καθόταν και τη χάζευε σαν παιδάκι, ώρα πολλή. Εκεί είδε τον Έρνεστ! Χοροπήδησε. "Α! Έχεις και τον Έρνεστ βλέπω! Είναι ο καλύτερός μου, τι άντρακλας, τι συγγραφέας!".

"Έρνεστ" φώναζε τον Χέμινγουεϋ. Λες και τον ήξερε από παλιά. Έκοβε φλέβες για πάρτι του. "Τι άντρας! Τι γαμιάς! Τι συγγραφέας!" Έβγαλα το βιβλίο, της το χάρησα. Δεν θυμάμαι πια τον τίτλο. Έπεσε πάνω μου, μ' έλειωσε στα φιλιά.

- Δεν πάμε να ξαπλώσουμε αγαπούλα;

Είχα σκυλοκαυλώσει...

- Δυο λεπτά να "γίνω" κι έρχομαι...

Εκεί αρχίζανε τα σπαστικά. Να φέρω το κουτάλι, το ξινό, να ωρύεται ότι την έριξε ο ντίλερ, να βράζει τη βρωμόσκονη, να οπλίζει το βελόνι και μετά άντε να βρει τη φλέβα... Είχανε μείνει κάτι γαλάζιες εύθραυστες κλωστίτσες... δεν αντέχανε άλλο βελόνι!

"Ψώνιο!" φώναζε τελικά όταν βάραγε το σουτ κι έτρωγε το φλασάκι. Μάτια μισόκλειστα, ακόμα πιο χλωμή.

Τότε την έπαιρνε αγκαλίτσα στο κρεβάτι...

....

Το γαμήσι ήταν πάντα επεισοδιακό. Μερικές φορές, όταν είχε κέφια και συντονιζόντουσαν, ήταν εκπληκτικό. Τον σπιρουνίζανε τα πόδια της και του κατέβαζε την πλάτη του λουρίδες!

Καυλιάρα, εκρηκτική, υγρή φωτιά στην αγκαλιά του. Τα κορμιά τους κλείδωναν το ένα μέσα στο άλλο και χανόντουσαν. Δεν παίρνανε ποτέ καμία προφύλαξη, τα κάνανε όλα δίχως προφυλακτικό... έτσι τη βρίσκανε!

ένα ποστ αλλιώτικο απ'τ'άλλα μου...



...μου τηλεφώνησε ο καλός μου. Τις τελευταίες μέρες σιωπά κι απέχει!


μα έλα,


του λέω,


μα όχι,


μου απαντά.


μα γιατί;


του ξαναλέω


μα διότι έχω άλλες...


α...κάνω εγώ


με την ευχή μου λοιπόν!


.....και καλά το έπαιξα θιγμένη.


πού να ξερε ο χριστιανός ότι εάν νομίζει πως με λένε "πηνελόπη" γελιέται...
"όξω, αλλού τρως. όξω αλλού πίνεις όξω αλλού τρως αλλού πίνεις αλλού πας και το δίνεις"!


γι αυτό κι εγώ πάω να κάνω το ντουζάκι μου και να ετοιμαστώ για...

να αφήσω τα αποτυπώματα των κόκκινων χειλιών μου αλλού!!!!!

Πέμπτη, Φεβρουαρίου 22

ο άλλος...του διαλόγου μου


Χάιδευα με την αφή της ομιλίας μου

το πρόσωπό του.

΄Ωσπου ανεπαίσθητα εκείνο χάθηκε

μέσα στη νύχτα.


Κι έμεινα δίχως συνομιλητή

κι έμεινα μόνη δίχως να το ξέρω

κι έμεινα μόνη συνεχίζοντας

να του μιλάω...

Τετάρτη, Φεβρουαρίου 21

Τα αθώα μάτια...

Το σώμα της νεκρώθηκε
σαν έβαλε τα μαύρα.
Πέρασαν χρόνια
για να αισθανθεί
τ' άσπρα μέλη της πιο επικίνδυνα
μέσα σ' αυτό το χρώμα...

Ύστερα ήρθαν πράγματα
περισσότερο επείγοντα:
η κόρη που μεγάλωνε,
το σπίτι,
το ψωμί...

Τώρα που βλέπει προς τα πίσω
με τρόμο αναρωτιέται
πώς της έφυγαν τα χρόνια.
Σήμερα, μάλιστα,
που ήρθαν και της είπαν
πως όσα δεν έζησε αυτή
τα χαίρεται κρυφά η κόρη της
-η κόρη των δεκαεπτά χρονών-
με τα αθώα μάτια...

Τρίτη, Φεβρουαρίου 20

εξ
ουρανού
κατέβηκε στη γη
αδαπάνητη ψυχή
για μένα!
την πήρα στα χέρια
μου
και την ενθρόνισα
στου πάθους μου τ' ανάκτορο
βυσσινιές, βελούδινες
κουρτίνες,
ολόχρυσα ανάκλιντρα
και κρυσταλλένιες λάμπες
στο βασίλειό
μου!
έξω απ'το χρόνο,
κει που βασιλεύουν
όλων τα όνειρα
Δαπανιέται
τώρα.
Ήρθε η ώρα.
Ω, ψυχή αγγελική,
μέλι με κερνάς
πίνω και
μεθώ
κι εκστασιάζομαι!
ω, Ψυχή μου!
Καταφυγή
μου...



Σάββατο, Φεβρουαρίου 17

Το μεταξωτό κιλοτάκι...

Είχαν αποφασίσει να χωρίσουν. Δηλαδή, δεν «αποφάσισαν» ακριβώς… εκείνη το είχε αποφασίσει!
Ο τύπος ήταν ρομαντικός ιππότης του παλιού καιρού, ευαίσθητος, ποιητής, τη γέμιζε λουλούδια και χειροφιλήματα! Αλλά ταυτόχρονα ήταν εφιαλτικά χυδαίος και αφάνταστα σκληρός. Δεν μπορούσε ν’ αντέξει μια τόσο αντιφατική κατάσταση. Και σήμερα το πρωί του το πε ξεκάθαρα. «Αποφάσισα να χωρίσουμε!».
Εκείνος το αντιμετώπισε, όπως πάντα, με αινιγματική ψυχραιμία. Προσφέρθηκε μάλιστα να της κάνει το αποχαιρετιστήριο τραπέζι στην ταβέρνα που τους άρεσε…
Είχαν μόλις τελειώσει το φαγητό όταν εκείνος την κοίταξε σοβαρά. «Θέλω να μου κάνεις μια χάρη» της είπε.
«Τι θέλεις, δηλαδή;» τον ρώτησε εκείνη ανήσυχη. Τον ήξερε πλέον αρκετά. Μες την παραφορά του ήταν ικανός για όλα. Το έδειχνε η γυαλάδα του ματιού, το πορφυρό του λάγνο πρόσωπο…
- Μην τρομάζεις… απλά ποθώ ένα ενθύμιο δικό σου, ένα σουβενίρ… όπου κι αν πάω να το χω συντροφιά μου…
- Ενθύμιο; Τι ενθύμιο δηλαδή;
- Ένα ρούχο σου ποθώ απελπισμένα…
- Τι ρούχο βρε … , μ’ έσκασες… λέγε, τι εννοείς;
- Την κιλότα σου…
- Την κιλότα μου; Μα τι λες τώρα; Τι να το κάνεις το βρακί μου; Επικοινωνείς;
- Απόλυτα! Αφού δεν μπορώ να έχω εσένα ας έχω αυτό τουλάχιστον! Αυτό του ρούχο που χαϊδεύει τα μυστικά σου σημεία, που φιλάει την ουσία της θηλυκότητάς σου, που εκπέμπει την πνοή του σώματός σου, το άρωμα των χυμών σου… ποτισμένο από σένα! Πες με ανώμαλο, ό,τι θες… μονάχα δως το μου. Να, κοίτα…
Της έδωσε ένα τσαντάκι πού χε εκεί, κοντά του. Εκείνη το άνοιξε, κοίταξε μέσα… ένα κιλοτάκι δαντελωτό, ολοκαίνουργιο…
- Θα πρέπει να σου κάνει… είναι για σένα… πήγαινε σε παρακαλώ στην τουαλέτα, βγάλε το παλιό, τρίψτο καλά πάνω σου, βάλ το στο κουτάκι και φόρα το καινούργιο…
Εκείνη κάπου συγκινήθηκε. Να ζητιανεύει το βρακί της κοτζάμ άντρας… «Άντε, θα σου το κάνω το χατίρι» είπε τελικά. Σηκώθηκε, πήγε στην τουαλέτα και γρήγορα επέστρεψε γελαστή.
Εκείνος είχε ήδη πληρώσει το λογαριασμό. Πήρε το κουτάκι και κατευθύνθηκε προς την τουαλέτα. Σε πέντε λεπτά επέστρεψε, της κράτησε να βάλει το παλτό και κίνησαν για το αυτοκίνητο.
Εκείνη έδειχνε να νιώθει περίεργα.
- Βρε …, πες μου κάτι σε παρακαλώ πολύ. Τι θα το κάνεις το βρακί μου, θα μου πεις;
- Θα το φοράω και θα σε θυμάμαι όταν θα κάνω πεζοδρόμιο στη Συγγρού! Το χα από μικρός απωθημένο να εκδοθώ, να δω πώς είναι…
- Έλα, άσε τ’ αστεία, λέγε τώρα… Γιατί το πήρες μαζί σου στην τουαλέτα; Λέγε!
Εκείνος, χωρίς να πει τίποτα της έδωσε το κουτάκι. Το άρπαξε γεμάτη περιέργεια… το άνοιξε άτσαλα κι έμεινε να κοιτά αποσβολωμένη! Το κιλοτάκι της, μαύρο, μεταξωτό, ήταν τυλιγμένο στοργικά γύρω από ένα τριαντάφυλλο! Το μπουμπούκι κατακόκκινο να εξέχει. Τ’ αγκάθια, όμως, του κοτσανιού είχαν τρυπήσει τις πτυχώσεις του υφάσματος. Και οι οσμές του σώματός της έσμιγαν με την ευωδιά του ρόδου! Μια μυρωδιά παράξενη, γλυκόξινη, δυσάρεστη κι ευχάριστη μαζί… μπλεγμένη οσμή, σαν τη ζωή. Ηδονή και πόνος σφιχταγκαλιασμένα, σάρκα κι ουρανός συμφιλιωμένα, δάκρυ και γέλιο αδελφωμένα…
Τον κοίταξε στα μάτια… Εκείνος, σα να μίλαγε σε κάποιους αόρατους περαστικούς, ψιθύριζε…
- Έτσι πρέπει να ναι το περιτύλιγμα του σώματος και τ’ άνθος της ψυχής σε συνουσία! Το καλό τρυπάει το κακό, η ομορφιά την πλάνη, ο έρωτας το θάνατο… Κόκκινο-μαύρο, αίμα και σκοτάδι, φως και κλάμα! Έτσι πάει η ζωή μας τελικά…
Και φίλησε γλυκά τα δύο ανόμοια που χαν σμίξει αδελφωμένα!
Κι εκείνη τον κοιτούσε σα χαζή…

Τετάρτη, Φεβρουαρίου 14

Δευτέρα, Φεβρουαρίου 12

Παίρνω τη Σνουπίτσα μου και πάω Κορέα!


Η ιδανική χώρα για ερωτευμένους είναι η Νότια Κορέα. Όχι μία, ούτε δύο αλλά 21 ημέρες του έτους είναι αφιερωμένες σε εκείνους. Λοιπόν, έχουμε και λέμε:
- 14 Ιανουαρίου είναι η «Ημέρα του Ημερολογίου». Οι ερωτευμένοι δωρίζουν μεταξύ τους ημερολόγια για να σημειώνονται οι σημαντικότερες ημέρες της σχέσης τους!
- 14 Φεβρουαρίου είναι η γνωστή σε όλους μας γιορτή του Αγίου Βαλεντίνου. Την ημέρα αυτή οι γυναίκες δωρίζουν στους καλούς τους σοκολάτες. Οι τελευταίοι ανταποδίδουν ακριβώς έναν μήνα αργότερα, τη λεγόμενη «Λευκή Ημέρα»!
- 14 Απριλίου, είναι η «Μαύρη Μέρα», αφιερωμένη στις ψυχές που δεν έχουν βρει ακόμη το «αδερφάκι τους». Τρώνε νουντλς με παχιά, μαύρη σάλτσα και την ελπίδα να βρουν επιτέλους την αγάπη στο διπλανό τραπέζι...
- 15 Μαΐου είναι η «Κίτρινη Ημέρα»: του απολογισμού. Όσοι έχουν βρει το ταίρι τους ανταλλάσσουν τριαντάφυλλα. Οι υπόλοιποι συγκεντρώνονται και παρηγορούνται τρώγοντας κάρι. Στη Ν. Κορέα τα ζευγάρια δεν γιορτάζουν την επέτειό τους μόνο σε χρόνια αλλά και σε ημέρες: 100, 200, 300 και 1000. κι αν δυσκολεύονται στους υπολογισμούς υπάρχουν ειδικές ιστοσελίδες στο Ίντερνετ να τους βοηθήσουν.
Κι αν, καμιά φορά, η πίεση τόσων επετείων γίνεται ασφυκτική, απλά χωρίζουν ... Άνθρωποι είναι κι αυτοί!

Παρασκευή, Φεβρουαρίου 9

Πολιτικό σχόλιο....

Λοιπόν, εκείνος
ο βασιλιάς της Σπάρτης ο Δημάρατος
που καθώς του άρπαξαν το θρόνο
κατέφυγε -ως λεν- θυμωμένος
στην περσικήν βασιλικήν αυλή,
πρώτα του Δαρείου και μετά του Ξέρξη,
δε στάθηκε μονάχα ένας προδότης
μ' ακόμη περισσότερο
υπήρξε ένας μεγάλος βλαξ!

Αν είχε πιότερο μυαλό
θα προτιμούσε νά μενε στη Σπάρτη.
Έτσι δε θα τον μέτραγαν
μήτε οι σύγχρονοι
μήτε οι κατοπινοί του για προδότη.

Κι εξάλλου, μένοντας
στην πατρίδα του τη Σπάρτη
θα μπορούσε -αν το ήθελε-
ακόμη περισσότερο να τη βλάψει!
Ακριβώς όπως το κάνουν
ακόμη σήμερα
και στην Αθήνα και στη Σπάρτη
τόσοι και τόσοι άλλοι...

Πέμπτη, Φεβρουαρίου 8

Γυναικεία φιλία...

"... Τελικά, η φιλία των γυναικών
γεννιέται τα χρόνια της ανιδιοτέλειας,
φουντώνει με την άνθηση των ορμονών,
υποσιτίζεται τον καιρό του έρωτα,
αναβιώνει με την ωριμότητα...
Δεν ξεχνιέται ποτέ, όπως το ποδήλατο και το κολύμπι!"

(Το διάβασα στο βιβλίο της Ιουστίνης Φραγκούλη-Αργύρη "Ψηλά τακούνια για πάντα", εκδ. Ελληνικά Γράμματα)

Δευτέρα, Φεβρουαρίου 5

Αντίο Σίβυλλα...

Σίβυλλα
ψυχή των Δελφών,
σε οραματίζομαι
την ώρα των Χρησμών!

Ωραία,
ψηλόκορμη,
ολόξανθα μακριά μαλλιά...
την ολόλευκη εσθήτα σου
πάνω στο βάθρο,
πανάρχαιη Θεά,
να κατευθύνεις
τις τύχες της ανθρωπότητας...

Δεμένος διαχρονικά μαζί σου,
δέος και σύγκριο
με καταλαμβάνει
σαν ακούω τη φωνή σου
απ' τα βάθη των αιώνων
απόκοσμη,
αργόσυρτη,
επιβλητική...
(Εγώ η Σίβυλλα μιλώ από στόματος Θεού Απόλλωνα...)

Αντίο Σίβυλλα!
Εγώ όσο ζω
θα σε θυμάμαι...
Αλλά πάρτο απόφαση:
πέθαναν -με το Δία μαζί-
όλοι μας οι Θεοί,
σβύσανε απ' τα χρόνια!
Μα ζουν όμως αθάνατοι
μ' ενός Φειδία την πνοή,
τα έργα τους το μαρτυρούν
οράματα αιώνια...

Σάββατο, Φεβρουαρίου 3

Γκόμενες... (Α)

Θα ταν 4 με 5 το πρωί.
Ήμουν πάλι λιάρδα απόψε… Ξεκίνησα για το σπίτι μου, αλλά γρήγορα άλλαξα γνώμη. Έπιασα τον εαυτό μου να γουστάρει πήδημα αλλά όχι στις πουτάνες… ήθελε κάτι πιο τρυφερό!
Με τη Νίκη είχα τσακωθεί πριν 20 μέρες. Από τότε δεν είχαμε ξαναμιλήσει. Αλλά και δεν είχαμε χωρίσει οριστικά. Τέλος πάντων… κι αυτή θα είχε ανάγκη απόψε από ένα πήδημα…
Έκανα παράνομη αναστροφή στη λεωφόρο και σε λίγα λεπτά ήμουν έξω από το σπίτι της. Το αμάξι της ήταν παρκαρισμένο στο δρόμο. Ήξερα πως ήταν μέσα….
Παραπατώντας κάπως ανέβηκα κάτι σκαλιά και χτύπησα την πόρτα.
- Ποιος;
- Εγώ αγάπη, άνοιξε, σε θέλω…
- Όχι δεν σ’ ανοίγω, είσαι μεθυσμένος, φύγε..
Εντάξει, δεν είμαι και κανένα υπάκουo παιδάκι… Άρχιζα να χτυπάω με δύναμη την πόρτα και να ουρλιάζω σα δαιμονισμένος. Σίγουρα θα την είχα σπάσει αν δεν άκουγα την κλειδαριά ν’ ανοίγει.
Μπουκάρω μέσα τσαμπουκαλεμένος.
- Γιατί δεν άνοιγες μωρή;
- Δε … δε … σε περίμενα…
- Γαμώ το διάολό μου… με άφησες και ούρλιαζα κι έγινα ρεζίλι στους γειτόνους…
- Ξέρεις … δεν είμαι μόνη σπίτι… έχω παρέα!
- Όπα μας!
- ….
- Τι είπες μωρή πουτάνα, μωρή ξέψωλη, θα σε σκίσω… με απατάς;
Κοιτάζω μέσα στην κρεβατοκάμαρα. Πίσω απ’ την τζαμένια πόρτα φαινόταν μια σκιά. Δεν έβγαινε έξω η παλιόκοτα…
- Ρε μάγκα, πού ρθες να γαμήσεις τη γυναίκα μου, για έβγα έξω να τα πούμε… οι δυο μας… αντρίκια!
Τίποτα… κότα! Το παιζε μουγκός…
Κάνω να μπουκάρω. Η Νίκη προσπάθησε να με συγκρατήσει.
- Όχι, μη μπεις, δεν κάνει…
Τη σπρώχνω μακριά…
- Βγες έξω ρε, αν είσαι άντρας!
Για να μην αντιδρά, σκέφθηκα, θα ναι καμιά κότα και θα τον λιανίσω εύκολα! Αν είναι όμως κανείς απ’ τους πρώην γκόμενους της Νίκης, κάνας αλητόβιος ή σωματέμπορος και περιμένει να μπω μέσα και να μου ρίξει λεπιδιά να μου χυθούνε τ’ άντερα;
Φουσκώνω επίτηδες το δερμάτινο μπουφάν (να με προστατέψει απ’ το μαχαίρωμα) και μπαίνω στην κρεβατοκάμαρα σαν τρελός…
- Πούστη, θα πεθάνεις!
Και μπαίνω μέσα και τι βλέπω μάγκες μου… Στο Θεό σας… Κόντεψα να πάθω εγκεφαλικό… μαρμάρωσα… στεκόμουν και κοιτούσα σα χάνος… δεν πίστευα στα μάτια μου…
Βλέπω ένα κοριτσόπουλο, μελαχρινό, λεπτούλι, σαν τα κρύα τα νερά, κατσαρομάλλικο, γλυκό, δυο μάτια λίμνες «μη με χτυπήσετε», να χει διπλωθεί στο κρεβάτι και να κλαίει τρέμοντας!
Πήγα από πάνω της αγριεμένος.
- Ρε πουτανάκι… ρε παλιολέσβω … που πλακώνεσαι με τη γυναίκα μου… δεν ντρέπεσαι;
- Σας παρακαλώ, μη μου κάνετε κακό! Και δώστου κλάμα…
Μπανίζω το κορμάκι, νεραϊδένιο! Μπανίζω το μουνάκι, γάλακτος! Θολώνω! Τη βλέπω κάπως κτηνώδικα! Να το σκίσω το αγγελούδι! Τον βγάζω έξω, το βλέπει, πάει να φύγει… Την καθηλώνω με τη δύναμή μου, σπρώχνω, προσπαθώ, αντιστέκεται με λύσσα! Της ανοίγω τα μπούτια…
Πάνω στην πάλη νιώθω κάτι σαν τσίμπημα στην πλάτη, σαν τσούξιμο… Δε δίνω σημασία, μα ο πόνος δυναμώνει! Γυρνάω και τι να δω… Τη Νίκη! Είχε αρπάξει το χασαπομάχαιρο, το μάτι της γυάλιζε!
- Πούστη, αν την πειράξεις σ’ έσφαξα, στ’ ορκίζομαι!
Το παίρνω αψήφιστα. Πάω να συνεχίσω… Χραπ, τρώω τη μαχαιριά στην πλάτη… χραπ… τρώω και τη δεύτερη στον ώμο! Ουρλιάζω… πετάγομαι απ’ το κρεβάτι.
- Πούστη, θα σε σφάξω… στό πα!
- Εντάξει… δεν θα την αγγίξω… άσε το μαχαίρι Νίκη…
Οι πληγές δεν ήταν βαθιές. Τις έσφιξα με το πουκάμισο και το αίμα σταμάτησε. Εξουθενωμένος ξάπλωσα στο πάτωμα.
Η Νίκη είχε πάρει την μικρή αγκαλιά… ξαπλώσανε… το μωρό να σπαρταρά σα χέλι.
- Μην κάνεις έτσι αγάπη μου… ο κάφρος δεν θα σε πειράξει…
Και τη χάιδευε, τη φίλαγε, της έλεγε ερωτόλογα, τη στόλιζε φιλιά παντού…
Ήταν τόσο ωραίο αγκάλιασμα, που ζήλεψα πολύ! Είχε μέσα τόση γλύκα, τόση στοργή και τρυφεράδα … δε φαντάζεστε. Την άγγιζε σα να χάιδευε τριαντάφυλλο, σα να γλύκαινε μωρό! Δεν ήταν μόνο ερωτικό άγγιγμα, ήταν τόσο ζεστό κι αληθινό… τόσο ανθρώπινο…
Κι εγώ καθόμουν και τις χάζευα… Πρώτη φορά έβλεπα τη Νίκη σε τέτοια έξαψη.
- Έλα μωρό μου, χάιδεψέ με! Δείξε πώς είναι η αληθινή αγάπη στο γουρούνι που ξέρει μόνο να λέει «γλείψε με, κάτσε να στον βάλω, γύρνα, θέλω κι άλλο…»!
Και της ρίχνει ένα γλείψιμο η μικρή… θανατηφόρο!
Η Νίκη είχε δίκιο! Πάντα το παιζα βίαιος, άγριος, σκληρός! Έτσι μου μάθανε από μικρό παιδί… δε φταίω ρε γαμώ το…
Καθόμουν πάντα στο πάτωμα. Με μαχαιρωμένο κορμί, μαχαιρωμένη ζωή, μαχαιρωμένο εγωισμό…

Πέμπτη, Φεβρουαρίου 1

To "Ιφιγένεια"...

Ήταν κατακαλόκαιρο και τα φεριμπότ πηγαινοέρχονταν ασταμάτητα. Οι αργόσχολοι στο λιμάνι τα παρακολουθούσαν με τις ώρες: ο "Νικόλας", η "Βαγγελιώ", ο "Άγιος Δημήτριος", η "Ιφιγένεια", η "Έλενα"...
Οι πιτσιρικάδες κάθονταν στην ακρογιαλιά, έπαιζαν ρακέτες και στοιχημάτιζαν μέχρι αργά το απόγευμα:
- Ποιο είν αυτό που μόλις ξεκίνησε;
- Το "Έλενα"!
- Όχι ρε μαλάκα, ο "Νικολάκης"... ένα μηδέν!
Το δρομολόγιο για την απέναντι ακτή κρατούσε το πολύ 11 λεπτά! Οι μόνιμοι κάτοικοι είχαν τόσο εξασκηθεί που αναγνώριζαν τα φεριμπότ από μίλια μακριά! Μόλις ξεκινούσαν από απέναντι.
Περασμένα μεσάνυχτα και είχαμε μείνει τελευταίοι και μόνοι στις καρέκλες του παραλιακού κέντρου. Παραγγήλαμε το τελευταίο καραφάκι κι αρχίζαμε να στρίβουμε το τελευταίο τσιγάρο. Είχαμε γνωριστεί πριν λίγες ώρες...
Από απέναντι ξεκινούσε το τελευταίο φεριμπότ της ημέρας.
- Ποιο είναι; τη ρώτησα.
- Τι χάνεις αν το βρω; μου είπε.
- Ρώτα με αλλιώς, της είπα.
- Πώς αλλιώς;
- Ρώτα "τι κερδίζω αν το βρω;".
- Εντάξει... τι κερδίζω;
Είχαμε πιεί πολλά ούζα κι ήταν ακόμη πολύ καλοκαίρι... Στο τέλος κάθε φράσης γελάγαμε χωρίς λόγο...
- Τι κερδίζω ρε παιδί μου; έκανε εκνευρισμένη.
- Κερδίζεις να γαμιόμαστε όση ώρα κάνει νά ρθει ως εδώ...
Εκείνη απλώς είπε ... "Ιφιγένεια"!