Σαν έκλεισε τα 18, φόρεσε το ράσο! Θες γιατί τον έταξε η μάνα του, θες η οικονομική στριμούρα, θες γιατί κι αυτός ήταν λίγο τεμπελάκος, το τέλος του πολέμου τον βρήκε δόκιμο καλογέρι στη Μεγάλη Παναγιά του Κάμπου.
Δεν περάσαν έξι μήνες κι ο γούμενος λόγιασε ν' αλλάξει την εικόνα της Παναγιάς στο τέμπλο. Το 'φερε η κουβέντα ένα βράδυ, μετά τ' απόδειπνο, λεφτά δεν υπήρχαν να φέρουν μαστόρους απ' τη Λάρισα, και πήραν την απόφαση ν' αναλάβει το δύσκολο έργο ο δόκιμος...
Έπρεπε να 'ναι έτοιμο το εικόνισμα τον Δεκαπενταύγουστο που θα 'ρχόταν κι ο Δέσποτας. Καιρό για χάσιμο δεν είχαν, το καλογέρι ήταν άπειρο και ζητούσε μοντέλο...
Ο γούμενος, αγνός άνθρωπος, είχε δει στα σταροχώραφα μια όμορφη χωριατοπούλα, άγριο κι αμύριστο λουλούδι μες στον κάμπο, την αυγούλα, το χάραμα με τη δροσιά.
Ξέρει πολλά ο Σατανάς, γι' αυτό κι είναι γέρος! Το χάχανό του ανατριχίλα...
Κι έφερε ο γούμενος το μελαχρινό κορίτσι στο κελί του δόκιμου, να 'χει αυτή για μοντέλο, να φκιάξει την Παναγιά την Αναγελάστρα!
Κι ήτανε μαύρα τα μαλλιά της, μάτσα σγουρές μεταξωτές μπουκλίτσες. Κι ήταν μελαψό το μουτράκι της, σφιχτοδεμένα τ' άγουρα βυζιά της, τα χειλάκια του στάζανε μέλι και κανέλα! Γαργαριστό νερό της βρύσης μες στο μυστήριο του πράσινου βουνού, αέρας λεύτερος π' αγγίζει τα πνευμόνια...
Κι έφτιανε ο δόκιμος την Παναγιά, με το γλυκό το στόμα το θλιμμένο, και μάτια γιομάτα πόνο ανείποτο μα κι άσβεστη λαχτάρα...
Κι ένα απόγιομα η παιδούλα τοιμάστηκε να φύγει. Μα δεν έφυγε! Κειός που βλέπει στις ψυχές μας ας τον σχωρέσει. Τίποτα πιο φοβερό απ' τον χείμαρρο της αμαρτίας. Είναι γλυκιά η σάρκα σαν είν' ζεστή, κι ο πόνος γίνεται λαχτάρα!
Κι από τότε ρχότανε κρυφά, σαν γατάκι κουβαριασμένο στην άκρη του κρεβατιού του, κι ωχ... χλιαρός λουτρός η άχνα της, γητεύτρα η ματιά της σαν του ΄καιγε το στόμα με τα χείλη της, και ρούφαγε ολάκιο το κορμί του, στριφογυρνώντας γύρω του σα φίδι... Κι αυτός να σπαρταρά σα να παράδινε ψυχή!
Κι όταν η Παναγιά του τέμπλου τέλεψε, την ζήλεψε η μικρούλα γιατί μοιάζανε τόσο μετάξυ τους! Πάνω στο ξύλο, τα ψεύτικα τα μάτια της ήταν ολόιδια τα δικά της, τ' αληθινά, τα φωτεινά...
Και τόλμησε και του 'πε: "'Η εγώ ή εκείνη, τ' ακούς;"...
Ο Σατανάς το ξέρει αν αντιστάθηκε. Όμως δεν βάσταξε. Ήταν μαρτύριο ανυπόφορο κι έπρεπε να τελειώσει...
Άνοιξε τον κοφτερό σουγιά να της κόψει το λαρύγγι, μα κείνη τον κοίταξε και γέλασε, όπως γελάει ο Σατανάς, ο Σατανάς που 'χει τα μάτια κατακκόκινα. Και του 'πεσε το μαχαίρι απ' τα χέρια!
Κι έφυγε ευθύς για το ναό. Κι έχωσε τα χέρια του στα μάτια της εικόνας, να ξεριζώσει ρίζες βαθιές, χιλοχρονίτικες!
Και να... μαζί μ' αυτές, βγήκαν και κομμάτια κρέας ολάκερα, γιομάτα αίμα!