Νομίζω πως ήρθε η ώρα να αναλάβει το Υπουργείο Οικονομικών ένας Θεολόγος! Σαν κι εμένα, ας πούμε. Κι αν είναι και κοσμοκαλόγερος, ακόμα καλύτερα...
Ο Παλλάδιος ήταν εκκλησιαστικός συγγραφέας που έζησε στις αρχές του 5ου αιώνα.
Σ' ένα βιβλίο του αναφέρει μια πολύ ενδιαφέρουσα και διδακτική ιστορία με πρωταγωνιστή έναν ξακουστό ασκητή της εποχής, τον Μακάριο.
Κάποτε, λοιπόν, του έστειλε κάποιος ένα τσαμπί φρέσκα σταφύλια που πολύ τα 'χε πεθυμήσει ο μοναχός.
Τα λιμπίστηκε ο καημένος ο Μακάριος αλλά έκανε εγκράτεια κι αγάπη και τα 'στειλε σ' έναν άλλον μοναχό που ήταν άρρωστος και τα 'χε μεγαλύτερη ανάγκη.
Αλλά κι εκείνος δεν τα έφαγε αλλά τα έστειλε σ' έναν άλλον αδελφό, προσποιούμενος πως από την αρρώστια του 'χε κοπεί η όρεξη
Για να μην σας τα πολυλογώ, το τσαμπί αυτό έκανε το γύρο της Σκήτης και κανείς μοναχός δεν το άγγιζε κι ας το λαχταρούσε τόσο.
Κι έτσι τα σταφύλια ξαναγύρισαν στον Μακάριο, που ευχαρίστησε το Θεό για την εγκράτεια των αδελφών...
Δεν ξέρω κατά πόσο αυτή η ιστορία είναι αληθινή, αλλά θα σας πω κάτι που συνέβη σε μένα όταν υπηρετούσα το 1992 στο Αεροδρόμιο της Ελευσίνας, στην 112 Πτέρυγα Μάχης.
Εκείνη την περίοδο κάτι ύποπτο γινόταν στα μαγειρεία και το φαγητό ήταν πάντα ελάχιστο και χαμηλής ποιότητας, κι ο Πτέραρχος έψαχνε να βρει λύση.
Εγώ είχα το συνήθειο να τρώω αργά κι έφευγα απ' τους τελευταίους.
Κάποιο μεσημέρι μόλις είχα τελειώσει το φαϊ και μάζευα απ' τα τραπέζια τα ψυχουλάκια για να τα ρίξω στα πουλάκια.
Εκείνη τη στιγμή μπουκάρει ο Πτέραρχος, βλέπει το παράξενο θέαμα, κι αρχίζει να γκαρίζει: "τι κάνεις εκεί ρε Εβραίε;"
Το και το, του λέω.
"Και πώς σε λένε;"
Τάδε.
Πάει αμέσως στο γραφείο του, παίρνει τηλέφωνο στην Ασφάλεια και τους ρωτάει για μένα.
Είναι ένας παράξενος τύπος, του λένε, που διαβάζει στις σκοπιές "Αντί", πλένει τα βρακιά του στο κράνος του, κι είναι τέρας τιμιότητας, μέχρι βλακείας.
Με καλεί στην γραφειάρα του ο Πτέραρχος και με κάνει για δυο μήνες Σιτιάρχη!
Και να 'μαι εγώ στα μαγειρεία, στο βασίλειο της κατσαρίδας και των τρωκτικών.
Πάω στις αποθήκες να κάνω απογραφή και βλέπω πως τα τρόφιμα που έπρεπε να περάσουμε δέκα μέρες, δεν έφταναν ούτε για δύο!
Τι να κάνω κι εγώ, άρχισα να μικραίνω τις μερίδες, πάντα με την ακρίβεια ελβετικού ρολογιού, μπας και τη βγάλουμε.
Την άλλη μέρα κλαθμός και οδυρμός στο στράτευμα, φωνές, εκνευρισμός, τσαμπουκάδες...
Αργά τη νύχτα, μόλις κλείδωσα τα μαγειρεία και πήγαινα προς το θάλαμο ν' αναπαυθώ, κάνω μια στάση κάτω από ένα δεντράκι και προσευχήθηκα:
"Θεέ μου, είμαστε τα τελειότερα πλάσματά σου. Δεν θες να μας βλέπεις τσιφούτηδες και μίζερους αλλά αρχοντάνθρωπους. Αύριο θα μοιράσω κανονικές μερίδες στα παιδιά, κι εγώ θα φάω μόνο αν και όταν χορτάσουν όλοι. Σε παρακαλώ φρόντισε για τις λεπτομέρειες"...
Αν θέλετε το πιστεύετε, αν δεν θέλετε μην το πιστεύετε: από την επόμενη μέρα όχι μόνο έτρωγαν όλοι μέχρι σκασμού (μιλάμε για χιλιάδες στόματα) αλλά περίσσευε και κάμποσο φαγητό και το πηγαίναμε με δυο Ρέο στον Ασπρόπυργο και το μοιράζαμε σε μετανάστες και τσιγγάνους.
Ο Θεός απεχθάνεται τη μιζέρια κι ευλογεί τη κιμπαροσύνη...
Σχετική είναι και μια ιστορία που διηγόταν ο γερο-Παϊσιος στ' Αγιονόρος.
Πολύς κόσμος τον επισκεπτόταν στην καλύβη του, κι ο καημένος, για να μπορεί να κεράσει τους πάντες, έκοβε τα λουκουμάκια στη μέση.
Κάποτε, δεν άντεξε τη μιζέρια, κι αποφάσισε όχι μόνο να δίνει ένα ολόκληρο λουκούμι σε κάθε επισκέπτη, αλλά να τον παρακαλάει να πάρει και δεύτερο!
Ε, από τότε δεν έλλειψαν ποτέ τα λουκούμια απ' την καλύβα του γέροντα. Κι ήταν τόσα πολλά που για να μην χαλάσουν αναγκαζόταν να τα στέλνει και στα οργανωμένα μεγάλα μοναστήρια!
Αυτά, δεν τα γράφω για να πάρει θάρρος ο Τσίπρας και να φωνάζει δεξιά κι αριστερά "Λουκούμια υπάρχουν!".
Γιατί πρέπει να ξέρει το παιδί πως για να πιάσει το "κόλπο" πρέπει ο "ταχυδακτυλουργός" να έχει ταπεινό φρόνημα και πνεύμα αυτοθυσίας...